«Και ευχαριστημένοι να είμαστε που ο Ερντογάν ανακοίνωσε πως θα γίνουν εκλογές. Θα μπορούσε να πει ότι την περασμένη εβδομάδα έγιναν και τις κέρδισε».
Αυτό το «πικρό» ανέκδοτο ακούγεται στην Τουρκία τις τελευταίες ώρες.
Στις 24 Ιουνίου λοιπόν οι πρόωρες εκλογές στην Τουρκία. Αυτή την έκπληξη έκρυβε στο μανίκι του ο Ερντογάν για τους Τούρκους πολίτες, που είδαν τον επί 15 χρόνια «μάγο» τους να τους οδηγεί σε μια ξέφρενη οικονομική κατηφόρα.
Αλήθεια, πώς έγινε και η Τουρκία ενώ φιγουράριζε ως μεγάλη οικονομική δύναμη να αντιμετωπίζει οικονομική κρίση;
Η «επιτυχημένη» κυβέρνηση Ερντογάν σε ποιο σαθρό και πωρώδες έδαφος ύψωνε τα παλάτια της;
Τρεις είναι οι αιτίες.
Πρώτον, η αχαλίνωτη φιλοδοξία του Ερντογάν για ένα οικονομικό θαύμα στην Τουρκία.
Η αρχή έγινε με τα φαραωνικών διαστάσεων έργα, έτσι ώστε το όνομα του Τούρκου προέδρου να μείνει στην Ιστορία αν όχι στην πάνω θέση αλλά τουλάχιστον στην ίδια με τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Και μπήκαν στο παιχνίδι μεγάλες κερδοσκοπικές εταιρείες, οι λίρες δίνονταν από τον κρατικό κορβανά με τα τσουβάλια, τα οποία όμως γέμιζε, κάτω από συνθήκες που καθημερινά χειροτέρευαν, ο τουρκικός λαός.
Τα θεμέλια της τουρκικής οικονομίας τα ροκάνιζαν τα τρωκτικά, αλλά η εικόνα δεν το μαρτυρούσε.
Η Τουρκία τα τελευταία 15 χρόνια έδειχνε ότι όχι μόνο βρίσκεται σε πορεία ανάπτυξης αλλά και ότι λύνει τα πολλά προβλήματά της, αρχίζοντας από την Παιδεία, την Υγεία και τις Μεταφορές.
Οι επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις αυτές διευκόλυναν μεν την καθημερινότητα του τουρκικού λαού, αλλά τον φόρτωσαν με μεγάλο οικονομικό βάρος.
Ας πούμε, τα νοσοκομεία μισο-ιδιωτικοποιήθηκαν και τα πληρώνει πλέον και ο ασθενής αλλά και το κράτος, δηλαδή και πάλι οι πολίτες.
Ουσιαστικά παιζόταν ένα κρυφτό όλα αυτά τα χρόνια, ώσπου άρχισαν να μιλάνε ένα ένα τα κυβερνητικά στελέχη για οικονομικά προβλήματα.
Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, υπουργός Οικονομίας Μεχμέτ Σιμσέκ, σε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα σχετικά με τη μείωση των κονδυλίων της Ε.Ε. που προβλέπονταν για την Τουρκία, στον προϋπολογισμό του 2018, είπε: «Πιθανόν η Τουρκία πρέπει να βρει από το παγκόσμιο σύστημα τουλάχιστον 210 δισ. δολάρια για τον Προϋπολογισμό του 2018».
Την τελευταία περίοδο ο πληθωρισμός ξεπέρασε το 12%. Η ανεργία τον Δεκέμβριο του ’17 ήταν 10% και μέσα σε λίγους μήνες έφτασε το 16%, ενώ η «κρυφή» ανεργία λέγεται πως ξεπέρασε το 20%.
Η ισοτιμία του ευρώ με την τουρκική λίρα ξεπέρασε τις πέντε τουρκικές λίρες, ενώ πριν από δύο χρόνια ήταν 1 προς 1,50.
Ολες οι τουρκικές επιχειρηματικές ενώσεις και σύλλογοι αναφέρουν πια ότι το 2018 θα είναι πολύ δύσκολη χρονιά για την Τουρκία.
