Macro

Ένας εναλλακτικός τρόπος παραγωγής είναι προϋπόθεση της ανατροπής

Κατά τα 30 πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η εργατική τάξη μεγάλωνε αριθμητικά, δυνάμωνε οργανωτικά και ψήφιζε σε κρίσιμο βαθμό σοσιαλδημοκρατικά. Την ίδια στιγμή ο κύκλος εργασιών του κεφαλαίου λάμβανε χώρα κυρίως εντός των εθνών-κρατών. Στο πλαίσιο αυτό η εργατική τάξη –αν μου επιτρέπονται τέτοιες απλουστεύσεις– μπορούσε να εκβιάζει τους κεφαλαιοκράτες ότι, αν δεν ικανοποιούνταν τα σοσιαλδημοκρατικά αιτήματά της, θα απειλούσε την κερδοφορία (ακόμα και την ίδια την ύπαρξη) του κεφαλαίου. Η σοσιαλδημοκρατική πολιτική στον ανεπτυγμένο κόσμο και ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» σε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη δημιουργούσαν έναν αρνητικό συσχετισμό για τους κεφαλαιοκράτες. Από τη δεκαετία του ’70 όμως η τεχνολογική επανάσταση άρχισε να κατακερματίζει τον εργασιακό χώρο και να αυξάνει την ανεργία σημειώνοντας αλλεπάλληλα πλήγματα στις βάσεις της εργατικής οργάνωσης και της εργατικής ταυτότητας, ενώ η παγκοσμιοποίηση βοήθησε το κεφάλαιο να ξεφύγει από το πλαίσιο του έθνους-κράτους, άρα και από τους εκβιασμούς της εργατικής τάξης. Ο συσχετισμός δύναμης άρχισε ν’ αλλάζει σε βάρος του κόσμου της εργασίας και υπέρ του κεφαλαίου, γιατί απλούστατα λιγόστευαν οι οργανωτικοί, ταυτοτικοί και πολιτικοί πόροι των εργατών και αυξάνονταν οι δυνατότητες των κεφαλαιοκρατών αφενός να αντιστέκονται στις απαιτήσεις των εργατών, αφετέρου να αντιστρέφουν από ένα σημείο και πέρα τον εκβιασμό: «Επειδή μπορώ να μεταφέρω αλλού την επιχείρησή μου, όπου οι εργαζόμενοι δεν έχουν απαιτήσεις, είστε διατεθειμένοι να δουλέψετε με τους όρους μου προκειμένου να κρατήσετε τη δουλειά σας;». Μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ο εκβιασμός αυτός άρχισε να γενικεύεται. Το αντίπαλο δέος δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει ως τέτοιο. Τα συνδικάτα παραιτήθηκαν από την ανάπτυξη ενός εναλλακτικού σχεδίου για την οικονομία και την κοινωνία όχι την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, αλλά πολύ πιο πριν. Τα συνδικάτα δεν υπήρξαν τα θύματα του νεοφιλελεύθερου «τέλους της Ιστορίας», αλλά οι θύτες του σοσιαλδημοκρατικού τέλους της Ιστορίας. Κατά τα 30 ένδοξα χρόνια της σοσιαλδημοκρατίας (1945-1975), η εργατική τάξη των ανεπτυγμένων χωρών δεν έθεσε –παρά μόνο ως διαπραγματευτικό όπλο– το ζήτημα του επέκεινα (ως εκδοχή είτε του σοσιαλισμού, είτε της αυτοδιαχείρισης). Η έλευση της κοινωνίας της δημοκρατίας, της πλήρους απασχόλησης και της κατανάλωσης έμοιαζε το ποθητό τέλος για τους εργαζομένους. Η μεγάλη μάζα των εργαζομένων δεν επιζητούσε κάτι περισσότερο από βελτιώσεις του υπάρχοντος (σοσιαλδημοκρατικού) συστήματος. Η πολιτική όμως «απεχθάνεται» τη στασιμότητα και το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα δεν έμοιαζε ικανό για περαιτέρω μεταμορφώσεις. Αξίζει να σταθούμε σε αυτή την παρατήρηση για έναν πολύ απλό λόγο: συνήθως η σχετική συζήτηση εξαντλείται στις ευθύνες προδοτικών ή μη ηγεσιών, μέσα από έναν πατερναλιστικό λόγο που θέλει την κοινωνική πλειοψηφία (την εργατική τάξη κ.λπ.) αφενός χωρίς δικές της επιθυμίες και αφετέρου πάντα έτοιμη για νέες ριζοσπαστικές αλλαγές. Αυτή η ανάλυση είναι τόσο επιφανειακή που δεν μπορεί καν να κατανοήσει ότι δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο: και πιο μπροστά να είναι οι απλοί άνθρωποι από τις ηγεσίες τους (ως πιο επαναστατικοί) και πιο πίσω (ως έχοντες ανάγκη την καθοδήγηση των πρωτοποριών). Εκείνο που στην πραγματικότητα εξυπηρετείται από την πληθωριστική ρητορική περί προδοτικών ηγεσιών είναι η απροθυμία των πάσης φύσεως πρωτοποριών να δεχθούν: α) ότι η κοινωνική πλειονότητα νιώθει άβολα τόσο με την εκμεταλλευτική συνθήκη όσο και με τις προτάσεις για ένα ανοίκειο επέκεινα, β) ότι οι περισσότεροι/ες έχουν να χάσουν κάτι εκτός από τις αλυσίδες τους και αυτό τους κάνει επιφυλακτικούς απέναντι στις μεγάλες αλλαγές, γ) ότι οι περισσότεροι άνθρωποι κουράζονται από την παρατεταμένη κινητοποίηση που απαιτούν οι μεγάλες αλλαγές. Μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις γίνεται κατανοητό ότι συμβιβάστηκαν μόνο οι ηγεσίες με το σοσιαλδημοκρατικό υπάρχον, αλλά και η κοινωνική πλειονότητα. Απούσης της κομμουνιστικής απειλής, αμφότερες βρέθηκαν απροετοίμαστες μπροστά στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Πώς όμως θα ανασυστήσουμε την κομμουνιστική απειλή; Πώς θα τοποθετήσουμε τους οδοδείκτες προς μια κοινωνία με σοσιαλισμό, δημοκρατία και ελευθερία; Διατυπώνω τη σκέψη μου απροσχημάτιστα: χωρίς σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής από τα κάτω, η Αριστερά μπορεί απλώς να είναι δύναμη αντίστασης, όχι ανατροπής. Πρέπει να στραφούμε στην εμπειρία του ίδιου του εργατικού κινήματος για να βρούμε τα σπέρματα της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Το εργατικό κίνημα από τον 19ο αιώνα δημιουργεί συνεταιρισμούς εντός των οποίων οι εργαζόμενοι μαθαίνουν να παράγουν, να αποφασίζουν και να διοικούν όλοι μαζί. Στον 21ο αιώνα η «κοινωνική οικονομία» και τα «κοινά» διαχέουν στο κοινωνικό σώμα συνεταιριστικές αναπαραστάσεις και πρακτικές και δημιουργούν αυτό που η επανάσταση σαν μαία θα έρθει να ξεγεννήσει. Διότι η επανάσταση είναι «μαμή» και όχι «μαμά» της ιστορίας. Δεν γεννά, ξεγεννά. Και αυτό που γεννιέται υπάρχει ήδη χάρη στη μακρόχρονη δράση πολλών (βασικά) ειρηνικών εργατικών ανθρώπων. Και δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω, με κατάληψη της εξουσίας και εντατικά μαθήματα σοσιαλισμού. Ο πολιτικός χρόνος συμπτύσσεται, αλλά ο ανθρωπολογικός όχι. Η σοσιαλιστική παιδεία, κουλτούρα και οικονομία οικοδομείται υπομονετικά (όχι ανυπόμονα) στα σπλάχνα της προηγούμενης κοινωνίας. Γι’ αυτό οι μεταβάσεις από τον έναν τρόπο παραγωγής στον άλλο κράτησαν πολλούς αιώνες. Δεν πρέπει να πιστεύουμε σε αποκαλυψιακά Συμβάντα που θα μεταμορφώσουν τους ανθρώπους σε κάτι άλλο από αυτό που είναι. Αν μπορούσε να γίνει αυτό, τα σοβιέτ θα λειτουργούσαν και δεν θα χρειαζόταν η σοβιετική ηγεσία να παραδώσει το κράτος (στρατό, διοίκηση, κρατικοποιημένες επιχειρήσεις) σε αυτούς που το διοικούσαν και πριν την επανάσταση, με αποτέλεσμα μια νέα ταξική κοινωνία να διαδεχθεί μια άλλη. Καμία σοσιαλιστική ηρωική στιγμή δεν μπορεί να αναπληρώσει την απουσία μη ηρωικής σοσιαλιστικής καθημερινότητας επί χρόνια και γενιές. Δεν γίνεται σοσιαλισμός χωρίς σοσιαλιστές. Λέγοντας αυτά, δεν θέλω να υποτιμήσω ούτε τις ευθύνες ενσωματωμένων ηγεσιών, ούτε τη συμβολή μαχητικών ηγεσιών. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι άξονας της σοσιαλιστικής πολιτικής μας πρέπει να είναι η σταθερή αναφορά σε έναν εκκολαπτόμενο τρόπο παραγωγής που πηγάζει από τη δράση του πλήθους των συνεργαζόμενων παραγωγών.

 

Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι Διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης

Πηγή: Η Αυγή