Macro

Έπαινος στο Θεατρικό Εργαστήρι Γιαννιτσών

Έπαινος στο Θεατρικό Εργαστήρι Γιαννιτσών
 
Η «τυχαία» ημερομηνία
 
Μπορεί να ήταν τυχαίο. Ίσως όμως και όχι.
Την περασμένη Κυριακή το Θεατρικό Εργαστήρι Γιαννιτσών παρουσίασε, δίδαξε καλύτερα, στο Πνευματικό Κέντρο της πόλης, το έργο «Το σημάδι».
Ένα θεατρικό έργο βασισμένο στο βιβλίο «Λύκοι στην πόλη» της Άννας Μικροπούλου, που «έφυγε» πρόσφατα και στην οποία ήταν αφιερωμένη η παράσταση. Το βιβλίο αναφέρεται στο ομαδικό έγκλημα, που συντελέστηκε στα Γιαννιτσά στις 14 Σεπτεμβρίου 1944 από τους Γερμανούς και τους ντόπιους συνεργάτες τους. Περιέχει δεκαπέντε ιστορίες, στις οποίες, μέσα από αναδρομές στο παρελθόν, οι πρωταγωνιστές, θύματα και θύτες, ζωντανοί και πεθαμένοι, αφηγούνται πώς βίωσαν τη σφαγή, καθώς και την επίδραση που αυτή είχε στις ζωές τους και στην πόλη στα χρόνια που ακολούθησαν.
Την περασμένη Κυριακή το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου. Όπως 21 Απριλίου έγραφε και πριν από πενήντα επτά χρόνια, το 1967, όταν η χούντα των συνταγματαρχών κατέλυσε τη δημοκρατία και επέβαλε δικτατορία στην Ελλάδα για επτά ολόκληρα χρόνια, βασάνισε, εξόρισε, φυλάκισε και δολοφόνησε ανθρώπους, κατάργησε τα πολιτικά κόμματα και τη Βουλή, έκλεισε εφημερίδες, απαγόρευσε βιβλία και τραγούδια, άπλωσε το σκοτάδι στη χώρα, οδήγησε στην προδοσία της Κύπρου.
Πολιτικοί και ιδεολογικοί πρόγονοι (κάποιες φορές και φυσικοί) όλων αυτών που δυνάστευσαν την Ελλάδα στη διάρκεια της δικτατορίας, ήταν οι ταγματασφαλίτες και όσοι επάνδρωσαν τις υπόλοιπες δωσιλογικές οργανώσεις της Κατοχής, οι συνεργάτες των Γερμανών, αυτοί που αιματοκύλισαν τα Γιαννιτσά και όχι μόνο, οι θιασώτες του ναζισμού και του φασισμού. Αυτοί που στη συντριπτική πλειονότητά τους στη συνέχεια όχι μόνο αθωώθηκαν, αλλά και επιβραβεύθηκαν από το επίσημο μετεμφυλιακό κράτος και στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό μέχρι τις πιο υψηλόβαθμες θέσεις του.
Ίσως λοιπόν και να μην ήταν τυχαία η παράσταση στις 21 Απριλίου.
 
