Micro

Ενάντια στα «καθαρά» χέρια

«Δεν πολεμάω ενάντια στη λήθη αλλά ενάντια στη λήθη της λήθης. Ενάντια στην ένοχη ασυνειδησία ότι λησμονήσαμε· ότι θελήσαμε να λησμονήσουμε».

Αυτή η τόσο φλογερή όσο και ψύχραιμη αποφασιστικότητα διατρέχει την Υπόθεση Αρχείου, το καινούργιο βιβλίο του Τριεστίνου Κλάουντιο Μάγκρις, ένα μυθιστόρημα-ντοκουμέντο γραμμένο στα 75 του (Καστανιώτης, μτφρ. Αννα Παπασταύρου), καίριο σαν γροθιά στο στομάχι του Ευρωπαίου αναγνώστη.

Υιοθετώντας επανειλημμένα το πρώτο πρόσωπο («“Εγώ” είναι ο καθένας»), αυτός ο κορυφαίος των συγγραφέων της ευρωπαϊκής κουλτούρας και ταυτότητας, ανοίγει το ντουλάπι με τους σκελετούς της Τεργέστης και σημαίνει συναγερμό για τη λήθη και τη συγκαλυμμένη φρίκη που μας περιβάλλει σήμερα.

Η αφετηρία του Μάγκρις είναι ένα γεγονός αληθινό: μια έρευνα που η ιταλική Δικαιοσύνη έβαλε στο αρχείο σχετικά με τον θάνατο του συλλέκτη καθηγητή Ντιέγκο Ντε Ενρίκες, ο οποίος συγκέντρωνε τεκμήρια για ένα Μουσείο Πολέμου, και το 1979 βρέθηκε αποτεφρωμένος στις γεμάτες όπλα και ντοκουμέντα αποθήκες του, όταν αυτές έπιασαν φωτιά κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Η ιδέα του Μουσείου Πολέμου «για την έλευση της ειρήνης», έργο που πραγματώθηκε στη σημερινή Τεργέστη, λειτουργεί ως μεταφορά στο μυθιστόρημα και αξιοποιείται από τον συγγραφέα με εμπνευσμένο τρόπο.

Ο Μάγκρις ξεκινά σκαλίζοντας το συλλογικό τραύμα της γενέτειράς του: τη λειτουργία εκεί, στο πρώτο εργοστάσιο αποφλοίωσης ρυζιού, θαλάμων αερίων όπου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εξοντώθηκαν περίπου 5.000 Εβραίοι.

Η «Ρυζιέρα του Αγίου Σάββα» ήταν το μοναδικό κρεματόριο που λειτούργησε στην Ιταλία, όμως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία αυτής της κόλασης κάηκαν από τον διοικητή της στις 30 Απριλίου του 1945, ημέρα της αυτοκτονίας του Χίτλερ.

Λίγο αργότερα, οι τοίχοι της οι χαραγμένοι με τις ενοχοποιητικές καταγραφές των μελλοθάνατων, ασβεστώθηκαν με περισσή φροντίδα. Οι απόντες δεν υπήρξαν ποτέ.

«Ολη η ανθρώπινη ιστορία είναι μια απόξεση της συνείδησης» σχολιάζει ο συγγραφέας παρατηρώντας γύρω του τις προσπάθειες για να σβηστεί όχι μονάχα η ανάμνηση εκείνου που χάθηκε αλλά και η συναίσθηση ότι κάποιος χάθηκε, βασανίστηκε, σφαγιάστηκε, εκτοπίστηκε. Γνωρίζουμε, λέει, τα ονόματα των θυμάτων και των δήμιων. Το ζητούμενο δεν είναι να βρούμε τα χέρια που κηλιδώθηκαν με αίμα, αλλά εκείνα τα χέρια που τα έσφιξαν.

«Τα “καθαρά” χέρια των αληθινών κυρίων του κόσμου».

Οπως η δικηγόρος η οποία ανέλαβε με παχυλό ποσοστό, εκκαθαρίστρια των αγαθών που κατασχέθηκαν από Εβραίους, και δεν υπάρχουν τεκμήρια για το ότι πήγε η ίδια να κατασχέσει κοσμήματα και πίνακες από λεηλατημένα διαμερίσματα.

Οπως ο θαμώνας στην μπιραρία του αλλοτινού δήμιου της Ριζιέρα, που δεν δίνει σημασία στο ματωμένο σουβέρ όπου ακουμπά το ποτήρι του…

Η Υπόθεση Αρχείου δεν είναι ένα βιβλίο καταγγελίας. Είναι ένα εγχείρημα μεγάλης πνοής για τις τραγωδίες και τις αμαρτίες της Ευρώπης.

Αλήθεια και συγκάλυψη, πραγματικότητα και αναπαράστασή της, αυτοκρατορίες και δημοκρατίες, δουλεμπόριο, πογκρόμ και βασανιστήρια, αποικιοκρατία και εμφύλιοι, αντίσταση και διπλωματία, διασπορά και προσφυγιά, φασισμός, ναζισμός και εθνικισμός, συνεργάτες και προδότες, τανκς και τέχνη, θάνατος και υπαρξιακό τραύμα, αίμα και λήθη χωρίς ενδοιασμούς και χωρίς κάθαρση…

Ολα συζητιούνται μέσα από ανάγλυφους χαρακτήρες και κρίσιμες νύξεις, σε ένα ψηφιδωτό ιστοριών υψηλής θερμοκρασίας που εγκιβωτίζονται η μία στην άλλη με αξιοζήλευτη μαστοριά και διαδραματίζονται στην Ιταλία, στην Τσεχία, στην Πολωνία, στην Αυστρία ή στην Καραϊβική, πάντα με σημείο αναφοράς το χωνευτήρι της Τεργέστης.

Αυτή η ιταλική πόλη με τη σλοβένικη συνιστώσα και το αυστροουγγρικό παρελθόν, υπήρξε ένα όχι και τόσο αμελητέο πιόνι στο μεγάλο παιχνίδι των υπερδυνάμεων για την κυριαρχία του κόσμου.

Σε μια εποχή που ξανασχεδιάζονταν τα σύνορα της Ευρώπης, η Τεργέστη έγινε η έδρα της Συμμαχικής Στρατιωτικής Κυβέρνησης και λειτούργησε ως «Ελεύθερη Ζώνη» (TLT) από το 1947 (Συνθήκη των Παρισίων) ώς το 1954 («επιστροφή» στην Ιταλία).

Και, περισσότερο ίσως από κάθε άλλη, συναιρεί το πνεύμα της Δύσης και των Βαλκανίων, του Βορρά και του Νότου.

Ετσι που ο αναγνώστης, διαβάζοντας την Υπόθεση Αρχείου στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, νιώθει στο πετσί του τις προκλήσεις αλλά και την κοπριά του κόσμου που τον περιβάλλει, και σκέφτεται ότι η πραγματικότητα που βιώνει δεν πρέπει να μπει στο αρχείο.

Η κουλτούρα, η αλήθεια και η νάρκη

Πόλεμος και Πόλεμος όπως θα έλεγε ο Λάζλο Κρασναχόρκαϊ.

Πράγματι, οι βασικοί πρωταγωνιστές της Υπόθεσης Αρχείου είναι τρεις: Ο πληθωρικός, εκκεντρικός, λίγο απατεώνας Τριεστίνος συλλέκτης όπλων που γίνεται αρχάγγελος της δικαιοσύνης («κάθε ομοιότητα με τον Ντε Ενρίκες είναι συμπτωματική»). Η οργανώτρια του μελλοντικού του Μουσείου, μια ανεξάρτητη γυναίκα με αίμα εβραϊκό και αφρο-αμερικανικό, σημαδεμένη από την εξορία και τη σκλαβιά, την οποία αφήνει στο πόδι του πεθαίνοντας. Και ο πόλεμος.

Ο πόλεμος, σημειώνει ο Μάγκρις, «μαίνεται ακόμα κι όταν έχει υπογραφεί η ειρήνη». Και προσθέτει: «Η κουλτούρα πεθαίνει και καρπίζει στον πόλεμο».

Αυτή είναι άλλη μια πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση σε αυτό το μυθιστόρημα.

Ο Μάγκρις επιμένει σε μια βιβλιογραφία περί πολέμου με θεωρητικούς (Σουν Τζου, Μακιαβέλι, Κλάουζεβιτς, Μάο Τσε Τουνγκ κ.ά.) και πεζογράφους (Σταντάλ, Ουγκό, Γιόζεφ Ροτ, Θάκερι κ.ά.).

Και κυρίως αναστοχάζεται τον ρόλο των συγγραφέων και των καλλιτεχνών όταν σκαλίζουν τα πράγματα για να βρουν την αλήθεια.

«Δεν καλοξέρουμε τι είναι η αλήθεια. Ισως να είναι μια νάρκη· αρχίζει με την καταστροφή των άλλων και καταλήγει να καταστρέφεται η ίδια».

Τι μπορεί λοιπόν να κάνει η πένα; «Η πένα είναι σκαπάνη. Αποκαλύπτει λάκκους, σκάβει και ξετρυπώνει σκελετούς και μυστικά, ή τα σκεπάζει φτυαρίζοντας πάνω τους λέξεις πιο βαριές κι από το χώμα.

Βουλιάζει στην κοπριά, και κατά περίπτωση τακτοποιεί τα λείψανα στο σκοτάδι ή στο άπλετο φως, μέσα σε γενικές ζητωκραυγές».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών