Macro

Έφη Γιαννοπούλου: «Ο πολιτισμός για τα δικαιώματα»

Στη σύγχρονη, παγκοσμιοποιημένη και μεταμοντέρνα κοινωνία μας, η κουλτούρα μοιάζει να έχει μετατραπεί σε «δεύτερη φύση», όπως έγραφε ο Φ. Τζέιμσον, δημιουργώντας ένα πυκνό δίχτυ συμβόλων και νοημάτων που επηρεάζουν πολλαπλά τη ζωή όλων μας. Αν πριν από κάποιες δεκαετίες ορίζαμε την πολιτισμική διάκριση βάσει της δυνατότητας πρόσβασης στην υψηλή τέχνη, όπως έλεγε ο Π. Μπουρντιέ, εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι το υψηλότερο κοινωνικό και οικονομικό κεφάλαιο συνδεόταν με αυξημένες δυνατότητες πρόσβασης στην «υψηλή τέχνη» και τον πολιτισμό (με την έννοια του civilisation), σήμερα τα πράγματα μοιάζουν αρκετά διαφορετικά. Η τεχνολογία προσφέρει φτηνή πρόσβαση σε πολιτιστικά αγαθά για όλους, αλλά και δίνει στον καθένα σχεδόν τη δυνατότητα να δημιουργήσει με λιγοστά και όχι ιδιαίτερα ακριβά μέσα.
Μέσα σε ένα τέτοιο πεδίο, αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε να προσφέρει μια πολιτισμική πολιτική που θα σχεδιαζόταν και θα υλοποιούνταν από τη δημοτική αρχή, χωρίς να κομίζει γλαύκας στην Αθήνα, δηλαδή χωρίς να υπόσχεται δράσεις που ήδη προσφέρονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στους πολίτες. Και πάνω σε ποιους άξονες θα έπρεπε να σχεδιαστεί μια τέτοια πολιτική ώστε να μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερή, δηλαδή να είναι μια πολιτική για τους πολλούς, που θα συνδέει τον πολιτισμό και την κουλτούρα με την πολιτική, που θα παρεμβαίνει στα σημαντικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα της εποχής, που διαρκώς θα διευρύνει τη δυνατότητα συμμετοχής τόσο στο πολιτιστικό όσο και στο κοινωνικοπολιτικό πεδίο.
Στρέφοντας το βλέμμα λίγο πιο πέρα από την υπεραφθονία της προσφοράς, ίσως ο πρώτος στόχος μιας τέτοιας πολιτικής θα έπρεπε να είναι εκείνοι που δεν συμμετέχουν, που δεν έχουν πρόσβαση στον πολιτισμό και την κουλτούρα, αυτοί που εν γένει θα ορίζαμε ως μη κοινό είτε των πολυάριθμων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, είτε των πολιτισμικών και συλλογικών εγχειρημάτων. Η προσέγγισή τους δεν θα έπρεπε ωστόσο να εκκινεί από μια θέση ούτε ελιτίστικη, ούτε διδακτική. Αντίθετα, θα έπρεπε να εκκινεί από τις δικές τους πολιτισμικές πρακτικές, από τους τρόπους με τους οποίους εκείνοι νοηματοδοτούν τη ζωή και την εμπειρία τους.
Σε μια πολυπολιτισμική πόλη σαν την Αθήνα, δεύτερος στόχος θα έπρεπε να είναι η συνύπαρξη και η αλληλεπίδραση μεταξύ δημοτών με διαφορετική καταγωγή και κουλτούρα. Εδώ η δυνατότητα πρόσβασης δεν αρκεί. Απαιτείται ένας σχεδιασμός που να συμπεριλαμβάνει τον άλλον, που να δημιουργεί τόπους συνάντησης και ανταλλαγής, που να δημιουργεί αφηγήματα στα οποία οι πολυάριθμοι μετανάστες και πρόσφυγες να μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους.
Επόμενος στόχος, η αποδοχή της διαφορετικότητας και στο πεδίο του πολιτισμού. Ευάλωτες ομάδες διεκδικούν πρόσβαση όχι μόνο ως κοινό των καλλιτεχνικών εκδηλώσεων (π.χ. η πρόσβαση για τους ανάπηρους σε όλους τους χώρους θα πρέπει να αποτελεί υποχρέωση κάθε δημόσιας πολιτικής), αλλά και ως δημιουργικά υποκείμενα μέσα στη ζωή της πόλης. Κουλτούρες και υποκουλτούρες της διαφορετικότητας, δράσεις που πέρα από την καθεαυτή καλλιτεχνική τους αξία, προωθούν μέσα στον κοινωνικό ιστό την ανεκτικότητα και τη συμπερίληψη, θα έπρεπε να βρίσκονται στο κέντρο της πολιτισμικής πολιτικής που επιθυμούμε να υλοποιήσουμε.
Μια πολιτική που αντιμετωπίζει τον πολιτισμό ως δικαίωμα για όλους τους, οφείλει να κάνει διαρκώς αυτήν τη διπλή διαδρομή, να προσφέρει ισότιμη πρόσβαση στο πολιτιστικό αγαθό, και ταυτοχρόνως να αναγνωρίζει και να αξιοδοτεί τις πολιτισμικές πρακτικές όλων των διαφορετικών ομάδων που ζουν στην πόλη. Να δώσει χώρο για να αναπτυχθούν και να δοκιμαστούν οι ποικίλες νεανικές κουλτούρες και υποκουλτούρες, να ενθαρρύνει τη συμμετοχή στην πολιτισμική ζωή ως ένα μέσο αυτογνωσίας αλλά και γνωριμίας και ουσιαστικής επαφής με τον άλλον, με τη διαφορετικότητα. Να δημιουργήσει για τους δημότες μια πόλη όχι μόνο δημιουργική, αλλά και δίκαιη.
Ο Δήμος της Αθήνας διαθέτει δομές, χώρους και ανθρώπινο δυναμικό που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί προς μια τέτοια κατεύθυνση. Διαθέτει επίσης εγκαταλελειμμένα κτίρια και υποδομές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, αλλά και δημόσιους χώρους που ίσως είναι το καταλληλότερο πεδίο άσκησης μιας τέτοιας πολιτικής.

Η Έφη Γιαννοπούλου μεταφράστρια, κριτικός, μέλος του ΔΣ του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος Αθήνας με την Ανοιχτή Πόλη

Πηγή: Η Εποχή