Εχουν άδικο όσοι καταγγέλλουν το νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Επενδύω στην Ελλάδα» ως συμπίλημα άσχετων διατάξεων. Ίσα ίσα, είναι ένα νομοθέτημα δομημένο με προσοχή και με σκοπό να δείξει πως η κυβέρνηση είναι έτοιμη να κάνει τα πάντα, προκειμένου να επενδυθεί έστω και ένα ευρώ ή ένα δολάριο στη χώρα μας. Και εκθέτει χωρίς επιφυλάξεις τη νεοφιλελεύθερη αντίληψη για το πώς μπορεί να συμβεί αυτό: με την άρση κάθε είδους εμποδίου, το οποίο θα μπορούσε να ενοχλήσει την επενδυτική διάθεση οποιουδήποτε.
Η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για την προσέλκυση των επενδύσεων είναι πολύ απλή: πληθώρα επενδυτών και κεφαλαίων κυκλοφορούν ανά τον κόσμο και κατευθύνονται εκεί που υπάρχουν τα λιγότερα εμπόδια για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Συνεπώς, αυτό που έχει να κάνει μια καλή και άξια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, είναι να εξαλείψει όσο γίνεται περισσότερα κατά τη γνώμη της εμπόδια. Αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα ενός νεοφιλελεύθερου «αναπτυξιακού νόμου». Δεν χρειάζονται κατευθύνσεις και προσανατολισμοί, επιλογές και σχεδιασμοί. Όλα αυτά θα τα βρει το ανεμπόδιστο κεφάλαιο που κινείται με σοφία.
«Εμπόδια» στην ανάπτυξη
Βέβαια, όταν οι νεοφιλελεύθεροι μιλούν στα προγράμματά τους για εμπόδια, προβάλλουν κυρίως τη γραφειοκρατία και την υψηλή φορολογία, που ενοχλούν τους πάντες. Όταν, όμως, έρχεται η ώρα να νομοθετήσουν, τότε αναπτύσσεται μια γκάμα εμποδίων ευρύτατη, τόσο που δεν μένει σχεδόν τίποτα έξω από τον χαρακτηρισμό «εμπόδιο». Εξέχουσα θέση, πάντως, έχουν τέσσερις κατηγορίες: τα εργασιακά, τα περιβαλλοντικά, τα ελεγκτικά και τα δημόσια αγαθά.
Τα περιβαλλοντικά καταγγέλλονται ανοιχτά και χωρίς τύψεις, κι αυτό γίνεται σε μια χώρα όπου το τελευταίο πράγμα που σκέφτεται ένας φέρελπις επενδυτής, είναι πώς θα προστατέψει το περιβάλλον. Κι όμως, ο περί ου ο λόγος νόμος βρίθει διατάξεων που προστατεύουν, από τον εαυτό του, όποιον επενδυτή θελήσει να σκεφτεί λίγο πιο σοβαρά τις επιπτώσεις μιας επένδυσης στο περιβάλλον. Το ασφαλές συμπέρασμα θα μπορούσε να είναι ότι οικολόγοι και αρχαιολόγοι ευθύνονται για την οικονομική καθυστέρηση της χώρας – και όχι μόνο.
Με τα ελεγκτικά εμπόδια ξεμπερδεύουμε εύκολα. Καταργούμε τους προληπτικούς ελέγχους και αναθέτουμε σε ιδιώτες τον κατόπιν εορτής έλεγχο, ώστε το δημόσιο και το συμφέρον του να βγαίνει από τη μέση.
Τα δημόσια και κοινά αγαθά θέλουν λίγη περισσότερη προσπάθεια, αλλά κι αυτά έχουν βρει το δρόμο τους. Σταθερά προωθείται η ιδιωτικοποίηση και η εμπορευματοποίησή τους, ώστε να απλώνει όσο το δυνατόν περισσότερο ο ωφέλιμος χώρος για την άσκηση της επενδυτικής κερδοσκοπίας.