Γι’ αυτό ο ίδιος ο Ερντογάν πριν από έναν μήνα έλεγε πως «σύντομα θα κάνουμε μεταρρυθμίσεις, οικονομικές και φορολογικές» και ότι «απειλείται η χώρα μας από τις τρομοκρατικές οργανώσεις, κινδυνεύουν τα σύνορά μας ανατολικά και νοτιοανατολικά» (εννοώντας το Κουρδιστάν-Ιράκ και τη Συρία).
Προετοίμαζε το κλίμα ενώ την ίδια στιγμή φοβέριζε πως «όποιος μιλάει για εκλογές είναι προδότης».
Η μεγαλομανία του Ερντογάν αλλά και το μίσος και η εμπάθειά του κατά των Κούρδων βύθιζαν καθημερινά τη χώρα.
Με τα μέτρα που πήρε κατά του Ιρακινού Κουρδιστάν μετά τις 25 Σεπτεμβρίου, στο δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, η Τουρκία έχασε πολύ μεγάλες οικονομικές εισροές που οφείλονταν στα πετρέλαια του Κουρδιστάν – 208 εκατ. βαρέλια πετρελαίου ενώ το σύνολο της δυνατότητας ήταν 553 εκατ. βαρέλια.
Από αυτά, το 65% μέσω Τουρκίας διοχετεύονταν στην παγκόσμια αγορά. Αυτό σημαίνει με τις σημερινές τιμές ότι έχασε 12 δισ. δολάρια.
Καθώς χάθηκαν και ακόμη 20 δισ. τα οποία υπολόγιζε να κερδίσει η τουρκική κυβέρνηση από τη διακίνηση και των υπόλοιπων βαρελιών πετρελαίου που βρισκόταν σε διαπραγμάτευση.
Το πρώτη υποτίμηση της τουρκικής λίρας έναντι του δολαρίου κατά 25% έγινε την ημέρα του δημοψηφίσματος στο Ιρακινό Κουρδιστάν.
Τότε οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να κλείσουν το χρηματιστήριο στην Κωνσταντινούπολη, διότι το 1 δολάριο έφτασε τις 3,53 λίρες και η ισοτιμία με το ευρώ τις 4,20.
Και η απόφαση του Ερντογάν να κλείσει το τελωνείο του Χαμπούρ ήταν η χαριστική βολή στην εισροή κερδών από τη νοτιοανατολική πλευρά της Τουρκίας.
Από εκείνο το τελωνείο καλυπτόταν το 16% της αγοράς του Κουρδιστάν. Μέσα στο 2016, 3 δισ. σε προϊόντα πέρασαν από κει, 4 εκατ. άνθρωποι -έμποροι, επαγγελματίες κ.ά.- και 2 εκατ. οχήματα.
Με το ξαφνικό κλείσιμο αυτής της τελωνειακής πύλης, χρεοκόπησαν επιχειρήσεις και εμπορικά μαγαζιά που βρίσκονταν από την πλευρά της Τουρκίας. Χιλιάδες ήταν δε τα καταστήματα που υπέστησαν κατασχέσεις από τις τράπεζες.
Επίσης από την Τουρκία –Κωνσταντινούπολη, Αγκυρα, Ντιγιάρμπακιρ, Αττάλεια– είχε καθημερινά 6 αεροπορικές πτήσεις προς το Κουρδιστάν, οι οποίες καταργήθηκαν με ότι αυτό σημαίνει για την οικονομία και τις συναλλαγές γενικότερα.
Οι δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις της Τουρκίας προς τη Συρία ήταν και δύο πολύ μεγάλα χτυπήματα στην τουρκική οικονομία.
Στις 24 Αυγούστου 2016 ξεκίνησε η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία με την κωδική ονομασία «Ασπίδα του Ευφράτη» και κράτησε 216 ημέρες. Το στίγμα βρισκόταν στη βορειοδυτική Συρία, μεταξύ του Ευφράτη ποταμού, προς τα ανατολικά, στην πόλη του Αζάζ.
Ο βασικός σκοπός ήταν να κοπεί η επικοινωνία μεταξύ των κουρδικών περιοχών, για παράδειγμα μεταξύ Αφρίν και Κομπάνι.
Και να μην μπορούν οι Κούρδοι να έχουν πρόσβαση προς τη Μεσόγειο.
Η δεύτερη μεγάλη τουρκική επιχείρηση ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου 2018, στο Αφρίν, με την ονομασία (τι ειρωνεία!) «Κλάδος Ελιάς». Μέχρι τις 18 Μαρτίου που διήρκεσε τσάκισε κυριολεκτικά την τουρκική οικονομία.
Μόνο ο Ερντογάν βγήκε κερδισμένος, διότι έφερε κοντά του τα κόμματα των εθνικιστών, των ρεπουμπλικάνων, των φιλελεύθερων, ακόμη και το Πατριωτικό Κίνημα.
Ολοι έσπευσαν να εκφράσουν την υποστήριξή τους στις ενέργειες του Τούρκου προέδρου.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα άκρατου εθνικισμού, όποιος διαφώνησε, από όποια μικρή ομάδα κι αν προερχόταν, φυλακίστηκε και βασανίστηκε.
Μέχρι και ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δήλωσε πως υποστηρίζει την απόφαση της Τουρκίας για την εισβολή στο Αφρίν, ενώ σε αποστολή του ανέφερε πως η Εκκλησία προσεύχεται στον Θεό για την ειρήνη στη Συρία.
Κάποιες αδύναμες φωνές, σε διεθνές επίπεδο, κατά της εισβολής πνίγηκαν από την εκκωφαντική «παρέλαση» των Ρώσων, τις από «καρδιάς» ευλογίες της Ε.Ε. και την «δυναμική» υποστήριξη της Γερμανίας και της Ιταλίας.
Ετσι ολοκληρώθηκε η εισβολή στο Αφρίν από μια παραπαίουσα οικονομικά Τουρκία.
Ενα άλλο μεγάλο βάρος στην οικονομία της γείτονος, που είναι και το μόνο που παραδέχεται η ίδια ως βάρος, είναι οι πρόσφυγες από τη Συρία. Ξεπερνούν τα 3,5 εκατ. στην Τουρκία.
Επίσημα η κυβέρνηση αναφέρει πως μέχρι τώρα έχει ξοδέψει 36 δισ. τουρκικές λίρες κι ενώ η Ε.Ε. της είχε υποσχεθεί πως θα βοηθήσει οικονομικά για την αντιμετώπιση του προσφυγικού, μέχρι τώρα δεν της έχει δώσει ούτε μισή λίρα.
Σε κάθε ευκαιρία ο Ερντογάν κατηγορεί την Ε.Ε. γι’ αυτήν την αθέτηση της συμφωνίας και απειλεί να πνίξει την Ευρώπη με μεταναστευτικά/προσφυγικά κύματα.
Πάντως είναι η πρώτη φορά, από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, που τουρκική κυβέρνηση έχει ανοίξει τόσα «θερμά» μέτωπα, όχι μόνο με τις γειτονικές της χώρες αλλά με όλο τον πλανήτη.
Εξαιρούνται η Ρωσία, με την οποία πρόσφατα έχει αναπτυχθεί «καλή φιλία», και το Ιράν, που, ως θεοκρατικό και σιιτικό, σε όλους τους τόνους διακήρυττε ότι ο κεμαλισμός είναι αντι-ισλαμισμός. Αυτά… last year.
Πάντως αυτές είναι λυκοφιλίες διότι ο ένας δεν εμπιστεύεται τον άλλο. Ο καθένας προσπαθεί να αποσπάσει όσα περισσότερα οφέλη μπορεί από αυτήν την ευκαιριακή συνεργασία.
Αλλά και κανείς από τους «άλλους» δεν θέλει να μείνει απ’ έξω. Με την αγορά, ας πούμε, των S-400 που έκανε η Τουρκία από τη Ρωσία έχει δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα στο ΝΑΤΟ.
