Macro

Δημήτρης Παπανικολόπουλος: «Τα πράγματα (δεν) πάνε καλά». Σκέψεις πάνω στο δημοφιλές συμπέρασμα

Η κυβέρνηση της ΝΔ ισχυρίζεται ότι τα πράγματα πάνε καλά. Η αντιπολίτευση την κατηγορεί γιατί η πραγματικότητα ουδεμία σχέση έχει με την προπαγάνδα της κυβέρνησης. Πρόκειται για γνώριμο μοτίβο που αφήνει μετέωρη την απάντηση στο ερώτημα αν τελικά τα πράγματα πάνε καλά ή όχι. Τόσο οι μεν όσο και οι δε διαλέγουν και προβάλλουν τα στοιχεία που φαίνεται να επιβεβαιώνουν την άποψή τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της αειπάρθενης αντιπαράθεσης όμως, αναδεικνύονται ορισμένες αναλυτικές αδυναμίες που μας οδηγούν σε κρίσιμα πολιτικά λάθη.
 
 
Greek statistics, μαύρη οικονομία
 
 
Τις περισσότερες φορές στηρίζουμε την άποψη ότι «τα πράγματα δεν πάνε καλά», οικονομικά τουλάχιστον, σε αμφιβόλου αξιοπιστίας δεδομένα, που εδώ και δεκαετίες ονομάζουμε προσφυώς Greek statistics. Η υστεροβουλία του ελληνικού κράτους έναντι των διεθνών θεσμών και η αντίστοιχη των περισσότερων κυβερνήσεων που παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των επίσημων στατιστικών για ίδιον όφελος ευθύνονται για τη συστηματική απόκλιση των στατιστικών δεδομένων και της εμπειρικής πραγματικότητας. Όμως δεν είναι μόνο αυτό: Η κοινωνικοοικονομική δομή της χώρας με το μεγάλο ποσοστό των ελευθέρων επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών, καθώς και οι διακανονισμοί μεταξύ αυτών και των πολιτικών δυνάμεων, έχουν διαμορφώσει ιστορικά έναν παραμορφωτικό φακό μέσα από τον οποίο προσπαθούμε να διαβάσουμε τον αλγόριθμο της κοινωνίας. Οι ιστορικές ατάκες τύπου «οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι άνθρωποι δυστυχούν» (μεταπολεμικά και επί οικονομικής κρίσης) ή «φτωχή χώρα με πλούσιους κατοίκους» (επί εκσυγχρονισμού), καταφέρνουν μόνο να υπογραμμίζουν το πρόβλημα. Η οικονομική κίνηση, επομένως, μπορεί να μεγαλώνει, η έξοδος των Αθηναίων και η τουριστική κίνηση το ίδιο, αλλά τα φορολογικά στοιχεία και οι έρευνες γνώμης να μην μπορούν να υποστηρίξουν αυτή την εικόνα. Επικρατεί σύγχυση, και η ιδέα ότι κάποιοι επωφελούνται από την οικονομική διευθέτηση ενώ άλλοι όχι μοιάζει τραγικά επιφανειακή, σχεδόν παιδιάστικη.
 
Από τη σύγχυση αυτή δεν πρόκειται να βγούμε αν δεν αναγνωρίσουμε ότι τα επίσημα στοιχεία δεν αποτυπώνουν την πραγματικότητα και ότι ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες έχουν πολύ μεγαλύτερα και συχνά πολλαπλάσια έσοδα από αυτά που δηλώνουν. Όλοι αυτοί που σου παίρνουν ολόκληρο το μεροκάματο για μια ολιγόλεπτη, μισάωρη κλπ. υπηρεσία (αλλά χωρίς ΦΠΑ συνήθως) ή για να σου πουλήσουν συνεχώς ανατιμούμενα προϊόντα περνούν πολύ καλύτερα από αυτό που δηλώνουν. Άλλωστε, δεν λείπουν οι δηλώσεις από επίσημα χείλη που ανεβάζουν τη μαύρη οικονομία στο 40%. Για όλους τους παραπάνω, τα «αντικειμενικά» στοιχεία δεν ισχύουν, είναι ψευδή. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ όλων αυτών και των μισθωτών (που συν τοις άλλοις δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν) δύσκολα πλέον παραμένει αθέατη. Και πώς αλλιώς; Οι μεν αμέσως σου μιλούν για τους φόρους και οι δε για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας. Δύο κόσμοι που όμως…
 
 
Υποκειμενικό βίωμα, σχετική αποστέρηση και συνείδηση
 
 
Που όμως τι; Που όμως είναι αξεδιάλυτα δεμένοι, δεν ζουν χωριστά, ζουν μαζί, στα ίδια σπίτια. Οι αναπαραστάσεις των ανθρώπων δεν είναι ατομική υπόθεση, παράγονται διαλογικά σε κοινωνικά περιβάλλοντα. Πχ. σε μια οικογένεια με έναν επιχειρηματία ή ελεύθερο επαγγελματία που βγάζει αρκετά χρήματα, τα υπόλοιπα μέλη που μπορεί να είναι μισθωτοί ή άνεργοι ή φοιτητές αφενός εκτίθενται στις αφηγήσεις και τις μέριμνες του πιο εύπορου μέλους της οικογένειας και αφετέρου μπαίνουν στην προοπτική του. Διότι το συμφέρον του εύπορου μέλους της οικογένειας γίνεται συμφέρον της οικογένειας. Ειδικά όταν διαχειρίζεται προνομιακά τα διαφορετικά «κεφάλαια» της οικογένειας (ακίνητα, χρήματα, διασυνδέσεις, μορφωτικό κεφάλαιο). Άρα, η αντίληψη του μη μισθωτού διαχέεται και στα μισθωτά μέλη μιας οικογένειας. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η ταξική συνείδηση εδραιώνεται πιο εύκολα σε μια οικογένεια που τα μέλη της ανήκουν στην ίδια τάξη για πολλές γενιές (σπάνια περίπτωση στην Ελλάδα). Τι σημαίνουν όλα αυτά; Ότι τα πράγματα μπορεί να μην πάνε καλά για πολλά άτομα, αν αυτά υπολόγιζαν μόνο στις δικές τους δυνάμεις, όμως η πολιτική τους συμπεριφορά επηρεάζεται από το ότι έχουν να υπολογίζουν και σε άλλους.
 
Η συνείδηση φυσικά μας παραπέμπει στην υποκειμενική σύλληψη της πραγματικότητας αλλά και στο υποκειμενικό βίωμα. Όπως είπε ο Άδωνις Γεωργιάδης, «οι Έλληνες δεν είναι φτωχοί, νιώθουν φτωχοί». Η φράση αυτή αναδεικνύει ένα κλασικό συμπέρασμα της Πολιτικής Επιστήμης: η στέρηση, αν και μπορεί να είναι κάποιες φορές απόλυτη, συνήθως είναι σχετική, σχετίζεται δηλαδή με τη διαφορά προσδοκιών και πραγματικότητας. Αλλά εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα που δεν μπορεί να παραδεχθεί ο Ά. Γεωργιάδης: ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ανθρώπων. Διότι φτωχός δεν ήταν ο παππούς μου επειδή δεν είχε τηλέφωνο ή ρεύμα, φτωχός είμαι εγώ αν δεν μπορώ να πληρώσω τους συγκεκριμένους λογαριασμούς. Κι εδώ έγκειται το λάθος της Αριστεράς: προτάσσει ελλείψεις που μάλλον είναι πολύ μειοψηφικές («δεν μπορούν να αγοράσουν τα βασικά στο σουπερμάρκετ», «τα λεφτά τελειώνουν στα μέσα του μήνα»[1]) και ξεχνά ελλείψεις που είναι πλειοψηφικές (δεν είμαστε ποτέ ήρεμοι από τον κίνδυνο της ανεργίας ή την πίεση των οικονομικών υποχρεώσεων, δεν μπορούμε να περάσουμε καλά, όσο μας αξίζει και αντιστοιχεί στην εργασία μας). Η Αριστερά έλεγε σε ανθρώπους που είχαν το πρώτο πρόβλημα ότι «πεινούσαν»[2] και σε άλλους που είχαν το δεύτερο πρόβλημα ότι «δεν βγαίνουν».
 
 
Συμπερασματικά
 
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία: οι της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι ψεύτες (γιατί διαστρεβλώνουν συνεχώς την πραγματικότητα), κλέφτες (γιατί συνεχώς χρηματοδοτούν με αθέμιτα μέσα τους οπαδούς τους) και ανίκανοι (γιατί κατάφεραν επί των ημερών τους η Ελλάδα να γίνει η φτωχότερη χώρα της Ευρώπης, η γήρανση, η μετανάστευση και περιβαλλοντική υποβάθμιση να ενταθούν). Ωστόσο, όλα αυτά δεν θα μεταφραστούν αυτομάτως σε πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Και σίγουρα δεν πρόκειται σε αυτό να βοηθήσει η συνήθεια της Αριστεράς να βασίζεται σε Greek statistics για να ασκήσει κριτική ή η συστηματική παραγνώριση της υποκειμενικής σύλληψης της πραγματικότητας που κανοναρχεί την πολιτική συμπεριφορά των υποκειμένων. Καιρός να πάψουμε να επαναλαμβάνουμε αυτό που έχει περιπαικτικά καταγράψει ο Δημήτρης Κουκουλάς στους Αριστεριστές (Εκδόσεις Εύμαρος, 2015), για την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο: να ισχυριζόμαστε γύρω από ένα πασχαλινό αρνί ότι ο κόσμος πεινάει. Καιρός όμως και να πάψουμε να παραβλέπουμε το ριζοσπαστικό φορτίο των ματαιωμένων προσδοκιών και των αιτημάτων αυτοπραγμάτωσης.
 
 
Σημειώσεις:
 
1. Είναι άλλο να πληρώνεις όλα τα πάγια και να μη μένει τίποτα και άλλο να χρεώνεσαι κάθε μήνα μισό μισθό. Αν ίσχυε το δεύτερο, θα είχαμε οξύτατη ανθρωπιστική κρίση. Αλλά δεν έχουμε.
 
2. Θυμίζω ότι το κόστος της διατροφής είναι, σε σχέση με την μεταπολεμική εποχή, πολύ μικρότερο από το κόστος ενοικίου, λογαριασμών ρεύματος, κινητού, ίντερνετ και κοινοχρήστων, καθώς και συντήρησης αυτοκινήτου, που είναι εξίσου απαραίτητα για να ζήσει κανείς σήμερα.
 
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.