Δημήτρης Παπανικολόπουλος, «Το 1821 ως Επανάσταση. Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε», Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, 2021 [προδημοσίευση]
Προσπαθήσαμε να αναλύσουμε τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες επαναστάτες κατάφεραν να βγουν νικητές από έναν πολύχρονο και άνισο αγώνα. Με τη βοήθεια της σύγχρονης θεωρίας της συλλογικής δράσης και των κοινωνικών κινημάτων, αποσυσκευάσαμε το αρχικό ερώτημα και εστιάσαμε ξεχωριστά στις ευκαιρίες που εκμεταλλεύτηκαν οι επαναστάτες, στις απειλές που τους κινητοποιούσαν, στις ταυτοτικές παραμέτρους της δράσης τους, στο λόγο και τα συναισθήματά τους, στην οργάνωση και την ηγεσία τους, στους πόρους και το ρεπερτόριο δράσης που χρησιμοποίησαν. Όλες αυτές οι μεταβλητές είναι εξίσου σημαντικές, παρόλο που αναφέρονται σε διαφορετικά επίπεδα δράσης, από τις διεθνείς συνθήκες έως τους τρόπους παρακίνησης των στρατιωτών. Αν κάτι από όσα αναφέραμε έλειπε, είναι εξόχως αμφίβολο αν θα ήταν δυνατό να στεφθεί ο Αγώνας με επιτυχία.
Κάποιος ή κάποια μπορεί να προκρίνει τη σημασία των περιφερειακών (στην αρχή) και διεθνών (στη συνέχεια) πολιτικών ευκαιριών που εκμεταλλεύτηκαν οι Έλληνες. Κοντολογίς, εύκολα μπορεί να ειπωθεί ότι χωρίς το Ναβαρίνο η Επανάσταση κινδύνευε να σβήσει. Ωστόσο, χωρίς τη σωστή εκμετάλλευση των περιφερειακών ευκαιριών για τη στερέωση της Επανάστασης, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν θα έβρισκαν τίποτα για να υπερασπιστούν. Χωρίς, επίσης, τις προσπάθειες των Ελλήνων να δημιουργήσουν και να διευρύνουν αυτές τις διεθνείς πολιτικές ευκαιρίες, η καθοριστική επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων θα ήταν ακατανόητη, στο ποσοστό που εξαρχής αυτές ήταν εχθρικές απέναντι στην Ελληνική Επανάσταση. Ακατανόητη θα ήταν γενικά η αλλαγή της διεθνούς διαχωριστικής γραμμής, πρώτα στο επίπεδο της κοινής γνώμης και έπειτα στο επίπεδο των κυβερνήσεων, χωρίς τις επαναστατικές επιτυχίες και χωρίς τις οθωμανικές αγριότητες. Αυτές οι τελευταίες θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν τερματίσει την Επανάσταση. Δεν το έκαναν όμως. Μάλλον έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα. Ενίσχυσαν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των αντιμαχόμενων και κατέστησαν κάθε συμβιβασμό αδύνατο. Κατέστησαν, επίσης, τους Έλληνες «κοινότητα μοίρας», ενισχύοντας την κοινή ταυτότητα υπαγωγής έναντι των τοπικών ταυτοτήτων, γεγονός που τους βοήθησε να μείνουν ενωμένοι, παρ’ όλη την ενεργοποίηση των εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών στα χρόνια των εμφύλιων αντιπαραθέσεων.
