ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΜΗΤΑΣ, Η αλληλεγγύη ως θεμελιώδης αρχή δικαίου, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, σελ. 216
Σε αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο ο Στέργιος Μήτας επεξεργάζεται με πρωτότυπο και δημιουργικό τρόπο το ακόλουθο πρόβλημα: μπορεί η αρχή της αλληλεγγύης, εκτός από ηθικοπολιτική αρχή, με σαφές αξιακό περιεχόμενο, να αποτελέσει και αρχή του δικαίου, οπότε θα απορρέει από αυτήν και συναφές καθήκον συμμόρφωσης προς τις επιταγές της; Μπορεί δηλαδή η αλληλεγγύη να είναι δεσμευτική αρχή; Ο συγγραφέας αρχίζει την πραγμάτευση του ζητήματος ξεκινώντας από την παραδοχή ότι, από το εμβληματικό τρίπτυχο των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία-Ισότητα-Αλληλεγγύη», η τρίτη αρχή, η αλληλεγγύη, σαν να παράπεσε κάπως. Είναι η αρχή που, σε σχέση με τις άλλες δύο, υποτιμήθηκε. Η αλληλεγγύη, ως νεωτερική εξέλιξη της έννοιας της αδελφότητας (fraternitas), με διακριτή τη χριστιανική της προέλευση – άλλωστε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός στηρίχτηκε όχι μόνο στον ελληνορωμαϊκό, ως προ τη φιλοσοφία, την τραγωδία, αλλά και τον δικαιικό πολιτισμό, αντίστοιχα, για την Ελλάδα και τη Ρώμη, αλλά και τον χριστιανικό πολιτισμό – εξελίχτηκε, στον νεωτερικό πολιτικό στοχασμό, στην αρχή την οποία διατράνωσε η Γαλλική Επανάσταση.
Παρόλα αυτά, η αλληλεγγύη έμεινε στο περιθώριο του γενικότερου προβληματισμού, σε σχέση με την ελευθερία και την ισότητα. Η αλληλεγγύη ήταν πάντοτε σκιώδης, σε σχέση με την ολόφωτη παρουσία και προβολή των δύο άλλων αρχών, που, σε μεγάλο βαθμό, ήδη από τις πρώτες αντιδράσεις προς τη Γαλλική Επανάσταση, καθόρισαν και τη διάκριση Αριστεράς – Δεξιάς. Η αλληλεγγύη υποτιμήθηκε, διότι επί της ουσίας δεν αξιολογήθηκε ως αρχή, αλλά κυρίως ως φυσική προδιάθεση ή συναισθηματική ροπή, ως φιλαλληλία απορρέουσα από την ανθρώπινη ευαισθησία και την ικανότητα για ενσυναίσθηση, όπου αυτή υπάρχει. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι αναγνωρίζεται ως υπαρκτή και δρώσα στον συναισθηματικό πυρήνα των ανθρώπων, άρα μπορεί να είναι και κίνητρο για δράση, δεν υπάρχει όμως θέση για αυτήν στον κανονιστικό, δικαιικό κόσμο. Στην ευσύντακτη, πολιτεία της ευνομίας και των δικαιικών καθηκόντων, η αλληλεγγύη, καθώς και η σύντονη με αυτήν πρακτική συμπεριφορά, ισοδυναμεί περισσότερο με καλοπροαίρετη διάθεση ή και ευχή ακόμη.
Ο Στέργιος Μήτας, στη μονογραφία του, θέλει να μας δείξει ότι τα πράγματα μπορεί να έχουν και αλλιώς. Πώς αλλιώς όμως; Ο συγγραφέας, με εκφραστική ενάργεια, αναλυτική σαφήνεια και επιχειρηματολογική στιβαρότητα, δείχνει ότι η αρχή της αλληλεγγύης έχει δύο πλευρές: η πρώτη αποτυπώνει τη θετική της διάσταση, που ισοδυναμεί με κατάφαση στην εγειρόμενη απαίτηση καθενός ανθρώπου να ζητά από τη συντεταγμένη πολιτεία βιοτική αυτοτέλεια (είναι το ακριβώς αντίθετο από το μοντέλο «Πινοσέτ» για την κοινωνική ασφάλιση, που προτάθηκε εσχάτως και αισχρώς). Η άλλη πλευρά της αποτυπώνει την αρνητική της διάσταση. Αρνητική όχι με την έννοια ότι είναι ελαττωματική σε κάτι ή ότι μπορεί να επιφέρει κάποια αναίτια, απρόκλητη βλάβη, αλλά με την έννοια ότι δεν πράττει κάποιος αξιώνοντας κάτι, αλλά ότι οφείλει να καταθέσει τον οβολό του και να αναλάβει το μοιράδι της ευθύνης που του αναλογεί ως προς την εξασφάλιση της βιοτικής αυτοτέλειας των συμπολιτών και συνανθρώπων του. Αυτό σημαίνει ότι συστήνεται μια συζυγία δικαιώματος και υποχρέωσης, σε σχέση με την αλληλεγγύη.
Ο συγγραφέας το προτείνει θεωρώντας, προφανώς, ότι είναι δίκαιο. Συνεπώς, έχει νόημα, για να κατανοήσουμε το επιχείρημά του, να δούμε σύμφωνα με ποια ιδέα περί δικαιοσύνης, ποια θεώρηση της δικαιοσύνης, είναι δίκαιο. Νομίζω, λοιπόν, και ελπίζω να μη αδικώ την προβληματική του συγγραφέα, ότι ο ίδιος κατανοεί την ελευθερία, αρχικώς, ως μείζονα αρχή για τη θεμελίωση δικαιικών αρχών, σε αναφορά προς το ηθικό πρόσωπο της ανθρωπότητας, εξού και η έγνοια του για την αλληλεγγύη προς τους άλλους. Αναζητεί, λοιπόν, δεσμευτικές ηθικοπολιτικές αρχές για τον συνταγματικό και κοινό νομοθέτη της έννομης τάξης. Ακόμη, όμως, και μια προεμπειρική θεώρηση των αρχών δικαιοσύνης και της θεμελίωσή τους, η οποία συνθέτει ό,τι μπορούμε να γνωρίσουμε, ό, τι έχουμε χρέος να πράττουμε και ό, τι μπορούμε να ελπίζουμε, δηλαδή τη συνέργεια πρακτικού λόγου, διάνοιας και κριτικής ικανότητας, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθέσεις. Έτσι στρέφεται ο Στέργιος Μήτας στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της βιοτικής αυτοτέλειας ως προϋποθέσεων για την πολιτική ιδιότητα. Όμως, στη βιοτική αυτοτέλεια, εγγράφεται, ως ουσιωδέστατος κοινωνικός όρος, δοκιμαζόμενος στην απροσδιοριστία της ιστορικής προοπτικής, η εύλογη ανησυχία -ήδη εκπεφρασμένη από τον Καντ- ότι οικονομικώς εξαρτημένοι άνθρωποι δεν μπορούν να είναι φορείς αυτόνομης πολιτικής βούλησης, διότι είναι χειραγωγήσιμοι.
Να, λοιπόν, πώς φτάνει ο Στέργιος Μήτας στην αρχή της αλληλεγγύης ως αρχής δικαίου, βάσει των δύο διαστάσεών της, που περιγράφηκαν προηγουμένως. Για όλα τα παραπάνω, όμως, υπάρχει και μια δέσμη προϋποθέσεων. Δηλαδή, ο κοινωνικός κερματισμός, λόγω βαθιών κοινωνικών ανισοτήτων, υπονομεύει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Κατά τον συγγραφέα, η κυριαρχία και η αλληλεγγύη είναι παράλληλα πορευόμενες αρχές. Έτσι, ο συγγραφέας συνδέει ουσιωδώς το κοινωνικό ζήτημα με αυτό της ευσύντακτης πολιτείας. Σε αυτή την προοπτική, στοχάζεται την αρχή της αλληλεγγύης ως συνταγματική αρχή. Η θεώρησή του περιλαμβάνει ένα αξιολογότατο επιχείρημα υπέρ του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής δικαιοσύνης, της κοινωνικής αλληλεγγύης. Η θεωρητική προβληματική του Στέργιου Μήτα πατά πολύ γερά και κινείται πολύ σταθερά στο τραχύ έδαφος της πραγματικότητας, ιδίως, τώρα, που οι ανεξέλεγκτες κοινωνικές ανισότητες αναδεικνύουν τη νεοφαστιστική υπονόμευση δημοκρατικών και δικαιοκρατικών αρχών και θεσμών στην Ευρώπη.
Τελευταία επισήμανση είναι ότι η μονογραφία του Στέργιου Μήτα αφήνει ανοιχτή την προοπτική, για τον κριτικό αναγνώστη, να σκεφτεί το πρόβλημα που αφορά τη σχέση της αρχής της αλληλεγγύης με την αρχή της αυτονομίας, δηλαδή το ζήτημα που αφορά το αν η αρχή της αλληλεγγύης ως συνταγματική αρχή δικαίου αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία της αυτονομίας ή είναι εφικτή η ισόρροπη ανάπτυξή τους και με ποιον τρόπο. Τέτοια όμως ανοιχτά ερωτήματα προϋποθέτουν ερμηνευτικό ορίζοντα, όπως αυτός στον οποίο διανοίγεται το ζητητικό εγχείρημα του συγγραφέα και αποδεικνύουν την εργασία βάθους, τη λεπτή κατεργασία των εννοιών και των προβλημάτων και τη φιλοπονία, που οδήγησαν σε αυτή τη μονογραφία.
Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου
Πηγή: Η Αυγή