Στις 21 Μαΐου θα κριθεί αν θα έχουμε για άλλη μια θητεία, μικρή ή μακρά, μια λεηλατική Δεξιά, που το μεγαλύτερο προσόν της είναι ότι μπορεί τόσο αποτελεσματικά να παρασιτεί στο κράτος και να λεηλατεί τον κόπο άλλων. Τα στελέχη της και οι φίλοι της αδράχνουν κάθε ευκαιρία για να πλουτίσουν σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος και οι χορηγοί της καρπώνονται τις δημόσιες επενδύσεις μέσω των δημόσιων έργων και τα φιλέτα του δημοσίου μέσω των ιδιωτικοποιήσεων. Το κόμμα των πλουσίων λεηλατεί την ελληνική κοινωνία και δεν είναι σε θέση να της προσφέρει τίποτα. Έλεγχος των ΜΜΕ, καταστολή, νομοθετική απορρύθμιση και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ των ελίτ καλύπτουν τη λεηλασία. Στις 21 Μαΐου, η ΝΔ ζητά άλλο ένα blue pass λεηλασίας.
Η κοινωνική ασφυξία
Η κάλπη πλησιάζει και εκείνο που δεν μπορούν να κατανοήσουν οι κοινωνιοπαθείς κυβερνώντες και επικοινωνιολόγοι τους είναι πως δεν έχουν αφήσει καμία διέξοδο διαφυγής, πιστεύοντας ότι η κοινωνική ασφυξία δεν θα εκφραστεί στην κάλπη. Το κράτος δεν μπορεί να βοηθήσει, το εμπεδώσαμε. Στην πανδημία, κλεισούρα και ατομική ευθύνη. Στις φωτιές, φευγάλα και ατομική ευθύνη. Στα χιόνια, αποκλεισμός ακόμα και με λιακάδα. Τα λεωφορεία, τα δημόσια νοσοκομεία, οι αίθουσες διδασκαλίας, όλα γεμάτα. Το κέντρο της Αθήνας γεμάτο αστυνομία. Ακόμα και στα πανεπιστήμια προσπάθησαν να τη βάλουν, για να μην απολαμβάνουν οι άνθρωποι ούτε την κατεξοχήν ελεύθερη περίοδο της ζωής τους. Η ακρίβεια πιέζει όλο τον κόσμο και μεγάλο μέρος του δεν βγάζει το μήνα. Και μεγάλο μέρος του δεν μπορεί πλέον να βγει και να ξεσκάσει. Μέχρι και το άγχος της στέγασης έγινε πιεστικό για πάρα πολύ κόσμο στη χώρα με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιδιοκατοίκησης. Και για κάποιους/ες αφόρητο. Οι εργασιακές συνθήκες με την απελευθέρωση του 8ώρου και των απολύσεων, αλλά και την απουσία ελέγχων, έχει καταστήσει το εργασιακό άγχος βασικό χαρακτηριστικό της εργασιακής καθημερινότητας. Τώρα, ούτε το τραίνο δεν μπορούμε να πάρουμε χωρίς άγχος.
Και απέναντι σε όλα αυτά, γίνεται συστηματική προσπάθεια να μας στερηθεί και η δυνατότητα κατανόησης ή αντίδρασης. Η ενημέρωση για το σκάνδαλο των υποκλοπών και τις κυβερνητικές ευθύνες για το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη φιλτράρεται μέσα από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ. Ομοίως, οι αντιδράσεις απέναντι στα έργα και της ημέρες της κυβέρνησης Μητσοτάκη τις περισσότερες φορές αποκρύπτονται. Έπειτα δεν ιδρώνει το αυτί της, η Μητσοτάκης Α.Ε. τηρεί τα συμβόλαιά της ο κόσμος να χαλάσει. Ούτε σε συμβολικό επίπεδο δεν παραχωρεί μια διέξοδο στον κόσμο που υφίσταται τις πολιτικές της. Δεν παραδέχεται κανένα λάθος. Αυτό κάποιες φορές ανακουφίζει, παρηγορεί. Αλλά όχι. Δικαιολογίες πάνω στις δικαιολογίες και ψέματα πάνω στα ψέματα. Καμία διαφυγή από τη νεοδημοκρατική κανονικότητα. Και φυσικά παιχνίδια με τις εκλογές. Δεν έχουν πρόβλημα αν στερήσουν τη δυνατότητα ψήφου από τους εργαζομένους στον τουρισμό. Αντιθέτως, υπολογίζουν σε αυτό. Και φυσικά παιχνίδια και με τις δημοσκοπικές εταιρίες, ώστε να διατηρείται η παράσταση νίκης υπέρ της ΝΔ. Και, τέλος, η αναμενόμενη επωδός: «Αν ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μας περιμένει ακυβερνησία και καταστροφή». Δηλαδή, «δεν έχετε καμία διέξοδο, θα μας ανεχτείτε στωικά για άλλα τέσσερα χρόνια».
Η επιτακτικότητα της πολιτικής αλλαγής
Το να μην αφήνεις, όμως, καμία διέξοδο στην κοινωνία που εσύ έφερες σε αυτό το σημείο, προεξοφλεί την τιμωρία. Μέχρι τώρα δεν έχω πει τίποτα, το ξέρω. Τώρα όμως θα πω. Έ, λοιπόν, σε αυτό το πλαίσιο το να λένε και αριστερές δυνάμεις ότι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αποτελεί διέξοδο είναι πραγματικά η πλέον αντικοινωνική στάση. Η θέση αυτή εντείνει την κοινωνική ασφυξία, δεν συνιστά στοιχείο διεξόδου από αυτή. Γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι επιζητούν μια καλύτερη κατάσταση από αυτή που βιώνουν, κρίνουν δηλαδή πρωτίστως σε σύγκριση με το παρελθόν και το παρόν, όχι στη βάση της απόστασης που η πραγματικότητα έχει από το μέλλον, από μια κοινωνική συνθήκη στο ύψος ιδεολογικών απαιτήσεων. Δεν το αξιολογώ, το παίρνω ως έχει.
Και, ενώ λοιπόν, είναι «ευθύνη» όλων μας να φύγει αυτή η κυβέρνηση που μετατρέπει τη χώρα σε «μπανανία», με ανυπολόγιστες συνέπειες για το άμεσο και μακροπρόθεσμο μέλλον, εξ αριστερών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ιδίως από το ΜΕΡΑ25, διατυπώνονται κριτικές που προσιδιάζουν στην «ηθική των απόλυτων σκοπών», όπως θα έλεγε και ο Μαξ Βέμπερ. Αλλά «εκείνος που πιστεύει σε μια ‘ηθική απόλυτων σκοπών’ αισθάνεται ότι είναι ‘υπεύθυνος’ μόνο και μόνο για να δει σ΄ αυτό ότι η φλόγα των αγνών προθέσεων δεν σβήνει, π.χ. η φλόγα της διαμαρτυρίας κατά της αδικίας του κοινωνικού καθεστώτος»1. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, το ταυτοτικό αίτημα επικρατεί του πολιτικού και η κριτική επιδιώκει την ικανοποίηση των ταυτοτικών αναγκών ενός κατά βάση νεανικού ακροατηρίου. Τη στιγμή μάλιστα που η αντιστροφή του καθοδικού κοινωνικοπολιτικού σπιράλ θα χρειαζόταν μια συστράτευση πολύ πέραν της ενότητας της Αριστεράς. Για την ακρίβεια, θα χρειαζόταν και τη συμπαράταξη εκείνου του κομματιού της κοινωνίας που από τη μια χαρακτηρίζεται από πασοκική κουλτούρα και πολιτικό προσανατολισμό και από την άλλη αποτελεί ένα είδος κοινωνικής εξουσίας σε στενό δημόσιο τομέα, αυτοδιοίκηση και συνδικαλισμό. Θέλει πολιτική γενναιοδωρία και οξύνοια να μην βαφτίζεις το μικροπολιτικό συμφέρον «συμφέρον της κοινωνίας». Και αυτό αφορά όλα τα κόμματα. Σωστά το ΜΕΡΑ25 ζητά προγραμματική σύγκλιση πριν τις εκλογές. Όμως, κάνει λάθος στο εξής: η ενότητα είναι/φτιάχνει/κάνει πειστικό το πρόγραμμα2.
Σημειώσεις:
[1] Μαξ Βέμπερ, Η πολιτική ως επάγγελμα, Εκδόσεις Παπαζήση, 1987
[1] Αναλυτικότερα βλ. https://left.gr/news/mathimata-mi-enotitas-apo-gallia-kai-italia
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.