Οι ιδέες της πατρίδας και του έθνους, η αξία της ελευθερίας και τα κατακλυσμιαία συναισθήματα ενθουσιασμού και μίσους για τους δυνάστες ενίσχυαν εσωτερικά τους επαναστατημένους πληθυσμούς στην απόφασή τους να αγωνιστούν. Ωστόσο, χωρίς την αδιάλειπτη παρακίνηση των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών προς τους στρατιώτες σε συνθήκες που γεννούν σε όλους τους ανθρώπους φόβο, είναι αμφίβολο αν θα μάχονταν συνεχώς τα ελληνικά στρατεύματα από μειοψηφική θέση. Είναι αμφίβολο αν, χωρίς το κέντρισμα της φιλοτιμίας και την απειλή της ντροπής, θα εμφανιζόταν τέτοια πληθώρα ηρωικών πράξεων. Οι καπεταναίοι, παλιοί κλέφτες, κάποιοι, αρματολοί και Σουλιώτες, ήδη πρωταγωνιστές ενός ηρωικού φαντασιακού, ήξεραν να διεγείρουν τον συναισθηματικό κόσμο των αντρών που είχαν στις διαταγές τους και να πλοηγούν αποτελεσματικά εντός του ψυχολογικού σύμπαντος της πατριαρχικής κοινωνίας του καιρού τους.
Η ικανή ηγεσία σε όλους τους τομείς ήταν ένα ακόμα πλεονέκτημα της Επανάστασης. Παρ’ όλες τις παλινωδίες, ιδιαίτερα κατά τα χρόνια των εμφύλιων αντιπαραθέσεων, επιτράπηκε σε κάθε ηγετική ομάδα να αναλάβει τα ηγετικά καθήκοντα που της άρμοζαν και να αφήσει (με τα χίλια ζόρια προφανώς) τα άλλα στις υπόλοιπες: των στρατιωτικών σωμάτων βασικά ηγήθηκαν οι οπλαρχηγοί, τη δημιουργία σύγχρονων κρατικών θεσμών και τη διπλωματία βασικά ανέλαβαν αστοί διανοούμενοι και Φαναριώτες, την τοπική οργάνωση, εκπροσώπηση και αρχική χρηματοδότηση του Αγώνα, κατά βάση οι πρόκριτοι. Αυτός ο άτυπος καταμερισμός εργασίας επέτρεψε τη μεγιστοποίηση της εκμετάλλευσης των διαθέσιμων πόρων, η οποία φυσικά κατέρρευσε με το ξέσπασμα των εμφυλίων. Ομοίως, το ανοδικό σπιράλ οργανωτικής ενίσχυσης της Επανάστασης (τοπικές παραδοσιακές μορφές οργάνωσης, ίδρυση επαρχιακών διοικητικών αρχών, δικτύωση μεταξύ τοπικών αρχών, ίδρυση περιφερειακών αρχών, ίδρυση Κεντρικής Διοίκησης) επέφερε έναν επωφελή συγκερασμό των πλεονεκτημάτων του αποκεντρωμένου και του συγκεντρωτικού μοντέλου οργάνωσης, προτού αυτά καταστούν ασυμβίβαστα και τα πράγματα οδηγηθούν σε εμφύλιο πόλεμο. Παρ’ όλη όμως την προφανή απομείωση των οργανωτικών πόρων, οι πολιτικά πεπειραμένοι Έλληνες είχαν καταφέρει να εμπλέξουν τις Μεγάλες Δυνάμεις στη διαδικασία επίλυσης του ελληνικού προβλήματος, που οι ίδιοι φρόντιζαν να συντηρούν.
Η ικανότητά τους να συντηρήσουν τον πόλεμο σχετιζόταν ιδιαιτέρως με την ενεργητικότητά τους σε δύο πεδία: την εξεύρεση οικονομικών πόρων και την επιλογή μορφών αγώνα. Οι επαναστάτες αγωνίζονταν με λιγότερους πόρους, σε σύγκριση με τους Οθωμανούς. Η ικανότητά τους όμως να συγκεντρώνουν πόρους εκ των ενόντων (πρόσοδοι, έρανοι), να ιδιοποιούνται πόρους του εχθρού μέσω της λαφυραγωγίας και της πειρατείας και να εξασφαλίζουν εξωτερική βοήθεια, όταν οι προηγούμενες πηγές εσόδων δεν επαρκούσαν, κατέστησε τον παρατεταμένο πόλεμο εφικτό. Οι επαναστάτες υιοθέτησαν μορφές δράσης κατάλληλα προσαρμοσμένες στην ανισομέρεια των πόρων, στα χαρακτηριστικά του εδάφους και στις ιδιότητες του ανθρώπινου δυναμικού της Επανάστασης, γεγονός που κατέστησε την επιτυχία εφικτή.
