Η νεοφιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα, που οικοδομείται εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, μπορεί να μη δημιούργησε τους νεοφασίστες, δημιούργησε όμως τις συνθήκες εντός των οποίων οι τελευταίοι αυτοπαρουσιάζονται ως μαχητές της ελευθερίας, που απελευθερώνουν άτομα αλλά και ολόκληρα έθνη από ασφυκτικούς νόμους, δημόσιες πολιτικές και πολιτισμικές νόρμες που είχε επιβάλει η Αριστερά. Ο νεοφιλελευθερισμός εξέθρεψε αυτό το δημιούργημα μέσα από μια ερμηνεία της ελευθερίας βασισμένη αποκλειστικά στη φιλελευθεροποίηση της αγοράς, συνδυασμένη μάλιστα με μία αδιάπτωτη επίθεση κατά της κοινωνίας και του κοινωνικού. Η ελευθερία έχει ένα πλήθος δυνατών παραλλαγών. Για τον Μίλτον Φρίντμαν, τον Φρίντριχ Χάγεκ και άλλους μεταπολεμικούς νεοφιλελεύθερους διανοούμενους, η μοναδική έννοια της ελευθερίας είναι η απουσία εξαναγκασμού. Κάθε άλλη έννοια –ικανότητα, χειραφέτηση από δυνάμεις κυριαρχίας ή συμμετοχή στη λαϊκή κυριαρχία– δεν έχει κανένα νόημα. Το νεοφιλελεύθερο πρόκριμα της ελευθερίας ως απουσίας εξαναγκασμού ήδη πάει πολύ μακριά, αμφισβητώντας τη ρύθμιση, τη φορολόγηση, τα δημόσια μονοπώλια και τις πολιτικές που στοχεύουν στη διανεμητική ή την κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, στις ΗΠΑ η «ελευθερία» έχει γίνει το σαλπιστήριο σύνθημα για αντιφορολογικές εξεγέρσεις, αμφισβήτηση των θετικών νομοθετικών δράσεων και των ρυθμίσεων για τη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, με τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών και μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ενισχύουν τη δύναμη των επιχειρήσεων. Αυτές οι αποφάσεις έχουν εξαπολύσει πακτωλούς χρημάτων από τις επιχειρήσεις προς την πολιτική (για να προστατευτεί ο «πολιτικός λόγος»), έχουν εξαρθρώσει τους περιορισμούς στη διαφήμιση των επιχειρήσεων (για να προστατευτεί ο «εμπορικός λόγος») και έχουν ανακαλέσει εξισωτικές νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούσαν την αναπαραγωγική ελευθερία και τα σεξουαλικά δικαιώματα (για να προστατευτεί η «θρησκευτική ελευθερία»). Η δύναμη αυτής της άκαμπτης νέας μορφής της ελευθεριότητας (liberty) να εξαρθρώνει κάθε διεκδίκηση ισότητας ή δικαιοσύνης εντάθηκε περισσότερο από μια άλλη πτυχή της νεοφιλελεύθερης επανάστασης, και συγκεκριμένα της επίθεσής της στο «κοινωνικό». Μια επίθεση που συνόψισε η περίφημη δήλωση της Μάργκαρετ Θάτσερ το 1987, το «δεν υπάρχει κοινωνία, μόνο άτομα, άνδρες και γυναίκες, και οικογένειες», ενώ ο μέντορας της Θάτσερ, ο Χάγεκ, επέμενε πως το κοινωνικό δεν έχει ούτε νόημα, ούτε θέση στις τάξεις του καπιταλισμού. Ο κοινωνικός σχεδιασμός, η κοινωνική πρόνοια, η κοινωνική δημοκρατία και φυσικά ο σοσιαλισμός είναι τα βάθρα στα οποία πατά ο εξαναγκασμός της κρατικής εξουσίας. Όλα τούτα παρεμβαίνουν στις παραγωγικές ανισότητες της ελεύθερης