«Παρακράτος», «ηθικός αυτουργός», «χούντα», λέξεις και φράσεις που έχουν συνδεθεί με τη σύγχρονη ιστορία του τόπου, του μετεμφυλιακού κράτους, τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, την επταετή δικτατορία των συνταγματαρχών. Τα παραπάνω ακούγονται ξανά στις μέρες μας, όχι από τους ηττημένους του εμφυλίου, όχι από του βασανισμένους αντιστασιακούς, ούτε από τα μέλη της διωκόμενης αριστεράς του αντιδικτατορικού αγώνα, αλλά από τους πολιτικούς επιγόνους του κράτους της δεξιάς.
Πρόκειται για μια μάλλον συνειδητή απόπειρα απογύμνωσης των όρων από το ειδικό τους ιστορικό βάρος, καινούργιο βήμα μιας ευρύτερης προσπάθειας που είναι εδώ και καιρό σε εξέλιξη για αναθεώρηση της πρόσφατης ιστορίας μας, έργο συγκεκριμένων πανεπιστημιακών κύκλων. Ακόμη παραπέρα, πρόκειται για μια απόπειρα αλλοίωσης του ίδιου του εννοιολογικού αποτυπώματος των λέξεων στον ιστορικό χρόνο. Η σχετικά ασφαλής απόσταση από τα γεγονότα, η πληθώρα μέσων αναπαραγωγής ειδήσεων αμφιβόλου ποιότητας – σημείο των καιρών μας – καθιστούν το εγχείρημα εφικτό: ακόμη και αν δεν επιτευχθεί η πλήρης παραχάραξη της Ιστορίας, η σύγχυση των νεοελλήνων για το τι πραγματικά συνέβη σε αυτό τον τόπο μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Η στρέβλωση της Ιστορίας παίρνει, έτσι, εύκολα τη θέση της «άποψης». Η «άποψη», με τη σειρά της, δε χρήζει περαιτέρω τεκμηρίωσης από αυτή που προσφέρουν (ενίοτε με το κιλό) ακροδεξιά μπλογκ, εσχατολογικά σάιτ ή ψεκασμένες στήλες ψεκασμένων εφημερίδων. Μπορεί πλέον να ειπωθεί υπερηφάνως και μεγαλοφώνως. Συνήθως δε η ένταση των ντεσιμπέλ ισορροπεί την έλλειψη σοβαρότητας του επιχειρήματος. Νεοναζί, αφελείς ψηφοφόροι του Σώρρα, νοσταλγοί του Παπαδόπουλου, ηλικιωμένοι οπαδοί του «τέως» φωνάζουν, απειλούν και αποθρασύνονται εν γένει με εργαλεία τους την αμάθεια, την εμπάθεια, το φόβο και το μίσος.
Το φαινόμενο αυτό δε θα έπρεπε να αφήνει κανέναν αδιάφορο στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης και του αποτυπώματος αυτής στην αξιακή της διάσταση. Τι συμβαίνει όμως όταν στην παραπάνω πραγματικότητα παρεμβαίνει η ίδια η πολιτεία για να κάνει τα πράγματα ακόμη χειρότερα; Τι σημαίνει για μια χώρα ότι οι θεσμοί της επιστρατεύουν τα επισημότερα των συμβόλων που διαθέτουν για να τιμήσουν τους βιαστές τους;
Ο λόγος για τη σχεδιαζόμενη παρασημοφόρηση του Νικόλαου Μέρτζου από την Προεδρία της Δημοκρατίας με το παράσημο του Ανωτέρου Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος. Η συνάφεια των όρων με σύμβολα του απριλιανού καθεστώτος μόνο ως κακόγουστη φάρσα μπορεί να εκληφθεί. Ο Νικόλαος Μέρτζος είναι γνωστός ιδιαίτερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης: όποιον αγωνιστή του αντιδικτατορικού αγώνα και αν ρωτήσεις θα έχει μια ιστορία να σου πει.
Ασφαλώς, δεν είναι η πρώτη φορά που αποδίδονται τιμές στον κ. Μέρτζο. Ιδιαίτερα τιμητική ήταν η θέση του αντιπροέδρου της χουντικής «Συμβουλευτικής Επιτροπής». Αλλά και μεταπολιτευτικά έχει επανειλημμένα τιμηθεί με την εμπιστοσύνη προσώπων όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.
Ωστόσο, αν οι παραπάνω Πρόεδροι έκριναν πως το παρελθόν του κ. Μέρτζου δεν επιβάλλει την άρση αυτής της εμπιστοσύνης, αναμφίβολα δε μπορεί να ισχύει το ίδιο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Είναι η «Δημοκρατία» αυτή που καθιστά αντιφατική την απόδοση τιμών. Ξέρετε, η Δημοκρατία: αυτή που καταλύθηκε από τους ομοίους του κ. Μέρτζου.
Και ενώ η αποχουντοποίηση δεν εφαρμόστηκε ποτέ στη χώρα, με τα αποτελέσματα να είναι ορατά στις μέρες μας, οι έννοιες και τα σύμβολα αποτελούν την παρακαταθήκη του συλλογικού μας παρελθόντος στο παρόν και ένα από τα τελευταία αναχώματα απέναντι στη λήθη και τη θηριωδία. Ας μην τα καρφιτσώσουμε στο πέτο του κ. Μέρτζου.
UPDATE: Ο ΣΦΕΑ (Σύνδεσμος Φυλακισθέντων και Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974) ζήτησε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ανάκληση της απόφασής του για παρασημοφόρηση του Ν. Μέρτζου. Με πρωτοβουλία των Ν. Μανιού, Τρ. Μηταφίδη και Γ. Μπαλαούρα, συγκεντρώθηκαν 103 υπογραφές βουλευτών και ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ στηρίζοντας το αίτημα του ΣΦΕΑ. Από την Προεδρία της Δημοκρατίας ενημερωθήκαμε ότι ανακλήθηκε η παρασημοφόρηση του Ν. Μέρτζου.