Τα πέτρινα σπίτια στηρίζονται σταθερά πάνω σε λαξεμένα αγκωνάρια. Η αριστερά χτίστηκε πάνω σε ανθρώπους. Ανθρώπους που αφιέρωσαν την ζωή τους σε αυτήν, και που σήκωσαν πρόθυμα το βάρος μιας εποχής διώξεων και προσωπικών στερήσεων, χωρίς ποτέ να ζητήσουν τίποτα για τον εαυτό τους. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους είναι ο Πέτρος Παναρίτης.
Ο Πέτρος Παναρίτης είναι σήμερα 90 χρονών. Πριν από μερικές μέρες, μια Κυριακή πρωί, μαζί με τον Γιώργο Μπουγελέκα και τον Πάνο Σκουρλέτη, τον επισκεφθήκαμε στο σπίτι του στην Αγία Βαρβάρα. Τον βρήκαμε να πίνει τον καφέ του με την «Εποχή» πάνω στο τραπέζι, ανοιχτή στην συνέντευξη του Χρήστου Μαντά. «Την Εποχή την διαβάζω κάθε Κυριακή» μας είπε. «Ξεκινάω πάντα από τον Γεωργούλα και τον Κλαυδιανό και μετά κάνω τις επιλογές μου..». Το μυαλό και η μνήμη του είναι πεντακάθαρα και η πολιτική του κρίση κοφτερή σαν ξυράφι. Για τις επόμενες δυόμισι ώρες κουβεντιάσαμε για όλα – για την ακρίβεια, αυτός μας μιλούσε και εμείς κρεμόμασταν από τα χείλη του.
Κυνηγημένος σαν αγρίμι
Ο Πέτρος Παναρίτης συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και στον Δημοκρατικό Στρατό. «Στο Πρώτο Αντάρτικό ήταν αλλιώς, είχαμε τον κόσμο με το μέρος μας» μας είπε. Στον Εμφύλιο ήταν αντάρτης στον Πάρνωνα. Και ξεκίνησε να μας λέει το τι έζησε μετά την ολοκληρωτική εξουδετέρωση του ΔΣΕ.
Μας αφηγήθηκε τη στιγμή που μπήκε παράνομα στο χωριό του, κρυφά και από την ίδια του την μάνα, για να βρει ρούχα. Την ώρα που βρισκόταν κρυμμένος εκεί, άκουσε την καμπάνα να χτυπάει. Είχε έρθει ο μοίραρχος των Μολάων. Μάζεψε το χωριό στο καφενείο και τους είπε: «ο Πέτρος ο Παναρίτης ζει, δεν έχουμε στοιχεία ότι σκοτώθηκε. Η μάνα του πρέπει να ξέρει που βρίσκεται». Η μάνα του δεν ήξερε τίποτα και δήλωσε αδύναμη να βοηθήσει τις αρχές. Ήταν όμως πολλές οι μανάδες, μας είπε, που είχαν δώσει τότε τα παιδιά τους, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να τους σώσουν την ζωή. «Δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με άνθρωπο. Δεν σε δεχότανε κανένας. Από τότε είδα ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Έμαθα ότι οι άλλοι είχαν σκοτωθεί και λέω μοναχός μου είμαι τώρα…»
Η ομάδα του, τρεις άνθρωποι όλοι κι όλοι, επιβίωνε τρώγοντας σταφύλια και αχλάδια, με λάδι που έπαιρνε από τα ξωκλήσια. Όταν, μετά από μία ενέδρα, η ομάδα διαλύθηκε, έζησε μόνος του στην περιοχή, πέντε μήνες, κυνηγημένος σαν αγρίμι. Τα αχλάδια και τα σταφύλια είχαν τελειώσει, γιατί έμπαινε πλέον ο χειμώνας του ‘49, και ο Πέτρος ζούσε βράζοντας λίγο στάρι με ελάχιστο λάδι. «Όπλο δεν είχα, πια», μας είπε. «Κρατούσα, μόνο, επάνω μου μια χειροβομβίδα Μιλς, για την περίπτωση που θα κινδύνευα να πέσω στα χέρια τους. Και άρχισα να γράφω ημερολόγιο». Όταν κατάλαβε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, αποφάσισε να παραδοθεί. Είχε ήδη δοθεί αμνηστία για τους μαχητές του ΔΣΕ που θα παρουσιάζονταν στις αρχές. Μετά από πορεία τριών ημερών, μέσα από ρέματα, και αποφεύγοντας τα κατοικημένα μέρη, έφτασε, εξαντλημένος από την πείνα, στο Λεωνίδιο, όπου ο τοπικός μοίραρχος της Χωροφυλακής ήταν γνωστός ως αδέκαστος και καλός άνθρωπος, τουλάχιστον για τα δεδομένα και το κλίμα της εποχής. Παρουσιάστηκε, αφού προηγουμένως είχε κρύψει το σακίδιο με το ημερολόγιο και τα προσωπικά του αντικείμενα.