Το μέγα εμπόδιο: οι εργαζόμενοι
Εκεί που τα πράγματα είναι κάπως πιο δύσκολα, είναι με τα εργασιακά. Όχι πως διστάζουν να καταγγείλουν σαν αναχρονιστική ιδεοληψία κάθε είδους προστασία του εργαζόμενου από την αυθαιρεσία ή απλώς το συμφέρον του εργοδότη. Εκείνο που δυσκολεύει τα πράγμα, είναι πως ό,τι σχετίζεται με την εργασία, αφορά ανθρώπους, δηλαδή ψηφοφόρους, οι οποίοι χρειάζονται στις εκλογές, δυστυχώς, και πρέπει να πειστούν ότι, αν και τους νοιαζόμαστε – πώς να το κάνουμε! – πρέπει κι αυτοί να καταλάβουν ότι εμποδίζουν την ανάπτυξη, όταν απαιτούν δικαιώματα. Με άλλα λόγια, πρέπει να πειστούν ότι όταν ζητούν καλύτερη και αξιοπρεπή αμοιβή, διεύρυνση των εργασιακών, ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, τρομάζουν τους επενδυτές, ενώ το συμφέρον τους – μακροπρόθεσμα…- είναι να τους διατηρούν εν ευθυμία. Δηλαδή, να πειστούν ότι κάθε μέτρο που φαίνεται να είναι σε βάρος τους, έρχεται για καλό τους. Πράγμα δύσκολο, καθώς συγκρούεται με την καθημερινή εμπειρία.
Γι’ αυτό και ό,τι αφορά περιστολή εργασιακών δικαιωμάτων, απαιτεί αυταρχική αποφασιστικότητα και περίτεχνη επιχειρηματολογία – προπαγάνδα, ώστε η πραγματικότητα που βιώνουμε να υπερκαλύπτεται από την ψευδή συνείδηση.
Χωρίς διαιτησία
Πάρτε παράδειγμα όσα ακούστηκαν – και ήταν πολλά – για τη δικαιολόγηση της κατάργησης της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία για τις συλλογικές συμβάσεις. Εκατομμύρια λέξεις για να μας πουν πόσο συνταγματική είναι αυτή η διάταξη και πόσο διευκολύνει τις καλές σχέσεις εργοδοτών-εργαζομένων. Ούτε μια λέξη, όμως, για το γεγονός ότι καταργώντας τη μονομερή προσφυγή, καταργείται η ίδια η διαιτησία. Αν δεν θέλει ο εργοδότης, η διαιτησία δεν μπορεί να αξιοποιηθεί από τον εργαζόμενο. Για τον οποίο το μόνο που απομένει είναι να συμφωνήσει με τις απαιτήσεις του εργοδότη. Αυτό, όσο και να προσπαθήσεις δεν γίνεται να το εμφανίσεις ούτε συνταγματικό, ούτε νόμιμο, ούτε δίκαιο, ούτε συμφέρον για τον εργαζόμενο.
Στο κάτω κάτω, η διαιτησία δεν είναι παρά μια παρεμβολή ενός τρίτου, που του δίνει το δικαίωμα το δημόσιο να το κάνει, και όχι μια αυθαίρετη διαδικασία ελεγχόμενη από τους εργαζόμενους. Κι όμως, όσο κι αν φώναξε σύμπασα η αντιπολίτευση, η νεοφιλελεύθερη συνταγή για την άρση των εμποδίων πέρασε και σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα για το κόστος-αμοιβή της εργασίας.
Χωρίς συλλογική σύμβαση
Άλλο παράδειγμα, η άρση της ισχύος της συλλογικής σύμβασης σε επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες. Τόσο γενικά και αόριστα και τόσο στην κρίση του υπουργού Εργοδοσίας, που η κατάργηση ουσιαστικά των συλλογικών συμβάσεων είναι το επόμενο βήμα. Αυτό, βέβαια, θα εξαρτάται από τη γνώμη των… εργαζομένων. Αλλά τι άλλο θα έχει να επιλέξει ένας εργαζόμενος που έχει να διαλέξει ανάμεσα στην ανεργία και τη μείωση της αμοιβής του; Τίποτε περισσότερο από το να βοηθήσει την επιχείρηση και να άρει το εμπόδιο της «πλεονεξίας» του, που μπορεί να τον κάνει να ζητάει για αμοιβή όσα του χρειάζονται για να επιβιώσει. Κι αφού το κάνουν κι αυτό για χάρη του εργαζόμενου, γιατί δεν σκέφτηκαν το πολύ απλό και δίκαιο: να μετέχουν στη διεύθυνση οι εργαζόμενοι και, όταν με το καλό ξεπεραστούν οι «οικονομικές δυσχέρειες» και επιστρέψουν τα κέρδη, να έχουν ισότιμο μερίδιο σ’ αυτά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τέτοιου είδους μέτρα υπήρχαν στον πυρήνα των μνημονίων με στόχο την εσωτερική υποτίμηση. Αλλά και χωρίς τα μνημόνια η ΝΔ επιμένει. Δεν τους είχε ξεφύγει, όταν έλεγαν ότι τα μνημόνια θα έπρεπε να τα είχαμε επινοήσει εμείς, αν δεν μας είχαν επιβληθεί. Τα επανεφευρίσκουν.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή