Μόλις μερικά χρόνια πριν, θα φάνταζε απίθανο οι εξελίξεις στο βρετανικό κόμμα των Εργατικών να προσέλκυαν διεθνή προσοχή μεταξύ αυτών που αναζητούν ανανέωση της σοσιαλιστικής προοπτικής στον 21ο αιώνα. Σήμερα, αυτό το γεγονός χρειάζεται να πιστωθεί στον ενθουσιασμό και τη δημιουργικότητα μιας νέας γενιάς σοσιαλιστών ακτιβιστών στη Βρετανία, αλλά και στην πολιτική επιμονή και προσήλωση μιας ομάδας αφοσιωμένων σοσιαλιστών γύρω από τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Ωστόσο, για να μην ακολουθήσει βαθιά απογοήτευση την εκλογή μιας κυβέρνησης Κόρμπιν, όπως συνέβη με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, η βρετανική πραγματικότητα χρειάζεται να ιδωθεί με νηφάλια οπτική.
Το εκλογικό μανιφέστο του Εργατικού Κόμματος για το 2017, με τη ριζοσπαστική άρθρωση ενός οικονομικού προγράμματος «για τους πολλούς, όχι για τους λίγους», συνιστά μια καταφανή στροφή μακριά από τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα και τον εναγκαλισμό των κυβερνήσεων των Νέων Εργατικών με τη θατσερική κληρονομιά. Παρότι δεν είναι ακόμα επίσημη κομματική πολιτική, η έμφαση που δίνει η έκθεση με τον τίτλο Εναλλακτικά μοντέλα ιδιοκτησίας (Alternative Models of Ownership) στην καλλιέργεια εργατικών και κοινοτικών συνεταιρισμών, ενθαρρύνει ευρύτερο διάλογο για τις νέες σοσιαλιστικές στρατηγικές. […]
Ίσως το πλέον προβληματικό σημείο είναι η καταφανής σιωπή για το πώς η προώθηση μιας βιομηχανικής στρατηγικής υψηλής τεχνολογίας και ανταγωνιστικής διεθνώς, μπορεί να συνδυαστεί με την ανάπτυξη μεταβατικής στρατηγικής προς το σοσιαλισμό. Σε σχέση με αυτό, υπάρχει πραγματικό στρατηγικό κόστος που συνδέεται με την κατανοητή απροθυμία να αποσαφηνιστεί δημόσια το φλέγον ζήτημα του πώς και πότε να εισαγάγουμε ελέγχους κεφαλαίων, ουσιώδεις τόσο για τον επενδυτικό σχεδιασμό όσο και για να αντιμετωπίσουμε τον εκβιασμό των κυβερνήσεων μέσω της μετακίνησης κεφαλαίων σε ανοικτές οικονομικά αγορές. Σε αντίθεση με τη νέα αριστερή εξέγερση της δεκαετίας του 1970, υπάρχει σήμερα σαφής αποφυγή μιας ανοιχτής συζήτησης για την ανάγκη να μετατραπεί ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε δημόσια υπηρεσία. Ελλείψει αυτής, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί αποτελεσματική σοσιαλιστική οικονομική και κοινωνική αναδιάρθρωση της Αγγλίας, πόσο μάλλον αποκέντρωση σημαντικών δημοκρατικών αποφάσεων σε επίπεδο τοπικής κοινότητας.
Ριζοσπαστικές προσδοκίες
Αυτό δεν σημαίνει ότι απλώς η έκκληση για σαρωτικές άμεσες εθνικοποιήσεις αντιμετωπίζει πραγματικά τα στρατηγικά προβλήματα που αυτό συνεπάγεται. Όπως είχε επισημάνει ο Τόνι Μπεν, ήδη στο Συνέδριο του Εργατικού Κόμματος το 1979, κάτι τέτοιο θα αποτύγχανε να δει με σοβαρότητα τι σημαίνει «κόμμα δημοκρατικής σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης». Ο ίδιος επέμεινε τότε ότι κάθε σοβαρή σοσιαλιστική στρατηγική έπρεπε να εκκινεί από «το σύνηθες πρόβλημα του μεταρρυθμιστή: ότι χρειάζεται να διαχειριστούμε το οικονομικό σύστημα έτσι ώστε να προστατεύσουμε τους ανθρώπους που είναι εγκλωβισμένοι σε αυτό καθώς το αλλάζουμε».
Αυτό το σκληρό δίλημμα επισημάνθηκε και από τον Σιούμας Μίλνε, τον πρώην δημοσιογράφο στον «Guardian» και νυν δεξί χέρι του Τζέρεμι Κόρμπιν, το 1989, στο βιβλίο που συν-έγραψε με τίτλο «Beyond the Casino Economy». Από τη μία, υπογράμμιζε ότι «μία από τις αναγκαίες συνθήκες για μια σοσιαλιστική κοινωνία θα ήταν να μετατρέψουμε μερικές εκατοντάδες από τις κορυφαίες επιχειρήσεις σε δημόσιες με δημοκρατική ιδιοκτησία και έλεγχο». Από την άλλη, αναγνώριζε ότι «στην περίοδο των επόμενων χρόνων, όσο μπορούν να προβλεφθούν οι συνθήκες, η κοινωνικοποίηση όλων των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων μοιάζει απίθανη εκδοχή». Αυτή η αντίφαση περιορίζει «τις βιώσιμες προτάσεις που μπορούν να προωθηθούν από μια κυβέρνηση των Εργατικών τα επόμενα χρόνια, ακόμα κι αν αυτή εκλεγεί σε ένα κλίμα ριζοσπαστικών προσδοκιών».