Του ανακοίνωσαν ότι, την επόμενη ημέρα, ένα απόσπασμα θα τον συνόδευε για να υποδείξει τα σημεία όπου κρυβόταν. Κατάλαβε ότι ήταν σχέδιο δολοφονίας. Ήξερε ότι αν βγει έξω από το Λεωνίδιο θα τον σκοτώσουν, με το πρόσχημα ότι προσπάθησε να δραπετεύσει. «Έβαλα μια φωνή για να ακουστώ έξω: Παρουσιάστηκα, είμαι αμνηστευμένος και έχω απαίτηση από τον μοίραρχο να με στείλει στην Τρίπολη!». Το βράδυ ήρθε στο κελί του ο ίδιος ο μοίραρχος με μια γυναίκα από κάποια θρησκευτική οργάνωση. Του έφεραν λίγο φαγητό και ο μοίραρχος τον διαβεβαίωσε ότι την άλλη μέρα θα τον στείλει στην Τρίπολη. Με καράβι, από το λιμανάκι του Τυρού μέχρι το Ναύπλιο και από εκεί οδικώς. Ο ίδιος θα τον συνόδευε μέχρι τον Τυρό.
Ο δρόμος για τη φυλακή
«Την άλλη μέρα με πήρανε για το Ναύπλιο» μας λέει. «Στην κεντρική πλατεία του Λεωνιδίου είχε μαζευτεί ένα σωρό κόσμος για να δει το «θηρίο». Αλλά ένιωσα ένα χέρι να γλιστράει στην τσέπη μου και αργότερα βρήκα εκεί λίγα χρήματα. Δεν ξέρω ποιος χριστιανός ήταν..». Στον Τυρό, όπου επρόκειτο να επιβιβαστούν στο καράβι, κάποιος του επιτέθηκε με ένα ξύλο. Ευτυχώς τον πήρε ξώφαλτσα, δεν τον πέτυχε στο κεφάλι. Ο μοίραρχος τότε έβγαλε το πιστόλι του. «Φύγε από δω. Όταν αυτός ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος, κανείς σας δεν πήγαινε επάνω να τον αντιμετωπίσει..». Και έδωσε εντολή να βγάλουν, για το υπόλοιπο ταξίδι, από τον Πέτρο, τις χειροπέδες.
«Μόλις μπήκαμε στο καραβάκι», αφηγείται, «κοίταγα αυτά τα έλατα, τον Πάρνωνα και μ’ έπιασε κατάθλιψη.. Σας αποχαιρετώ, λέω… Δεν ξέρω αν έκανα καλά ή δεν έκανα, αλλά άλλη επιλογή δεν είχα..»