Το έργο
 
Ο Βασίλης Δεμιρτζόγλου και η Ειρήνη Κοσμίδου επεξεργάστηκαν δραματουργικά έξι από τις ιστορίες του βιβλίου της Άννας Μικροπούλου. Κι έτσι παρουσιάστηκαν ολοζώντανοι μπροστά μας κάποιοι από τους θύτες και τα θύματα εκείνης της τραγικής ημέρας:
Ο Δημήτρης και ο Μάξιμος Παπαδόπουλος, που δολοφονήθηκαν, «παλικάρια, με τα λευκά τους πουκάμισα, τα καλοχτενισμένα μαλλιά, σαν να ήταν ζωντανοί, λες και δεν πέρασε μια μέρα από πάνω τους», κι ο αδερφός τους ο Θόδωρος, που δεν τους ξεχνά και θέλει να κάνει το μνημόσυνό τους κάθε χρόνο, που κάθε του κίνηση την παρακολουθούν οι χαφιέδες, γιατί «αυτά τα πράγματα δεν πρέπει κανείς να τα σκαλίζει».
Ο συνεργάτης του συνταγματάρχη Πούλου στο προδοτικό «Εθελοντικό Τάγμα» του, ένας από τους λίγους που καταδικάστηκαν από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων, καθώς θυμάται πώς σχεδιάστηκε το «πανηγύρι» για την ημέρα του Σταυρού από τον Σούμπερτ, τον Μαξ Πέσκο, τον Πούλο, τον Σκαπέρδα, τον Γραμματικόπουλο, τον Τριανταφύλλου, καθώς σκέφτεται την άρνηση του Δημάρχου Μαγκριώτη να υποδείξει στον Σούμπερτ τους αντάρτες, καθώς αναπολεί τον ωραίο λόγο του Πούλου «για τον Φύρερ, για την πατρίδα, για τον κομμουνιστικό κίνδυνο», καθώς φέρνει στη μνήμη του «το ρόπαλο, που το κρατούσε σφιχτά και το κατέβαζε πάνω στα κεφάλια», «το κρακ που έκανε το κρανίο, όταν άνοιγε, και τον γέμιζε ηδονή», «τις κόκκινες πιτσιλιές που του λέρωναν τη στολή».
Η Ελένη και η Σοφούλα Παπαϊωάννου στο πάρκο του Άι-Γιώργη, η «τραχιά και γεμάτη μίσος φωνή» του χαφιέ που φώναξε τα ονόματά τους, «το δάχτυλο που τις έδειξε», τα σώματά τους που βρέθηκαν παρατημένα και βάναυσα κακοποιημένα κοντά στο ποτάμι, ο αδερφός τους ο Μίμης που «τον σκότωσαν από τους πρώτους» στον Ομαδικό Τάφο, η μάνα τους που κάθε τόσο πηγαίνει στο νεκροταφείο να καθαρίσει το μνήμα των κοριτσιών κι ύστερα φεύγει κουτσαίνοντας, μέχρι που να γίνει μια μαύρη κουκίδα, αλλά και ο άλλος της γιος ο Γιάννης, που ήταν αντάρτης στο βουνό και μετά «μια είναι στο σπίτι και δέκα στα ξερονήσια».
Ο Μανώλης και ο Φάνης, δεκαοχτώ χρονών παλικάρια, που δεν υπάκουσαν στη γερμανική διαταγή να μαζευτούν στο σχολείο και κρύφτηκαν στον στάβλο του Γιάννη, όπου τους βρήκαν οι ταγματασφαλίτες, αλλά αυτοί προσπάθησαν πάλι να ξεφύγουν. Ο Φάνης, που «όλη του η ζωή ήταν το ποδόσφαιρο» και που τον βρήκαν στα χωράφια με μια τρύπα στον κρόταφο, ο Γιάννης, που «τα έντερά του ήταν χυμένα στο δρόμο, τόσες σφαίρες άδειασαν επάνω του», και ο Μανώλης, που τη γλίτωσε, αλλά για πάντα σημαδεμένος, καθώς η σφαίρα «πέρασε κάτω από το σαγόνι, έσκισε το δέρμα και βγήκε από το δεξί του μάγουλο».
Ο ταγματασφαλίτης, που έφυγε μαζί με τον γερμανικό στρατό κατά την υποχώρησή του από την Ελλάδα και έζησε στη Γερμανία μεταμφιεσμένος σε Γερμανό («καλό χωνευτήρι η Γερμανία μετά τον πόλεμο»), που μετά από πενήντα σχεδόν χρόνια γυρίζει στα Γιαννιτσά, στις 14 Σεπτεμβρίου, όπως «ο δολοφόνος που γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος», παρακολουθεί κρυφά την τελετή στον Ομαδικό Τάφο και βλέπει ξανά μπροστά του αυτούς που αργοπέθαιναν κάτω από τα χτυπήματά του, «με σπασμένα δόντια, με κομμένα αυτιά, με χυμένα μυαλά, με ένα μάτι που έπεσε πάνω στη μπότα του και τον κοιτούσε», χωρίς κανείς να ξέρει αν ποτέ μετάνιωσε για όσα έκανε.
Ο Ρομά, ο «γύφτος», ο «κατσίβελος», που, αφού τον έπιασαν τυχαία οι πουλικοί και τον σάπισαν στο ξύλο, είδε «τον Μίμη που τουν έντερναν για ώρα πολλή, ούτε ντικός μας να ΄ταν, τόσο ξύλο» και ύστερα τον έσπρωξαν κι αυτόν ζωντανό στον λάκκο, αλλά κατάφερε να σωθεί κάτω από το σωρό τα πτώματα «ξεγελώντας τον μουλό» (τον θάνατο). Αυτός, που πήγε την άλλη χρονιά στην επιμνημόσυνη δέηση για τους νεκρούς κι έπαιξε μετά το τέλος της τελετής με το βιολί του πάνω από τον τάφο έναν τσιγγάνικο σκοπό.
 