αγοράς. Όλα τους αντικαθιστούν την αυθόρμητη τάξη που παράγεται από τα ελεύθερα άτομα με τις δικτατορικές έννοιες του Καλού. Για τον Χάγεκ, η κοινωνική δικαιοσύνη αναπόφευκτα μεταστρεφόταν στο αντίθετό της, σε μια ολοκληρωτική τάξη όπου κυριαρχεί ένα κράτος του οποίου η δικαστική και διοικητική επικράτεια δεν γνωρίζει όρια. Εάν η επίθεση του Χάγεκ κατά του κοινωνικού ήταν εικονοκλαστική στις μεταπολεμικές δεκαετίες που την ανέπτυσσε, σήμερα έχει καταστεί η κοινή λογική στο πλαίσιο ενός ρωμαλέου νεοφιλελεύθερου συντηρητισμού και συνταιριάζεται με μια απροκάλυπτα φιλελεύθερη νοηματοδότηση της ελευθερίας ως μοχλού για να χτιστεί η ισχύς των επιχειρήσεων, να νομιμοποιηθεί η ανισότητα και να εξαπολυθεί μια ανενδοίαστη επίθεση της ριζοσπαστικής Δεξιάς εναντίον των πιο ευάλωτων μελών της κοινωνίας. Όσο η ελευθερία αναγορεύεται σε μοναδική αρχή της δικαιοσύνης και αποσυνδέεται από τη δημοκρατία, ασκείται νόμιμα και χωρίς περιορισμούς, πολιτοφροσύνη (civility) ή μέριμνα για την κοινωνία ή τα άτομα που την απαρτίζουν. Εκτός νεοφιλελεύθερου πλαισίου, φυσικά, το κοινωνικό είναι ο τόπος όπου είναι έκδηλες οι ανισότητες· είναι εκεί όπου οι υποτέλειες, οι απορρίψεις και οι αποκλεισμοί βιώνονται, εντοπίζονται, καταγγέλλονται και δυνητικά διορθώνονται. Το κοινωνικό επίσης μας συνδέει με τρόπους που υπερβαίνουν τους προσωπικούς δεσμούς, τις αγοραίες συναλλαγές ή την αφηρημένη πολιτειότητα. Στον αντίποδα, η λογική του «δεν υπάρχει κοινωνία» καθιστά φυσικές τις ανισότητες και νομιμοποιεί την ουσιαστική στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων (και όχι μόνο την οδύνη) που συνεπάγεται η απώλεια στέγης και εργασίας και η έλλειψη εκπαίδευσης και υπηρεσιών υγείας. Η ελευθερία που ανάγεται σε προσωπική αυθαιρεσία στο πλαίσιο της κατεδάφισης της κοινωνίας μετατρέπει την ελευθεριότητα (liberty) σε ένα εργαλείο της εξουσίας, απογυμνωμένο από τη μέριμνα για τους άλλους, τον κόσμο, τον πλανήτη ή το μέλλον. Επίσης κατορθώνει κάτι άλλο επίσης σημαντικό. Καθώς η ισότητα και η κοινωνική αλληλεγγύη απαξιώνονται, και μέσα από την άρνηση της ύπαρξης εξουσιών που αναπαράγουν ιστορικές ανισότητες και αποκλεισμούς, οι λευκοί, άρρενες, φυλετιστές πολιτικοί έχουν κερδίσει ένα νέο βήμα και νομιμοποίηση στον 21ο αιώνα. Έτσι οι νεοναζί, η Κου Κλουξ Κλαν και άλλοι λευκοί εθνικιστές συγκεντρώνονται στις αποκαλούμενες «πορείες ελευθερίας του λόγου» και οι οπαδοί ενός αυταρχικού Αμερικανού Προέδρου τον ταυτίζουν με την ελευθερία μέσω της «πολιτικής μη ορθότητάς» του. Στον αντίποδα, οι αρχές της κοινωνικής ενσωμάτωσης (inclusion) και ισότητας συκοφαντούνται ως τυραννικοί κανόνες και νόρμες που επιβάλλονται από τους «πολεμιστές της κοινωνικής δικαιοσύνης». Τι πρέπει να γίνει; Είναι ζωτικής σημασίας για την Αριστερά –αναρχική, κομμουνιστική, σοσιαλιστική και σοσιαλδημοκρατική– να αναλογιστεί σοβαρά το γεγονός πως η ελευθεριότητα (liberty) είναι δυνατόν να αποσπαστεί από τη δημοκρατία και να συναρμοστεί με διαβολικές πολιτικές τροπικότητες, περιλαμβανομένου του εθνικισμού, του απολυταρχισμού, της πλουτοκρατίας. Σε αυτά τα συμφραζόμενα, μπορούμε κάλλιστα να εξακολουθούμε να προσβλέπουμε στην επέκταση του δικαιώματος του ομιλείν και του συναθροίζεσθαι σε όλους. Ή ίσως θελήσουμε να σκεφτούμε πως στην πρώτη γνωστή δημοκρατία της Δύσης, στην Αρχαία Αθήνα, δεν υπήρχε η έννοια της ελευθερίας του λόγου, αλλά της ισηγορίας, του ίσου λόγου, του δικαιώματος κάθε πολίτη να ακούγεται στις συνελεύσεις που αφορούσαν την δημόσια πολιτική. Δεν τη χαρακτήριζε η ελευθερία από την παρέμβαση του κράτους, αλλά η ισονομία, η ισότητα απέναντι στους νόμους του κράτους. Δεν τη χαρακτήριζαν οι χειραγωγημένες ή εξαγορασμένες, εκλογές, αλλά η ισοπολιτεία, η ψήφος με ίσο ζύγι και η ίση πρόσβαση στα πολιτικά αξιώματα. Η δημοκρατία στο λίκνο της δεν εδραζόταν στην ατομική αυθαιρεσία, αλλά στην ελευθερία που στηριζόταν πάνω στους τρεις πυλώνες της πολιτικής ισότητας. Μολαταύτα, η Αριστερά δεν μπορεί να εκχωρήσει την ελευθερία στη Δεξιά, στον νεοφιλελευθερισμό και στον λευκό εθνικισμό, που καθημερινά προσελκύουν νέους πιστούς στον ευρωατλαντικό κόσμο. Εάν οι πλουτοκράτες, οι νατιβιστές και οι φασίστες έχουν υφαρπάξει τον μανδύα της ελευθερίας για να επιτεθούν στη δημοκρατία, εμείς δεν μπορούμε να πέσουμε στην παγίδα να της αντιπαρατεθούμε. Αποστολή μας πρέπει μάλλον να είναι να αντιπαρατεθούμε στο λόγο του φιλελευθερισμού και της ελεύθερης αγοράς με ένα λόγο που θα επανασυνδέει την ελευθερία με τη χειραφέτηση, την κοινωνική δικαιοσύνη και, πάνω απ’ όλα, με τη δημοκρατία. Θα πρέπει επίσης ν’ ανακτήσουμε μια γλώσσα και μια πρακτική του κοινωνικού για την πολιτική ζωή, αλλά και για την ίδια μας την πολιτική δουλειά. Οι αριστερές απαντήσεις στον δεξιό λόγο σήμερα πολύ συχνά παίρνουν τη μορφή των αιτημάτων προστασίας απέναντι σε προσωπικές εμπειρίες αδικίας, φόβου ή παραβίασης. Διεκδικήσεις που δεν αποκαθιστούν μια χαμένη γλώσσα του κοινωνικού, αλλά καθαγιάζουν την απώλειά του. Μια στιβαρή γλώσσα της κοινωνικής εξουσίας είναι το μόνο που μπορεί να προσφέρει έναν σε βάθος απολογισμό των ολέθριων ανισοτήτων και της ανελευθερίας που έχουν γεννήσει ο καπιταλισμός και η κληρονομιά της φυλετικής και έμφυλης υποταγής. Αντιστοίχως, μια γλώσσα της κοινωνίας είναι το μόνο που μπορεί να μετατρέψει την αντιμετώπιση όλων αυτών των ανισοτήτων και των ανελευθεριών σε απαίτηση για όλους μας, κι όχι σε έκκληση υπέρ συμφερόντων. Μια γλώσσα και μια πρακτική της κοινωνίας είναι επίσης ουσιώδης για να ξανασυνδέσουμε την ελευθερία με την ισότητα και να καλλιεργήσουμε, από κοινού, τον κόσμο μας.
Η Wendy Brown είναι καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια
Μετάφραση: Γιώργης-Βύρων Δάβος
Πηγή: Η Αυγή