Στο Ναύπλιο τον έκλεισαν στο Τμήμα Μεταγωγών. «Είχε νερό κάτω. Τη νύχτα, ένα χέρι μπήκε από το παραθυράκι και είχε εφημερίδες και λίγο ψωμάκι. Αλλά το πρόσωπο δεν το έβλεπα, ήταν χωροφύλακας. Πάρτες, μου είπε. Θα τις βάλεις μέσα από τα ρούχα σου και θα ακουμπήσεις στον τοίχο. Και δεν θα πάθεις τίποτα. Και αν αύριο, που θα σε διώξουν για την Τρίπολη, είμαι εγώ μαζί σου, μην φοβάσαι, δεν θα σε πειράξει κανένας. Αλλά το πρόσωπό του, δεν το είδα ποτέ…» Στο ταξίδι τον έβριζαν και τον απειλούσαν. Όταν στην Τρίπολη τον παρέδωσαν στον Πετσόπουλο, αυτός, βλέποντάς τον εξαϋλωμένο από τις στερήσεις και τις κακουχίες, είπε «Ρε σεις, τα κόκκαλα μου φέρατε εδώ;»
Παρά το γεγονός ότι ήταν αμνηστευμένος, τον έκλεισαν στην φυλακή. «Μου φάνηκε παράδεισος» μας είπε. «Βρήκα επιτέλους ρούχα, και ανθρώπους να μιλήσω. Ήμουν σε έναν θάλαμο σαράντα ατόμων. Ο μόνος του δημοτικού ήμουν εγώ..». Μας περιέγραψε την συστολή που ένιωθε, να πάρει μέρος στις οργανωμένες συζητήσεις, να μιλήσει μπροστά σε μορφωμένους ανθρώπους, δικηγόρους, δασκάλους γεωπόνους… Κάποιος Χριστόπουλος, δικηγόρος από την Καλαμάτα, τον παρότρυνε να τους πει ένα κομμάτι από την ζωή του στο βουνό. Τους είπε την ιστορία με τον καθρέφτη. «Δεν ήξερα πως είμαι, όταν είχε φεγγάρι πήγαινα σε μια ποτίστρα που ποτίζανε τα γίδια και προσπαθούσα να δω πως είμαι. Μαλλιά, γένια, ψείρες. Σε ένα σημείο που είχαμε κρύψει λίγο λάδι, βρήκα εκείνον τον καθρέφτη. Τον πήγα στο λημέρι μου, και με μια ψαλίδα που κουρεύανε τα πρόβατα, έκοψα τα μαλλιά μου και τα γένια μου. Χαρά μεγάλη..». «Φοβήθηκα ότι θα με κοροϊδέψουν», μας είπε, «αλλά αυτοί είχαν καθηλωθεί. Μην υποτιμάς τον εαυτό σου, συνέχισε, μου είπε ο Χριστόπουλος. Κατάλαβα με ποιους ήμουν, ποιος ήμουν εγώ. Από τότε μου ζήτησαν να τους λέω κάθε βράδυ μια ιστορία από αυτά που είχα περάσει…»
Η ζωή συνεχίστηκε
Αργότερα, που αποφυλακίστηκε, ήρθε στην Αθήνα. Οργανώθηκε στο παράνομο κόμμα. Λόγω προβλημάτων με τα μάτια του, οι γιατροί του απαγόρευσαν να δουλέψει στην οικοδομή, Έτσι έπιασε δουλειά σαν υπάλληλος, με μισό μεροκάματο σε μια ΕΒΓΑ, πίσω από το ΙΚΑ της οδού Πειραιώς. Μας μίλησε για τον μακρονησιώτη κουρέα που γνώρισε εκεί και ο οποίος τον έφερε σε επαφή με τον Τάσο Λειβαδίτη. «Ήρθε ο Λειβαδίτης στο μαγαζί και με βρήκε. Πηγαίναμε στο μαγαζάκι μιας γυναίκας, εκεί κοντά, είχε δύο παιδιά μακρονησιώτες. Είχε ένα τηγάνι, ελιές, ρέγκες, πίναμε ένα κρασί και μιλούσαμε». Ο Λειβαδίτης άκουγε τις ιστορίες του Πέτρου, είχε εντυπωσιαστεί από την πεντάμηνη μοναχική επιβίωση του αντάρτη στον Πάρνωνα. Όταν άκουσε για το ημερολόγιο, ζήτησε από τον Πέτρο να του το πάει. «Το είχα κρύψει σε έναν τενεκέ και είχα βάλει μια πέτρα από πάνω. Είχαν μπει τα ποντίκια και δεν είχαν αφήσει τίποτα! Αλεύρι! Ο Λειβαδίτης που το περίμενε, στενοχωρήθηκε. Τι να κάνουμε. Η ζωή συνεχίστηκε ..»
Έτσι έγινα θεατρόφιλος
Μας διηγήθηκε πώς απέκτησε επαφή με τον κινηματογράφο και το θέατρο. «Θέλαμε να πάμε σε θέατρο, σε κινηματογράφο, να δούμε τι είναι. Και λέω σε έναν, ρε συ, άμα κονομήσουμε καμιά δεκάρα, να πάμε να δούμε πως είναι εκείνος ο κινηματογράφος. Ήμουν 32 χρονών παιδί τότε. Απέναντι από τη Λυρική Σκηνή παιζόταν ένα έργο της Βαλάκου. Αλλά ντρεπόμασταν να πάμε να βγάλουμε εισιτήριο. Δεν είχαμε ξαναπάει, δεν ξέραμε πώς γίνεται. Μου άρεσε πολύ. Δούλευε το μυαλό. Μετά πήγα και σε ένα θέατρο. Εκεί πήγα μόνος μου. Πήγα στο Εθνικό και είδα ένα έργο του Ο’ Νηλ. Ο ταμίας κατάλαβε ότι δεν είχα ξαναπάει σε θέατρο και με πήγε και με έκατσε στην θέση μου. Και έγινα θεατρόφιλος…». Και, ακόμα, μας είπε ότι αγόραζε βιβλία από τα παλαιοπωλεία –λόγω οικονομικής κατάστασης. Και, στο σημείο εκείνο, άνοιξε μια παρένθεση για να μας εξηγήσει πόσο νόημα μπορούσε να βρει ένας αριστερός στην «Χοντρομπαλού» του Γκι Ντε Μοπασάν.
Μας μίλησε για το πώς τάχθηκε με το ΚΚΕ Εσωτερικού. Για τις αμφιβολίες που είχαν γεννηθεί μέσα του, ήδη από το βουνό, όταν έγινε το ρήγμα του Τίτο με τον Στάλιν. Για τις επιτυχίες του σοσιαλισμού, που διάβαζε στην προδικτατορική «Αυγή», τα πενταετή πλάνα και τις κατακτήσεις, πράγματα που χωρίς σχετική κριτική συζήτηση του δημιουργούσαν έντονη την αίσθηση της προπαγάνδας. «Όταν, στην Δικτατορία, διάβασα την απολογία του Δρακόπουλου, στη δίκη με τον Παρτσαλίδη, ήμουν ήδη έτοιμος. Και τάχθηκα αμέσως με το ΚΚΕ Εσωτερικού..»
Δεν απογοητεύτηκα, ούτε απογοητεύομαι
Αναφέρεται με αγάπη στον Γιάννη Μπανιά, τον Νίκο Αθανασάκο, τον Παναγιώτη Καραντινό. Μας μίλησε πάρα πολύ για τη διάσπαση του ΚΚΕ Εσωτερικού, το 1986. «Θυμάμαι, σε μια προσυνεδριακή συζήτηση, κάποιον που είπε: Μπορεί να συμφωνώ σε πολλά με τον Κύρκο, αλλά αν δεν πάρετε αυτό το μαχητικό κομμάτι του κόμματος που αφήνετε απέξω, δεν θα μπορέσετε να προχωρήσετε. Όλο το μαχητικό κομμάτι είναι έξω από το σχέδιό σας..». Η διάσπαση του κόμματός του, του ΚΚΕ Εσωτερικού είναι χαραγμένη μέσα του. «Με τη διάσπαση, εγώ συνέχισα να είμαι ΚΚΕ Εσωτερικού. Εγώ παρέμεινα. Δεν απογοητεύτηκα. Ούτε απογοητεύομαι.»
Η κουβέντα ήρθε κάποια στιγμή στα σημερινά. Προσεγγίζει την κατάσταση με νηφαλιότητα και αποφασιστικότητα: «Επιφυλάξεις έχω. Αλλά δεν είναι μικρό πράγμα εκεί που έφτασε η Αριστερά στην Ελλάδα. Μέσα σε αυτή την κρίση να κυνηγάνε τον ΣΥΡΙΖΑ θεοί και διαβόλοι και όμως να αντέχει, να στέκεται στα πόδια του… Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν έχει φυτρώσει η Αριστερά. Να δούμε… Και αδυναμίες υπάρχουν και λάθη θα γίνουν. Μόνο αυτοί που είναι στα νεκροταφεία δεν κάνουν λάθη. Το θέμα είναι να αναγνωρίζουμε τα λάθη και να τα διορθώνουμε. Βήμα βήμα, θα βρεθεί η άκρη… Ο αριστερός, τα δύσκολα προβλήματα κάθεται και λύνει. Όταν πλησίαζε η Απελευθέρωση, εκεί στην Τρίπολη, εμφανίστηκαν 150 να πάρουνε όπλο. Αλλά όταν ξεκινήσαμε για μάχη, μείναν 15. Έτσι είναι. Στα εύκολα πάμε όλοι μαζί, στα δύσκολα είναι το πρόβλημα. Αλλά ένα πράγμα δεν μπορώ να συγχωρήσω: το μίσος που βγάζουν αυτοί που έφυγαν. Κριτική να κάνουν. Βεβαίως. Αλλά όχι μίσος και κακία. Όταν τους βλέπω στην τηλεόραση τους κλείνω».
Μιλάει με τρυφερότητα για τον Βούτση, την Φωτίου, τον Φίλη, τον Γαβρόγλου. Τους θυμάται από παιδιά, να τρέχουν με τα κουπόνια και στις πορείες του Πολυτεχνείου. Μας είπε για την χαρά που ένιωσε όταν είδε τον Σκουρλέτη να ανεβαίνει μαζί με τον Τσίπρα τις σκάλες του Προεδρικού Μεγάρου, για την ορκωμοσία της πρώτης αριστερής κυβέρνησης.
Δεν είναι εύκολο να γίνεις αριστερός
Ο Πέτρος Παναρίτης δεν έχει μέσα του χώρο ούτε για απάθεια ή παραίτηση, ούτε για αμφιβολία: «Αν έχεις καταλάβει το στόχο της Αριστεράς», μας είπε, «που θέλει να πάει, τι θέλει να κάνει, δεν κολλάς σε λεπτομέρειες. Το να γίνει κανείς αριστερός, είναι δύσκολο πράγμα. Δεν είναι εύκολο να γίνεις αριστερός, να αντέχεις αυτές τις κακουχίες, να παλεύεις. Άμα νιώσεις τι εστί αριστερά, είσαι γίγαντας. Νικάς πολλά πράγματα στη ζωή σου, μέσα σου.. Δεν μπορείς να είσαι ουδέτερος, να σπαράσσεται η κοινωνία και να λες εγώ δεν είμαι με κανέναν. Ή πας με το καλό ή πας με το κακό…» Και συνεχίζει: «Εκείνο που πρέπει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να γειωθεί στους εργαζόμενους. Η δύναμη είναι ο λαός. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη δύναμη από τον λαό. Εκεί στέκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, στο λαό. Εκεί είναι η συμμαχία του..»
Δεν καταλάβαμε πώς πέρασε η ώρα και έφτασε η στιγμή να τελειώσει η συζήτηση. Όταν φύγαμε νιώθαμε ξαναγεννημένοι, η επαφή μαζί του μάς είχε γεμίσει ενθουσιασμό. Όταν μας αποχαιρέτισε και μας έσφιξε το χέρι, ο Πέτρος Παναρίτης επανέλαβε άλλη μια φορά, για να το βάλουμε στο μυαλό μας: «Δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω. Αλλά πρέπει να ξέρουμε που θέλουμε να πάμε».
Άγγελος Τσέκερης
Πηγή: Η Εποχή