Macro

Τριαντάφυλλος Μηταφίδης: Η ιστορική μνήμη

Πρέπει ή δεν πρέπει να θυμόμαστε; Συντελεί η ιστορική μνήμη στην επούλωση των τραυμάτων ή μήπως τα κακοφορμίζει; Είχε δίκιο ο Νίτσε που θεωρούσε τη λήθη «υπέρτατη μορφή ευτυχίας» – την ίδια στιγμή που έγραφε ότι η ιστορική συνείδηση ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα ζώα;

Ο συγγραφέας Χόρχε Σεμπρούν υπογράμμιζε την ανάγκη να διασωθεί και να αναδειχθεί το παρελθόν, χωρίς αυτό να θεωρείται «αναμόχλευση των πολιτικών παθών». Ο Σεμπρούν, αυθεντικός φορέας των συγκλονιστικών εμπειριών του 20ού αιώνα – τις έζησε κυριολεκτικά «στο πετσί» του, στον ισπανικό εμφύλιο, στη γαλλική Αντίσταση και στα ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης (βλ. το έργο του Γραφή ή ζωή), είναι κατηγορηματικά αντίθετος όχι μόνο με κάθε παραγραφή εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας αλλά και με τη σκόπιμη αποσιώπησή τους, όπως συνέβη στην πατρίδα του την Ισπανία τη δεκαετία του ’70. Γιατί και η σιωπή είναι επίσης έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.

Το έντονο ενδιαφέρον για την καθιέρωση κρατικών αλλά και υπερεθνικών-οικουμενικών «πολιτικών μνήμης», με ολοένα αυξανόμενο το ρόλο της UNESCO, του ΟΗΕ, του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υποβάλλει στα κράτη λογικές ενιαίας διαχείρισης του παρελθόντος – στο όνομα π.χ. της καταπολέμησης του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Ή με την ψήφιση του «Νόμου για την Ιστορική Μνήμη» από το ισπανικό Κοινοβούλιο τον Οκτώβριο του 2007, που έχει στόχο να τιμήσει τα θύματα του εμφυλίου πολέμου και της φρανκικής δικτατορίας και έχει προκαλέσει έντονη πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα.

Οι πολιτικές αυτές τροφοδοτούνται από έναν «πληθωρισμό» μνήμης: κατασκευή μνημείων, καθιέρωση ιστορικών επετείων, ίδρυση μουσείων-ερευνητικών ιδρυμάτων, καταγραφές μαρτυριών και τραυματικών εμπειριών αλλά και από συμβολικούς «πολέμους μνήμης», ιδιαίτερα στα ΜΜΕ, που, εν είδει δικαστηρίων, απονέμουν αναδρομικά και επιλεκτικά ιστορική δικαιοσύνη σε ομάδες-θύματα της εθνικής, ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας ιστορίας.

Ο Τζβετάν Τοντόρωφ αποδίδει αυτή την «αναψηλάφηση» της ιστορίας στη «μετάλλαξη» που έχει υποστεί η συλλογική μνήμη, αφού στις μέρες μας «γίνονται αντικείμενο ύψιστης φροντίδας και εξύμνησης τα θύματα και όχι οι ήρωες του παρελθόντος: οι αδικίες που υπέστη κανείς βαραίνουν περισσότερο από τα κατορθώματα που πέτυχε, … που μαρτυρεί εμμέσως μια ενίσχυση της ιδέας της δικαιοσύνης της κοινωνίας μας: ποιος θα σκεφτόταν να διεκδικήσει την θέση του θύματος, αν δεν έλπιζε να αναγνωριστούν τα δεινά του και να αποζημιωθεί γι’ αυτά;» (Βλ. το βιβλίο του Ο φόβος των Βαρβάρων).

Εάν έως πρόσφατα η ιστορία γραφόταν από και για τους επώνυμους νικητές-ήρωες, η μνήμη την κατέβασε από την ακαδημαϊκή έδρα, της έβγαλε την τήβεννο της επιστημοσύνης, έδωσε φωνή στους ανώνυμους και στα συγκλονιστικά βιώματά τους. Γιατί, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, «το να γράφεις ιστορία σημαίνει να ευθυγραμμίζεσαι με τη μνήμη των νικημένων, η ανάμνηση των οποίων διαιωνίζεται σαν ανικανοποίητη ‘λυτρωτική επαγγελία’». Η προσέγγιση αυτή, όπως τονίζει ο Έντσο Τραβέρσο, «δεν αντικαθιστά κάποια μέθοδο ανάλυσης, προσανατολίζει όμως και προσδιορίζει το στόχο της έρευνας στους αντίποδες της κυρίαρχης σήμερα αντίληψης που θέλει την ιστορία απλώς ως αντικείμενο ενός ‘εμπειρογνώμονα’. Όταν οι ιστορικοί υιοθετούν την οπτική γωνία των νικητών, πέφτουν πάντα σε ένα προδιαγεγραμμένο σχήμα, που βασίζεται σε μια απολογητική ερμηνεία του παρελθόντος. Βραχυπρόθεσμα, γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, μπορεί η ιστορία να γράφεται από τους νικητές, αλλά σε βάθος χρόνου τα ιστορικά κέρδη στο πεδίο της γνώσης προέρχονται από τους ηττημένους». (Έντζο Τραβέρσο, Η Ιστορία ως πεδίο μάχης)