Όπως φάνηκε από όσα γράψαμε πιο πάνω, χωρίς την τακτική καινοτομία των μπουρλότων, οι Έλληνες δεν θα μπορούσαν να νικήσουν τον οθωμανικό στόλο τόσες φορές, ενώ, χωρίς την προσαρμογή του αλβανικού κλεφτοπολέμου στα ελληνικά δεδομένα, δεν θα μπορούσαν να νικήσουν τόσες οθωμανικές στρατιές.
Το αξιοθαύμαστο λοιπόν στο 1821 είναι ότι οι επαναστάτες κυρίως δημιούργησαν, παρά εκμεταλλεύτηκαν, πόρους και καταστάσεις. Εξίσου αξιοθαύμαστο είναι ότι η Επανάσταση είχε όλες τις ποιότητες που χρειαζόταν, επειδή είχε πολλές ηγεσίες: πεπειραμένους πολιτικούς (γιατί μια επανάσταση είναι πρωτίστως πολιτικό γεγονός), στρατιωτικούς (γιατί «σε τελική ανάλυση» τα όπλα καθορίζουν τους αγώνες που γίνονται με όπλα), διανοουμένους (γιατί στη φάση της θεσμικής κατάρρευσης η ιδεολογία αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο). Σε ένα (επαναστατικό) κίνημα χρειάζονται διαφορετικές ποιότητες, που είναι δύσκολο να τις διαθέτει μία και μόνη ομάδα. Οι ηγετικές ομάδες είχαν τη «σοφία», παρ’ όλες τις εμφύλιες διαμάχες, να το συνειδητοποιήσουν και να μην προσπαθήσουν να εξοντώσουν οι μεν τις δε, ακόμα και μέσα στον εμφύλιο πόλεμο. Φυσικά, χωρίς τη λαϊκή συμμετοχή και αντοχή στις δύσκολες στιγμές, στο πλαίσιο μιας εθνικής διαταξικής συμμαχίας, η αντεπανάσταση ή ο συμβιβασμός ίσως να είχαν βρει πρόσφορο έδαφος. Όταν βέβαια λέμε ότι «όλοι μαζί έκαναν την Επανάσταση», δεν το λέμε για να υποστηρίξουμε το ρομαντικό αφήγημα, αλλά ακριβώς για να το αποδομήσουμε: Για να γίνει κατανοητό ότι, χωρίς να ληφθούν όλες οι προαναφερθείσες μέριμνες και πειθαρχίες, καθώς και τα ανάλογα κόστη, τίποτα δεν θα μπορούσε να γίνει. Χωρίς τη μαζική συμμετοχή και την αντοχή του λαού, χωρίς τους ειδικούς της βίας, χωρίς τις ιδέες των διανοουμένων, χωρίς την πολιτική πείρα προκρίτων και Φαναριωτών, χωρίς τα καράβια των νησιωτών, η θετική κατάληξη του επαναστατικού εγχειρήματος θα ήταν αδύνατη. Άρα, η έμφαση δεν είναι στο «όλοι μαζί», αλλά στις πολιτικές, ιδεολογικές-ταυτοτικές-συναισθηματικές, οργανωτικές, υλικές και τεχνικές προϋποθέσεις μιας επανάστασης, που είτε καλύπτονται επαρκώς και εγγυώνται την επιτυχία είτε δεν καλύπτονται επαρκώς και οδηγούν στην αποτυχία.