«Από τότε που έφτασα, ο μπαμπάς δεν έχει κουνηθεί καθόλου. Το κρεβάτι έχει πάρει το σχήμα του σώματός του, ένα τεράστιο σχήμα, σαν τα αγγελάκια που σχηματίζουμε πάνω στο χιόνι. Στον σιδερένιο πάγκο, κάτω από το παράθυρο, σωροί από αταξινόμητες εφημερίδες. Περνάω ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας τον πατέρα μου να κοιμάται και να ξυπνάει. Φροντίζω να αλλάζω το νερό μιας κανάτας πεντακοσίων ετών, που χρονολογείται από τη Μεταρρύθμιση. Μετράω τα χάπια. Οταν ο Νικόλας επιστρέφει από την πρακτική του, βολεύεται δίπλα μας. Δίνει ένα ηχηρό φιλί στο μέτωπο του μπαμπά και λέει, ένας μήνας ακόμα και γίνομαι πάστορας, το φαντάζεσαι; Ο πατέρας μου ανασηκώνεται λίγο, χτυπά μαλακά τον αδελφό μου και λέει, κι εγώ νοικοκυρά»
Διαβάζοντας το βιβλίο της Εμα Ντουντ βαν Τρούστβικ «Αυτοί που ανήκουν στη μέρα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πόλις» σε μετάφραση της Στύλβας Πράσσου, σκεφτόμουν συνεχώς τα λόγια του Προυστ «…και η οικογένεια εκεί που πρέπει: κάπου πέρα, αλλά όχι μακριά».
Ανοίγοντάς την πόρτα ενός πρεσβυτερίου σε κάποιο άγνωστο μέρος της Γαλλίας, η μόλις 26 ετών συγγραφέας αφηγείται τη ζωή μιας οικογένειας με καταγωγή από την Ολλανδία.
Ηρωίδα της είναι η νεαρή κόρη της οικογένειας που ζει στην Ολλανδία και επιστρέφει για να περάσει μαζί τους τις διακοπές της. Ο παππούς και ο πατέρας της ήταν πάστορες, ο Νίκολας, ο αδερφός της, ετοιμάζεται να τους διαδεχθεί στο πρεσβυτέριο ενώ ταλανίζεται από αμφιβολίες για το αν ικανός να κάνει αυτή τη δουλειά σε έναν κόσμο που αλλάζει και εξελίσσεται ιλιγγιωδώς. Κυρίως όμως αμφιταλαντεύεται διότι φοβάται πως η ιδιότητα του πάστορα είναι υπεύθυνη για την απώλεια μνήμης του πατέρα του και του παππού του. Ο παππούς έχει άνοια και ο πατέρας βρίσκεται σε «burn out». «Burn out. Πληκτρολογώ τον όρο στο πεδίο αναζήτησης της Google. Burn out. Διαβάζω: επαγγελματική εξάντληση. Βλέπω τα συμπτώματα: επιθετικότητα, κόπωση, κατάθλιψη, εκρήξεις θυμού, αίσθηση αποτυχίας, αίσθημα εγκατάλειψης, απώλεια βραχυπρόθεσμης μνήμης». Παρούσες στην αφήγηση είναι και οι δύο άλλες γυναίκες του σπιτιού, η γιαγιά και η μητέρα.
Από την πρώτη στιγμή της ανάγνωσης έχεις την εντύπωση πως παρακολουθείς σκηνές ενός θεατρικού έργου. Σχεδόν κάθε σελίδα αλλάζει η εικόνα και εμβόλιμα «πέφτουν» σελίδες με ατάκες-φράσεις που μοιάζουν σαν να εξηγούν κάποιο συμβάν αλλά ταυτόχρονα είναι τόσο αλληγορικές, σαν ποίηση. Σαν θραύσματα που εναλλάσσονται, το ένα κείμενο μετά το άλλο πασχίζουν να διασώσουν την οικογενειακή μνήμη, και τον ιστό της που μοιάζει εύθραυστος. Η αιτία από την οποία τροφοδοτείται το μυθιστόρημα είναι κυρίως η αμφιβολία του Νίκολας να γίνει πάστορας. Αλλά το υλικό, η ψίχα, είναι οι σχέσεις μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ο Οpa (παππούς) και η Oma (γιαγιά), η αγάπη και ο αλληλοσεβασμός μεταξύ τους-, δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί όλη η οικογένεια. Τα διαφορετικά δωμάτια του πρεσβυτέριου, ο ναός, ο κήπος του, το ποτάμι που βρίσκεται κοντά, είναι τα πεδία στα οποία συγκατοικούν και αλληλοεπιδρούν οι έξι χαρακτήρες του βιβλίου. Μοιάζει μια οικογένεια-νησίδα αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο.
Με εξαιρετικά λιτή αφήγηση η συγγραφέας φτιάχνει μια σχεδόν απόκοσμη, και σε αρκετά σημεία συγκινητική, ατμόσφαιρα που κεντρίζει την περιέργεια και κρατά το ενδιαφέρον. Αποθεώνει το ανεπαίσθητο και το μικρό, το ελάχιστο, μα ταυτόχρονα σημαντικό υλικό που δημιουργεί την οικειότητα και την αγάπη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας. Τα αμετάφραστα ολλανδικά στο κείμενο δεν ξενίζουν, αντιθέτως ενισχύουν τον κώδικα επικοινωνίας των ηρώων. Η γλώσσα της καταγωγής είναι πάντα το νανούρισμα που καθησυχάζει τους φόβους και τις ανησυχίες. «Στα γαλλικά, λέμε χάνω το μυαλό μου, στα ολλανδικά, λέμε χάνω τον δρόμο μου».
Η άνοια, η απώλεια της μνήμης, είναι ίσως η πιο τρομακτική κατάσταση του νου που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος και μαζί του και όσοι τον αγαπούν. Η συγγραφέας επιλέγει ως «φάρμακο» την τρυφερότητα. «Μπαμπά; Τον φωνάζω ψιθυρίζοντας για να μην τον τρομάξω. Το βλέμμα του είναι κενό. Κάθομαι απέναντί του. Ακουμπώ διστακτικά, με τον ενθουσιασμό μιας ριψοκίνδυνης χειρονομίας, την παλάμη μου στο γόνατό του. Δεν αντιδρά. Γύρω μας, ο ήλιος ανατέλλει διώχνοντας με τις πρώτες αχτίδες του το κρύο της νύχτας. Θα μπορούσαμε να αποτελούμε πίνακα ζωγραφικής. Εκείνος εξωγήινος με μαλλιαρό δέρμα, κι εγώ ένα αδέξιο παιδί στα πόδια του. Ο τίτλος του θα μπορούσε να είναι η τρυφερότητα ή ο ξένος».
Το «Αυτοί που ανήκουν στη μέρα» είναι ένα μικρό λογοτεχνικό διαμάντι που δεν κραυγάζει την αξία του. Το καταλαβαίνεις αφού έχεις τελειώσει την ανάγνωση. Η απαλή ατμοσφαιρική αφήγηση της Εμα Ντουντ βαν Τρούστβικ κυλά μέσα σου σαν βάλσαμο, σαν αντίδοτο στην αποξένωση και στους κυνικούς καιρούς που ζούμε.
Κυριακή Μπεϊόγλου