Το κρίσιμο σημείο είναι να μην υποπέσουμε στην πεισματική επιμονή για άμεση ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών, η οποία μπορεί μόνο να είναι χρήσιμη ως αναποτελεσματική συνθηματολογία.
Από αυτήν την άποψη, το μέτρο για την ηγεσία του Κόρμπιν δεν θα πρέπει να είναι πόσο καταφανώς σοσιαλιστικές είναι οι πολιτικές του, αλλά το εύρος και το βάθος στο οποίο αποτελεί αντικείμενο προβληματισμού το πώς μπορούν να εφαρμοστούν μεταρρυθμιστικά μέτρα με τέτοιους τρόπους, ώστε να προωθηθούν παρά να αποκλειστούν οι μελλοντικές σοσιαλιστικές προοπτικές. Αυτό σημαίνει να ενισχυθεί –μέσω της ανάπτυξης ταξικών, κομματικών και κρατικών δυνατοτήτων- η δυνατότητα να υλοποιούμε σοσιαλιστικούς στόχους. […]
Αντιστροφές και αντιφάσεις
Η ανάδειξη της σημασίας μιας δημοκρατικής σοσιαλιστικής στρατηγικής, για τη διαχείριση του κράτους μέσω εκλογών με στόχο τη μεταρρύθμισή του, είναι σήμερα, λιγότερο από ποτέ, ζήτημα μιας ομαλής σταδιακής οδού. Αντιστροφές, διαφορετικών εντάσεων, είναι αναπόδραστες. Πώς θα διαχειριστούμε αυτό το γεγονός χωρίς να αναβάλλουμε επ’ αόριστον τα μέτρα που απαιτούνται για να εκκινήσει η μεταρρύθμιση του κράτους, αυτό είναι η κρίσιμη σοσιαλιστική πολιτική πρόκληση.
Δεδομένης της νομιμότητας και των πόρων που θα προκύψουν αναπόφευκτα για τους ηγέτες κομμάτων που συναποτελούν την κυβέρνηση, η αυτονομία του κόμματος – που πρέπει να κρατάει τα πόδια του στα κινήματα – είναι απαραίτητη για να αντισταθεί στην έλξη από το κράτος και να κινηθεί προς τον κοινωνικό εκδημοκρατισμό. Εδώ βρίσκεται και ο λόγος για τον οποίο η στρατηγική προετοιμασία, που θα προηγηθεί κατά πολύ της εισόδου στο κράτος, ως προς το πώς θα αποφευχθεί η αναπαραγωγή της εμπειρίας της σοσιαλδημοκρατίας, είναι τόσο σημαντική. Ακόμα κι έτσι, όμως, η διαδικασία της μεταρρύθμισης του κράτους δεν μπορεί παρά να είναι σύνθετη, αβέβαιη, ευάλωτη σε κρίσεις και ασυνέχειες.
Οι μεταρρυθμίσεις κρατικών μηχανισμών σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, όπου οι συνθήκες και οι συσχετισμοί είναι πιο ευνοϊκοί, μπορεί να είναι πιο εύκολα επιτεύξιμες. Συμπεριλαμβανομένων της ανάπτυξης εναλλακτικών μέσων για την παραγωγή και τη διανομή της τροφής, της φροντίδας υγείας και άλλων αναγκών σε επίπεδο κοινοτήτων. Από αυτή την κατεύθυνση μπορεί να προκύψει το επιπλέον πλεονέκτημα της διευκόλυνσης και ενθάρρυνσης της συμμετοχής των γυναικών σε τοπικές και κομματικές οργανώσεις, καθώς και της ενεργοποίησης αυτονόμων κινημάτων, μέσω απόδοσης γαιών, ερημωμένων κτιρίων, απειλούμενων εργοστασίων και δικτύων μετακίνησης.
Όλες αυτές οι κινήσεις μπορεί να πυροδοτήσουν εξελίξεις σε ανώτερα επίπεδα της κρατικής μηχανής. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, περισσότερο ή λιγότερο δραματικές πρωτοβουλίες εθνικοποίησης και κοινωνικοποίησης στον τομέα της βιομηχανίας και της οικονομίας μπορούν να αναληφθούν, με ιδιαίτερη προσοχή όμως στο κενό μεταξύ συμμετοχικών σοσιαλιστικών πολιτικών και προηγούμενων εκδοχών κρατικής ιδιοκτησίας.
Θεμελιώδεις μετασχηματισμοί
Με δεδομένο το γεγονός ότι οι κρατικοί μηχανισμοί είναι δομημένοι έτσι ώστε να αναπαράγουν καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, οι θεσμικοί τους τύποι θα πρέπει να υποστούν θεμελιώδεις μετασχηματισμούς, ώστε να είναι σε θέση να εφαρμόσουν όλα αυτά που προαναφέραμε. Οι ίδιοι οι δημόσιοι υπάλληλοι χρειάζεται να γίνουν σαφείς παράγοντες μετασχηματισμού, με τη βοήθεια και τη στήριξη των συνδικάτων τους και του ευρύτερου εργατικού κινήματος. Αντί να εκφράζουν αμυντικές μονολιθικότητες, τα ίδια τα συνδικάτα θα πρέπει να αλλάξουν θεμελιωδώς, ώστε να συμμετάσχουν ενεργά στην ανάπτυξη των δυνατοτήτων μετασχηματισμού των δημοσίων υπαλλήλων, μεταξύ άλλων δημιουργώντας συμβούλια που να τους συνδέουν με τους αποδέκτες των δημόσιων υπηρεσιών.
Βεβαίως, η δυνατότητα τέτοιων κρατικών μετασχηματισμών δεν θα καθοριστεί από μία χώρα μόνο. Κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, οι κρατικοί μηχανισμοί έχουν διαπλακεί βαθιά με διεθνείς θεσμούς, συνθήκες και κανονισμούς που διαχειρίζονται και αναπαράγουν τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Αυτό δεν έχει τίποτα να κάνει με το κεφάλαιο που παρακάμπτει το έθνος κράτος και βασίζεται σε ένα διακρατικό κράτος. Τόσο η φύση της παρούσας κρίσης όσο και οι απαντήσεις σε αυτήν αποδεικνύουν πάλι πόσο τα κράτη εξακολουθούν να έχουν σημασία. Ακόμα και στον πλέον περίτεχνο υπερεθνικό θεσμικό σχηματισμό, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το κέντρο της πολιτικής βαρύτητας δεν βρίσκεται στον υπερεθνικό κρατικό μηχανισμό των Βρυξελλών. Είναι μάλλον οι ασύμμετρες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις ισχύος μεταξύ των κρατών της Ευρώπης που πραγματικά καθορίζουν τι είναι και τι πράττει η Ευρώπη. Οποιοδήποτε σχέδιο εκδημοκρατισμού σε διεθνές επίπεδο, όπως αυτά που προωθούνται για την ΕΕ από αρκετούς στην Αριστερά, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει εξαρτώμενο από το συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων και των θεσμικών δομών στο εσωτερικό του κάθε έθνους – κράτους. Αυτό που πρέπει να οδηγεί το σοσιαλιστικό διεθνισμό σήμερα είναι ο προσανατολισμός στη μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων, έτσι ώστε να δημιουργείται μεγαλύτερος χώρος για μετασχηματιστικές δυνάμεις σε κάθε χώρα.
Εδώ, το σύνθημα «μεταρρύθμιση έναντι της επανάστασης» δεν αποτελεί χρήσιμο πλαίσιο για τα διλήμματα που οι σοσιαλιστές χρειάζεται να αντιμετωπίσουν. Οι πολιτικές ελπίδες είναι αδιαχώριστες από την έννοια του εφικτού. Το εφικτό, με τη σειρά του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη μορφή της εργατικής τάξης και με κάθε δυνατή μεταμόρφωσή της. Είναι, επίσης, άρρηκτα συνδεδεμένο με το ρόλο των σοσιαλιστικών κομμάτων και την κατανόηση ότι η ανάπτυξη δεσμεύσεων απέναντι στο σοσιαλισμό – η ένταξη του σοσιαλισμού με σοβαρότητα στην πολιτική ατζέντα – απαιτεί να απευθύνουμε το ερώτημα της πολιτικής οργάνωσης ευρύτερα, με όρους που να αναπτύσσουν την οργανωτική ικανότητα για μετασχηματισμό του κράτους, ώστε οι κυβερνήσεις με σοσιαλιστικό σχέδιο να μην παρεμποδίζονται από τον κληρονομημένο κρατικό μηχανισμό.
Από αυτήν την άποψη, τα σοσιαλιστικά κόμματα στον 21ο αιώνα δεν μπορούν να βλέπουν τους εαυτούς του ως ένα είδος παντοδύναμου από μηχανής θεού. Ακριβώς για να μην αποθαρρυνθούν από το «τεράστιο πεδίο των ίδιων τους των στόχων», όπως το έθεσε κάποτε ο Μαρξ, χρειάζεται να «εμπλέκονται σε διαρκή αυτοκριτική» και να περιγελούν «τις ανεπάρκειες, τα αδύνατα σημεία και τις θλιβερές πτυχές των πρώτων προσπαθειών τους».
Leo Panitch – Sam Gindin
Πηγή: Η Εποχή από redpepper