Η στροφή της Τουρκίας προς τους Ρώσους έχει δυσαρεστήσει τους Αμερικανούς. Αλλά και οι Τούρκοι ήταν ενοχλημένοι από την υποστήριξη των Αμερικανών προς τις κουρδικές δυνάμεις στην περιοχή.
Και σαν κερασάκι στην τούρτα ήρθε αναγνώριση από τις ΗΠΑ της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και η συμφωνία ΗΠΑ – Αιγύπτου – Ισραήλ για την εξόρυξη φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ.
Για την ιστορία να πούμε πως είναι και η πρώτη φορά που η Τουρκία έχει τόσο άσχημες σχέσεις με τη Γερμανία.
Γερμανοί πολίτες βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές και οι γερμανικές αρχές δεν επέτρεψαν στον Ερντογάν την περίοδο του τουρκικού δημοψηφίσματος για το Σύνταγμα να κάνει προεκλογική καμπάνια επί γερμανικού εδάφους.
Σε αντίποινα ο Ερντογάν ζήτησε από τους Τούρκους πολίτες που ζουν και ψηφίζουν στη Γερμανία να γυρίσουν την πλάτη στα αντι-τουρκικά κόμματα.
Με τη σειρά της η Γερμανία δίνει άδεια παραμονής σε εκατοντάδες γκιουλενιστές. Αν αυτές δεν είναι σχέσεις στο όριο τότε τι είναι; Οσο για την ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε., δεν γίνεται πλέον θέμα.
Αυτή η ενταξιακή διαδικασία ξεκίνησε το 2005 και τώρα βρίσκονται στο χειρότερο σημείο. Ολα δείχνουν πως οι προσπάθειες έχουν σταματήσει αφού η Τουρκία παραβιάζει συνεχώς τα ανθρώπινα δικαιώματα – αυτή τη στιγμή, για παράδειγμα, βρίσκονται στις τουρκικές φυλακές 140 δημοσιογράφοι που η δίκη τους θα συνεχιστεί αυτή τη χρονιά.
Εν ολίγοις με όλο αυτό το κλίμα που έχει δημιουργηθεί, με την οικονομική κρίση να «θερίζει», με την τουρκική αντιπολίτευση αποδεκατισμένη, με το… σύνθημα «όλοι εποφθαλμιούν την πατρίδα μας», ο Ερντογάν πάει σε εκλογές και για να τις κερδίσει θα κάνει τα πάντα μέσα σ’ αυτές τις 65 μέρες.
Στόχος του είναι η αυτοδυναμία ώστε να ολοκληρωθεί η συνταγματική μεταρρύθμιση που οραματίζεται. Και γι’ αυτό δεν θα διστάσει να καταφύγει σε οποιαδήποτε ενέργεια ακόμη και προς γειτονικές χώρες.
Πάντως θα ξαναβγεί γιατί τα έχει «τακτοποιήσει» όλα – ο μηχανισμός είναι στα χέρια του και έχει δημιουργήσει το εθνικιστικό-ρατσιστικό κλίμα που χρειαζόταν.
Η αντιπολίτευση; Το ρεπουμπλικανικό κόμμα, CHP, σπαράσσεται αλλά δεν το ομολογεί. Το νέοτευκτο Εθνικιστικό «Καλό κόμμα», της επονομαζόμενης «Λύκαινας» Μεράλ Ακσενέρ, δεν ξέρει ακόμη αν θα μπορέσει να πάρει μέρος στις εκλογές.
Το φιλοκουρδικό κόμμα, HDP μετά την εκλογή Τούρκου αριστερού προέδρου έχει διχαστεί ενώ τα μισά μέλη του βρίσκονται στις φυλακές. Οπότε για ποια αντιπολίτευση να μιλήσουμε;
Γι’ αυτό και ο Ερντογάν ήδη το λέει σε όλους τους τόνους και με τους γνωστούς του… αναστεναγμούς: «Ή θα κερδίσω ή ας καεί όλος ο ντουνιάς. Αχ, οι ξένες δυνάμεις θέλουν να διαλύσουν τη χώρα μας».
Ο Τζεμίλ Τουράν είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντάκτων