Editorial

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: Τέμπη: Δικαίωση, αλλά και κρατικοποίηση

Στη βιβλιογραφία της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων έχει καταγραφεί η κυριαρχία των ερμηνευτικών σχημάτων και των αξιακών πλαισιώσεων που δίνουν έμφαση στην «αδικία» (injustice frames). Οι άνθρωποι, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, κινητοποιούνται γιατί θεωρούν ότι αδικούνται – εξού και το σύνθημα «Δικαιοσύνη» (Justice). Το σύνθημα αυτό κυριαρχεί στις κινητοποιήσεις για τα Τέμπη. Τα διαγνωστικά ερμηνευτικά σχήματα (diagnostic framing) στοχεύουν ευθέως την κυβέρνηση και τις ευθύνες τις για συγκάλυψη. Με τον τρόπο αυτό, οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη, όπως και οι αντίστοιχες στη Σερβία, αναδεικνύουν εκ νέου το ζήτημα της πολιτικής διαφθοράς και της νεοφιλελεύθερης οικονομικής διαχείρισης που αδιαφορεί για τη ζωή μπροστά στα κέρδη.
 
Αντι-διαφθορά και αντι-λιτότητα, αν θυμάστε, ήταν τα βασικά σημαίνοντα του λόγου των κινημάτων, τόσο στην Ελλαδα όσο και διεθνώς, από την έναρξη της οικονομικής κρίσης. Οι προγνωστικές αξιακές πλαισιώσεις (prognostic framing) αυτών των κινημάτων, δηλαδή οι λύσεις που προτείνονταν για να θεραπευτούν τα προβλήματα που είχαν επισωρεύσει η διαφθορά και η λιτότητα, ήταν η κατάργηση της λιτότητας και η διαφανής κυβερνητική διαχείριση. Η άνοδος της Αριστεράς, που έπαιζε –μεταξύ άλλων– τον ρόλο του δικηγόρου του κινήματος χωρίς να προσπαθεί να πατρονάρει, είχε άμεση σχέση με αυτά τα αιτήματα.
 
Σήμερα, στην περίπτωση των Τεμπών, η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται μέχρι τώρα στον εντοπισμό του προβλήματος (κυβερνητικές ευθύνες, συγκάλυψη, διαφθορά). Οι προγνωστικές αξιακές πλαισιώσεις, από την άλλη, είναι αδύναμες. Η παραπομπή προσώπων στη δικαιοσύνη, ώστε να βρουν δικαίωση οι νεκροί, είναι απαραίτητη για να αποκατασταθεί η πίστη των πολιτών στη δικαιοσύνη, αλλά όχι ικανή ώστε να επέλθει μια σημαντική αλλαγή στη ζωή μας. Αν και τόσο η Αριστερά όσο και οι ίδιοι οι συγγενείς έχουν μιλήσει για τις εγκληματικές ευθύνες που συνεπάγεται η εγκατάλειψη του σιδηρόδρομου, δεν έχει τεθεί μετ’ επιτάσεως η ανάγκη για επανακρατικοποίησή του για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Το αίτημα ενάντια στη λιτότητα και ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό λείπει. Γιατί, όταν λέμε «μετ’ επιτάσεως», εννοούμε τη διατύπωση του αιτήματος τόσο συχνά όσο συχνά διατυπωνόταν κάποτε το αίτημα για κατάργηση των μνημονίων.
 
Και αναρωτιέμαι: Εάν δεν διατυπωθεί από όλη την Αριστερά αυτό το αίτημα τώρα που έχουμε 57 νεκρούς σε ένα μόνο δυστύχημα, ακριβώς μετά τα θύματα σε μικρότερα σιδηροδρομικά δυστυχήματα, τώρα που έχει γίνει σαφές ότι η ιταλική εταιρία που ανέλαβε τον ελληνικό σιδηρόδρομο δεν έχει καμία πρόθεση να βάλει το χέρι στην τσέπη και να φτιάξει ιταλικής αξιοπιστίας σιδηρόδρομο, πότε θα τεθεί; Δεν είναι άραγε κατάλληλες οι συνθήκες ώστε σύμπασα η Αριστερά να προτείνει στην ελληνική κοινωνία να στηρίξει την επιστροφή του κράτους, με την επιστροφή του σιδηρόδρομου – όπως και της ΔΕΗ, μιας τράπεζας κ.ά.– στο δημόσιο; Τώρα υπάρχει μια, όπως την έχει ονομάσει ο McAdam, επιφανής θεωρητικός των κοινωνικών κινημάτων, «πολιτισμική ευκαιρία», λόγω της διάστασης μεταξύ μιας κορυφαίας κοινωνικής αξίας, όπως είναι η ίδια η ζωή και η ασφάλεια, και μιας πολιτικής πρακτικής, σαν αυτή της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που βάζει τα ιδιωτικά κέρδη και τα συμφέροντα της αγοράς πάνω από την ίδια τη ζωή και την ασφάλεια των πολιτών, όπως μας έδειξε τόσο στην περίπτωση της πανδημίας όσο και σε αυτή του σιδηρόδρομου. Αλλά κάποιοι πολιτικοί φορείς πρέπει να το θέσουν ως τη λύση στο συνεχιζόμενο πρόβλημα ασφάλειας. Οι καπιταλιστές ιδιοκτήτες δεν ενδιαφέρονται για την ασφάλεια των τραίνων, γι’ αυτό πρέπει να φύγει ο εκπρόσωπός τους στην κυβέρνηση.
 
Στο πλαίσιο αυτό υπάρχει πολιτικό κενό. Όσο το ζήτημα των Τεμπών παραμένει απλώς ζήτημα δικαιοσύνης, λογικό είναι να επωφελείται περισσότερο από τον καθένα (ή και αποκλειστικά) η Ζωή Κωνσταντοπούλου: είναι η δικηγόρος του κινήματος – στην κυριολεξία. Η Αριστερά, εάν θέλει να κάνει κάτι με αυτό το πολιτικό κενό, καλό θα ήταν να προβάλλει με αυτοπεποίθηση το αίτημα της επανακρατικοποίησης του σιδηρόδρομου. Αλλιώς, όσο και να φθαρεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη, όλοι και όλες θα συνεχίσουν να αναρωτιούνται: μετά τον Μητσοτάκη ποιος, και –κυρίως– γιατί; Και η απάντηση πρέπει να είναι η εξής: γιατί η παράδοση της ζωής μας στα ιδιωτικά συμφέροντα τη θέτει σε κίνδυνο, και ήρθε η ώρα να αρχίσει να υποχωρεί η επικράτεια της αγοράς ώστε να επανέλθει η κοινωνική ασφάλεια και συνοχή, και να μπορέσουμε ως κοινωνικό σύνολο να δημιουργήσουμε κάτι καλύτερο, κάτι κοινό.
 
ΥΓ: Το αίτημα της κρατικοποίησης του σιδηρόδρομου, της επιστροφής του κράτους, του περιορισμού της επικράτειας και της ασυδοσίας του κεφαλαίου, του ξηλώματος του νεοφιλελευθερισμού, δεν είναι δουλειά των συγγενών των θυμάτων, ακόμα και αν κάτι τέτοιο είναι ευπρόσδεκτο. Δεν χρειάζεται να κριτικάρονται οι συγγενείς επειδή δεν είναι αρκούντως αριστεροί – δεν είναι δουλειά τους, ούτε υποχρέωσή τους. Άλλωστε έχουν κάνει πολύ περισσότερα από όσα τους αντιστοιχούσαν – στην παρούσα φάση πολύ περισσότερα από την Αριστερά: εμψύχωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους ώστε να πάψουν να είναι απαθείς, και με την επιμονή τους μετέτρεψαν το έγκλημα των Τεμπών στο πολιτικό ορόσημο της Gen Z. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η κοινωνική εκπροσώπηση είναι άλλο πράγμα από την πολιτική εκπροσώπηση. Και ότι η κοινωνική εκπροσώπηση είναι άλλο πράγμα από ένα σύμβολο.