Η παράσταση και οι συντελεστές της
Θα άξιζε να παρακολουθήσουν την παράσταση του Θ.Ε.Γ. όλοι οι πολίτες του Δήμου μας. Όχι μόνο για να αναλογιστούν τον όλεθρο που φέρνει ο πόλεμος και να θυμηθούν τα εγκλήματα των ναζιστών και των ντόπιων συνεργατών τους, αλλά και για να δουν τι σημαίνει καλό θέατρο, μεστός λόγος, υψηλά νοήματα, καλοδουλεμένη σαν ψιλοβελονιά παράσταση, εμπνευσμένη σκηνοθεσία και ευρηματικές δραματουργικές λύσεις (από τον Βασίλη Δεμιρτζόγλου), λιτή σκηνογραφία (από την Τιτώ Παπαδημητρίου), υποβλητική μουσική και εύστοχοι φωτισμοί (από τον Κωνσταντίνο Πρασόβσκι), επαγγελματική σχεδόν ηθοποιία (από τους/τις Μαρία Βάσσου, Αννέτα Γόδου, Βασίλη Δεμρτζόγλου, Παύλο Καλπακίδη, Δώρα Κενανίδου, Ειρήνη Κοσμίδου, Ελευθερία Λαγκαδιανού, Φανή Μεντζαφύλλη, Παναγιώτη Μπαλή, Κυριάκο Τσαμαλτούπη), ομαδική δουλειά, όχι μόνο από αυτούς και αυτές που αναφέρονται ονομαστικά εδώ, αλλά και από όλους και όλες, που μακριά από τα φώτα δημοσιότητας στήριξαν αυτή, όπως και τις προηγούμενες παραστάσεις του Θ.Ε.Γ..
 
Το Θ.Ε.Γ.
 
Το Θεατρικό Εργαστήρι Γιαννιτσών, από τότε που ιδρύθηκε, το μακρινό 1995, δηλαδή εδώ και τριάντα περίπου χρόνια, υπηρετεί την τέχνη του θεάτρου στην πόλη μας, παρά τις αντιξοότητες, με συνέπεια, συνέχεια και επιμονή, με ασκητική αφοσίωση θα έλεγε κανείς, με απόλυτο επαγγελματισμό ως προς την προετοιμασία και την παρουσίαση των έργων, -χωρίς βέβαια να πρόκειται για επαγγελματική ομάδα (όχι μόνο κανένας δεν πληρώνεται για όσα προσφέρει, αλλά όλα γίνονται με πολλή προσωπική δουλειά, τα δε έξοδα αντιμετωπίζονται «ιδίοις αναλώμασι» και με τις λίγες χορηγίες φίλων),- με διάθεση ερασιτεχνική (με την ουσιαστική έννοια του όρου, της αγάπης δηλαδή για την τέχνη). Παρουσιάζει έργα από το ξένο και το ελληνικό ρεπερτόριο, αλλά και πρωτότυπες δικές του δημιουργίες, που πάντα κάτι ξεχωριστό έχουν να πουν, χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις σε εύκολες λύσεις, πηγαίνοντας συνειδητά κόντρα στον συρμό των εύπεπτων θεαμάτων, με σεβασμό στο κοινό που τα παρακολουθεί, όπως μαρτυρούν και οι πολύμηνες πρόβες πριν την παρουσίασή τους. Ψυχαγωγεί (οδηγεί την ψυχή, μορφώνει πνευματικά και αισθητικά), κάνοντας λαϊκό και όχι ελιτίστικο θέατρο, όπως ίσως θα νόμιζε κανείς. Αποτελεί μια όαση μέσα στην πολιτιστική έρημο της επαρχίας. Τιμά τη θεατρική τέχνη και την πόλη. Γι’ αυτό και αξίζει τον δημόσιο έπαινο και την έμπρακτη στήριξή μας.
 
Η συγκυρία
 
Και κάτι τελευταίο.
Το Θ.Ε.Γ. με «το Σημάδι» παρεμβαίνει δραστικά στη συγκυρία. Ίσως άθελά του. Όμως τις πιο πολλές φορές το πνευματικό και καλλιτεχνικό δημιούργημα, όταν φεύγει πια από τα χέρια του δημιουργού του, αυτονομείται και επιδρά ανεξάρτητα από τη θέληση του τελευταίου.
Εξηγούμαι:
«Το σημάδι», που αφηγείται ένα τραγικό επεισόδιο του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου, παρουσιάστηκε σε μια εποχή που ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται και η σφαγή στη Γάζα έχει καθημερινά χιλιάδες θύματα, αμάχους, γυναίκες και παιδιά, κάνοντας όσο ποτέ επίκαιρη την κραυγή «Ειρήνη τώρα. Ειρήνη παντού».
Παρουσιάστηκε, ακόμη, τώρα, καθώς βαδίζουμε προς τις ευρωεκλογές και ενώ, όπως φαίνεται, οι δυνάμεις της ακροδεξιάς, των εχθρών της δημοκρατίας, οι δυνάμεις του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της μισαλλοδοξίας, της ομοφοβίας, κάποιες μάλιστα από τις οποίες έχουν ευθείες αναφορές στον φασισμό και τον ναζισμό, σηκώνουν ξανά κεφάλι. Οι λύκοι ξανά στην πόλη, στη χώρα, στην Ευρώπη. Είναι χρέος μας απέναντι στα θύματα της 14ης Σεπτεμβρίου 1944 να μην το επιτρέψουμε.
 
Θέμης Αχτσιόγλου