Το ερώτημα, επομένως, πώς θα αναμετρηθούμε με τις «σκοτεινές» ή θα γράψουμε τις «λευκές»» σελίδες της ιστορίας που παραμένουν τραυματικές και επίμαχες, όπως π.χ. το Ολοκαύτωμα -χωρίς κάτι τέτοιο να καταντά μαρτυρολόγιο ή ηθικό καθήκον- είναι κρίσιμο και απαιτεί τεκμηριωμένες απαντήσεις. Γιατί, όπως τονίζει ο Τέοντορ Αντόρνο στο δοκίμιό του «Η Εκπαίδευση μετά το Άουσβιτς», «η απειλή υποτροπής στη βαρβαρότητα συνεχίζει να υπάρχει, καθώς οι βασικές συνθήκες που ευνόησαν αυτή την υποτροπή εξακολουθούν, σε μεγάλο βαθμό, να μην έχουν αλλάξει. Αυτός είναι ο καθολικός τρόμος. Η κοινωνική πίεση εξακολουθεί να υφίσταται, αν και ο κίνδυνος παραμένει αόρατος στις μέρες μας. Ωθεί τους ανθρώπους στο ανείπωτο και μαζικά εγκλήματα εξακολουθούν να διαπράττονται … Πρέπει κανείς να γνωρίζει τους μηχανισμούς που καθιστούν τους ανθρώπους ικανούς για τέτοιες πράξεις και να μοχθήσει ξυπνώντας την κοινή συνείδηση γύρω από αυτούς τους μηχανισμούς, ώστε να αποτρέψει τους ανθρώπους από το να γίνουν ξανά έτσι».

Στη χώρα μας, η διεθνής τάση αναθεώρησης της Ιστορίας εκδηλώνεται με αυτό που αποκαλεί ο Χάγκεν Φλάισερ «υγειονομική ταφή της μνήμης»: πολτοποίηση το 1975 υλικού των αρχείων του Εθνικού Γραφείου Εγκλημάτων Πολέμου – είχε προηγηθεί το 1959 η αμνήστευση δια νόμου των ναζιστών εγκληματιών και των δωσιλόγων, προς δόξαν της «εθνικής συμφιλίωσης». Οι τελευταίοι, όχι μόνον δεν τιμωρήθηκαν, όπως τους άξιζε, αλλά και συμμετείχαν στη διαρπαγή των εβραϊκών περιουσιών. Αντίθετα, από τις 600 αγωγές που κατέθεσαν επιζώντες του Ολοκαυτώματος για την επιστροφή των ακινήτων τους, δικαιώθηκαν μόνο 30!

Η απόκρισή μας στην εναγώνια «κραυγή για το αύριο» των νεκρών ή επιζώντων του Ολοκαυτώματος και των ποικίλων θυμάτων του ρατσισμού πρέπει να είναι η αποκατάσταση των ιστορικών αδικιών, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η καταπολέμηση των ανισοτήτων και των διακρίσεων. Προπαντός, η απόδοση δικαιοσύνης με την αποζημίωση των θυμάτων των κατοχικών δυνάμεων, σύμφωνα και με την από 17 Απριλίου 2019 απόφαση της ελληνικής Βουλής – που υιοθέτησε το πόρισμα της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών, και με την από 4-6-2019 Ρηματική Διακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γερμανική.

Η συντήρηση των εθνικών μύθων και ταμπού, η άρνηση να αντιμετωπίσει κανείς με ειλικρίνεια τη σκοτεινή πλευρά της δικής του ιστορίας στο όνομα της «εθνικής συνοχής» και της «επούλωσης των πληγών» επιτείνουν τον ιστορικό αναλφαβητισμό ιδιαίτερα της νέας γενιάς. Η Ξένια Ελευθερίου, στο συνθετικό της πόνημα Η δημόσια ιστορία ως συγκρουσιακό θέμα: Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων στο διαδίκτυο, που κυκλοφόρησε προσφάτως από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», γράφει χαρακτηριστικά: «Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από ποικίλες αντιφάσεις συγκρούσεις και προβλήματα, γι’ αυτό το λόγο διεθνείς οργανισμοί και ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη να αλλάξει η διδασκαλία της Ιστορίας, έτσι ώστε να μπορούν οι μαθητές-τριες να διαχειρίζονται θέματα συγκρουσιακά, τραυματικά και επίμαχα. Τα συγκρουσιακά θέματα πρέπει να συμπεριληφθούν στη διδασκαλία του μαθήματος της ιστορίας, λόγω της χρησιμότητάς τους στη διαμόρφωση των μελλοντικών πολιτών που καλούνται να ζήσουν σε έναν πολύπλοκο κόσμο. Η διδασκαλία της Ιστορίας στην Ελλάδα πρέπει, λοιπόν, να σταματήσει να χαρακτηρίζεται από εθνοκεντρικά και μονολιθικά στοιχεία που υπηρετούν την κυρίαρχη ιδεολογία και αποσκοπούν στη λεγόμενη εθνοπολιτισμική ομοιογένεια και να συνδεθεί με τη δημοκρατική εκπαίδευση και την πολιτική αγωγή

Τριαντάφυλλος Μηταφίδης

Πηγή: Η Αυγή