Είναι φρόνιμο να περιμένει κανείς το τελικό περιεχόμενο που θα πάρει το νομοσχέδιο που εκκρεμεί να ψηφιστεί το Σαββατοκύριακο και τις αποφάσεις του Eurogroup στις 24 Μαΐου για να κάνει ακριβείς εκτιμήσεις για το συνολικό αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που κλείνει την πρώτη αξιολόγηση. Οι ακριβείς εκτιμήσεις μάς χρειάζονται και για να έχουμε σαφή εικόνα του βάρους που θα σηκώσει η κοινωνία στην περίοδο της δικής μας θητείας και, κυρίως, για να επανελέγξουμε τα περιθώρια μέσα στα οποία έχουμε να κινηθούμε προκειμένου είτε να αμβλύνουμε τις συνέπειες των μέτρων που ψηφίσαμε είτε να εφαρμόσουμε και τη δική μας πολιτική για τα προβλήματα της καθημερινότητας και το παράλληλο πρόγραμμα.
Όμως, ακόμη και με τα ως τώρα γνωστά στοιχεία από τις αποφάσεις του Eurogroup της προηγούμενης Δευτέρας, και τις πληροφορίες που έχουμε για το περιεχόμενο του νέου νομοσχεδίου μπορούμε –είναι και αναγκαίο– να συναγάγουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα, και έστω πολύ συνοπτικά να διατυπωθούν.
Πρώτον, η κατ’ αρχήν συμφωνία στις 9 Μαΐου στο Eurogroup συνιστά καμπή στις σχέσεις Ελλάδας και δανειστών. Οι δανειστές, φαίνεται, εγκαταλείπουν σκέψεις για «παρένθεση» και αποδέχονται την ελληνική κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ ως μια πραγματικότητα που δεν αλλάζει μεσοπρόθεσμα. Γι’ αυτό αποφάσισαν να κλείσει η αξιολόγηση, δίνουν χρήματα και για ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις, συζητούν για το χρέος πιο συγκεκριμένα από κάθε άλλη φορά.
Δεύτερον, οι λόγοι που έκαναν τους δανειστές πιο «δεκτικούς» των ελληνικών θέσεων ‒έχουν αναφερθεί συχνά‒ είναι η κατάσταση της Ευρώπης και βεβαίως της γεωπολιτικής περιοχής όπου βρισκόμαστε και εμείς. Πιο σημαντικό είναι το ότι σημαντικές χώρες της ΕΕ δεν μπορούν να κυβερνηθούν, υπάρχει αστάθεια και η λογική του «μεγάλου συνασπισμού» δεν έχει αποτελεσματικότητα. Λιτότητα και βασικά νεοφιλελεύθερα δόγματα είναι, πλέον, μετέωρα.
Τρίτον, οι δανειστές δεν το βάζουν, βεβαίως, κάτω και ως αντάλλαγμα στην υποχρεωτική παραδοχή τους ότι η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει και η ελληνική οικονομία να φύγει από την επικίνδυνη ζώνη, επιβάλλουν θεσμικά στενότερη επιτήρηση. Εν αρχή είναι ο «δημοσιονομικός διορθωτής». Είναι, όμως, και οι «προϋποθέσεις» που αναζητούνται να τεθούν για να δοθούν, ή να δίνονται στην πορεία, οι διευκολύνσεις-ελαφρύνσεις που θα συμφωνηθούν για το χρέος. Όλοι αυτοί οι περιορισμοί, όπως θα αποσαφηνιστούν, μαζί με την εμπειρία από τον Γενάρη του 2015, πρέπει να ζυγισθούν καλά για να δούμε πού πάμε και τι πρέπει να μηχανευτούμε για να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε την πολιτική μας.
Τέταρτο, να δούμε ποια είναι τα βαριά σημεία της κυοφορούμενης συμφωνίας. Προφανώς, είναι ο «δημοσιονομικός διορθωτής», ο διαβόητος «κόφτης» και το «ενισχυμένο», όπως λέει και η ανακοίνωση του Eurogroup, «Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων και Ανάπτυξης». Στον «κόφτη» κρίσιμο είναι αν, όντως, τελειώνει με το τέλος του προγράμματος, το 2018. Εάν, δηλαδή, παραμείνει και μετά ως ένας επιπλέον μηχανισμός επιτήρησης τον οποίο, μάλιστα, θα ελέγχει το κουαρτέτο και όχι η Κομισιόν όπως ισχύει για όλους, άρα θα είναι και επαχθέστερος. Κατά τη γνώμη μου το Ταμείο τείνει να γίνει πιο σοβαρό ως πρόβλημα, και για το εύρος των επιχειρήσεων και της δημόσιας περιουσίας που θα περιλαμβάνει και για το ύψος του. Θεωρείται το κύριο εχέγγυο για το χρέος της χώρας ιδίως έναντι των ευρωπαίων δανειστών της, δηλαδή της Γερμανίας. Η ελληνική πλευρά, προφανώς, προσπαθεί να πέσει το βάρος στην Επένδυση, όμως το πρόβλημα παραμένει.
Πέμπτο, τώρα θα αποδειχθεί αν έχει νόημα να αναλαμβάνει κυβερνητικές ευθύνες η Αριστερά. Παρά το ότι τα πράγματα είναι πιο απαιτητικά και δεν υπάρχουν οι δικαιολογίες της διαπραγμάτευσης (Μπ. Γεωργούλας, Εποχή). Επιβάλλεται να συγκροτηθεί πάραυτα σχέδιο παρεμβάσεων, πρωτοβουλιών, συγκεκριμένων μέτρων. Χωρίς επανάσταση στον τρόπο που λειτουργούν ως τώρα κόμμα και κυβέρνηση, συχνά και στις αντιλήψεις τους, ματαιοπονούμε. Να δράσουμε, εμπλέκοντας κόμμα και Κυβέρνηση. Να μπει σαφές πρόγραμμα «προαπαιτούμενων» στο κάθε Υπουργείο (από τη συνέντευξη του Χρ. Μαντά στην Εποχή), στον κάθε τομέα της ζωής μας, καλά μελετημένο (έτους, διετίας, τριετίας). Οι τοπικές οργανώσεις να συγκροτήσουν τοπικό πρόγραμμα με την ίδια λογική. Η επίλυση προβλημάτων καθημερινότητας πρέπει να προτάσσεται διότι η επίλυσή τους αποδεικνύει τη λαϊκότητά μας. Το πώς θα προχωρήσει όλη αυτή η εργασία, ιδίως το Παράλληλο Πρόγραμμα, πώς θα θεμελιωθούν οι μεγάλοι μετασχηματισμοί που θέλει η Αριστερά να εισαγάγει στην κοινωνία, το πώς όλη η προσπάθεια δεν θα ατονήσει, είναι φροντίδα, κυρίως, του Κόμματος και Νεολαίας. Απαιτούνται προφανώς και οργανωτικά μέτρα για να γίνει εφικτή η υλοποίηση ενός τέτοιου έργου, ειδικός τρόπος και προπαντός όργανο παρακολούθησης.
Έκτο, η κυβέρνηση χρειάζεται να διαχειρισθεί τους λογαριασμούς που ανοίγει στην κοινωνία με τα μέτρα που υποχρεώνεται τώρα να παίρνει, τα οποία πληγώνουν και τα κοινωνικά στρώματα που στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Απ’ όλες μας τις παρεμβάσεις, με ειλικρίνεια για το τι έχει συμβεί, πρέπει να προκύπτει ότι αυτή δεν είναι η δική μας πολιτική, ακόμη κι όταν την υλοποιούμε με όσο μπορούμε δικαιότερο, ταξικότερο τρόπο.
Έβδομο, να επεξεργαστούμε ένα ολόκληρο σχέδιο που θα εξασφαλίζει εκ νέου τη συμμετοχή στα μέλη και τους φίλους του κόμματος, στην επιρροή της κυβέρνησης, στην κοινωνία, στην καθολική μάχη όπου έχουμε εμπλακεί και θα γίνεται όλο και πιο αδυσώπητη. Αυτό το έχουμε εγκαταλείψει. Η αποκατάσταση της διάθεσης για συμμετοχή είναι δύσκολη, θα γίνει σιγά σιγά, με ποικίλες πρωτοβουλίες και με επιμονή διότι έχουμε να συνομιλήσουμε με πολίτες που νιώθουν ότι διαψεύστηκαν. Από εμάς ή από τους δύσκολους συσχετισμούς είναι αδιάφορο.
Όγδοο, δεν ξεχνάμε και σ’ αυτήν τη φάση της άμυνας και του καταναγκασμού μας σε μέτρα έξω από τη λογική μας, να προβάλλουμε το δικό μας πρόγραμμα τετραετίας, το οποίο φέρνουμε πάντοτε στη συζήτηση.
Ένατο, εργαζόμαστε για την ανάπτυξη κινήματος αλληλεγγύης προς την αριστερή ελληνική κυβέρνηση διεθνώς. Υπάρχουν προϋποθέσεις. Με την κυβέρνηση της Αριστεράς στην Πορτογαλία, πιθανόν αργότερα και της Ισπανίας, μπορεί το κίνημα αυτό να είναι κοινό. Αλλά, πέραν της αλληλεγγύης, μπορεί να διεκδικηθούν επίσης, με καμπάνιες, από κοινού λύσεις για κεντρικά ευρωπαϊκά ζητήματα.