Σε λίγες μέρες έχουμε άλλη μια επέτειο της Επανάστασης του 1821. Φέτος, ωστόσο, συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την προσφυγοποίηση 1,5 εκατομμυρίου Ελλήνων της Μικράς Ασίας και την εγκατάστασή τους στην Ελλάδα, καθώς και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Στο προσεχές διάστημα οι αριστεροί/ές θα θυμίζουν στους δεξιούς και τις δεξιές ότι οι Έλληνες είμαστε λαός προσφύγων και μεταναστών, και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι πιο ευαίσθητοι/ες στο προσφυγικό δράμα και να μη συμπεριφέρονται όπως οι γηγενείς Έλληνες στους προγόνους μας που ήρθαν από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Κι ότι, ακόμα και όταν επιφυλάσσουν αυτή τη συμπεριφορά μόνο στους οικονομικούς μετανάστες, να θυμούνται ότι έτσι φέρονταν οι αμερικανοί γηγενείς στους έλληνες μετανάστες στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι Έλληνες δεν είναι απλώς έθνος προσφύγων και μεταναστών. Οι Έλληνες έγιναν έθνος ακριβώς γιατί έγιναν πρόσφυγες και μετανάστες, έναν αιώνα και πλέον πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Το ελληνικό έθνος ονειρεύτηκαν οικονομικοί μετανάστες στις παροικίες, δημιουργήθηκε όμως μέσα στον Αγώνα. Για το ρόλο της ίδιας της Επανάστασης στην ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων έχω επιχειρηματολογήσει εκτενώς αλλού1, γι’ αυτό θα σταθώ μόνο στο ρόλο της προσφυγιάς σε αυτή τη διαδικασία της εθνογένεσης, που στηρίζεται πάντα (και) σε προϋπάρχοντα πολιτισμικά υλικά, αλλά προχωρά μέσα από τις πολιτικές περιπέτειες ενός πληθυσμού, που σιγά σιγά (ή και πιο γρήγορα) μετατρέπεται σε «κοινότητα μοίρας».
Τι ρόλο, λοιπόν, έπαιξε η προσφυγιά ώστε να αρχίσουν να νιώθουν οι επαναστατημένοι Έλληνες από τις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους περιοχές σαν ένας λαός; Πριν απαντήσουμε, πρέπει να θυμίσουμε ότι οι προσφυγικές ροές προέρχονταν 1) από τη Μικρά Ασία, λόγω των σφαγών και των διώξεων που έλαβαν χώρα κατά την έναρξη της επανάστασης, 2) από την ηπειρωτική Ελλάδα, καθώς ο ξεσηκωμός απέτυχε στη Μακεδονία, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, την Εύβοια, και 3) από τα νησιά του Αιγαίου, και κυρίως από τη Χίο και τα Ψαρά, που καταστράφηκαν από τον οθωμανικό στόλο το 1822 και 1824 αντίστοιχα. Και, όπως σωστά παρατηρεί ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ο οποίος προβαίνει σε αυτή την κατηγοριοποίηση, «αι μεταναστάσεις εν γένει των κατά την επανάστασιν του 1821 προσφύγων συνετέλεσαν εις το να γνωρισθούν οι Έλληνες μεταξύ των καλύτερον, να υποστούν πνευματικήν αλληλεπίδρασιν και ούτω να υψωθούν εις την γενικωτέραν ιδέαν περί της εκτάσεως της Ελλάδος, η οποία ιδέα εις τους πολλούς περιωρίζετο εις την ιδίαν των μεγάλην περιοχήν (π.χ. Πελοπόννησον, Στερεάν Ελλάδα, Νήσους) […]. Ούτως αι μετακινήσεις αύται των προσφύγων συνέτειναν εις την στερεοποίησιν της εθνικής συνειδήσεως…»2.
Οι πρόσφυγες στήριξαν τόσο τη δημιουργία της Εθνικής Διοίκησης όσο και τη δημιουργία τακτικού στρατού, καθώς δεν μπορούσαν να στηριχθούν στις σχέσεις τοπικής αλληλεγγύης και στα δίκτυα τοπικής εξουσίας, όπως οι Πελοποννήσιοι, οι Ρουμελιώτες και οι νησιώτες των Κυκλάδων. Ήταν απάτριδες, και ζητούσαν μια πατρίδα. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε το καταφύγιο της παλιάς τοπικής πατρίδας. Χρειάζονταν ένα καινούργιο καταφύγιο, μια μεγάλη πατρίδα που θα τους χωρούσε όλους/ες. Η προσφυγιά τους έφερε στο ίδιο μέρος, το οποίο θα γινόταν η πατρίδα του ελληνικού έθνους. «Δεν είναι υπερβολή να πούμε», θα γράψει πρόσφατα ο Mark Mazower, «ότι μια νέα συλλογική αντίληψη του ελληνικού έθνους προέκυψε μέσα από την προσφυγική εμπειρία στα χρόνια του πολέμου, καθώς αυτοί που είχαν χάσει τα σπίτια τους τρέχοντας να σωθούν από τις σφαγές και τις ταραχές προέρχονταν απ’ όλο τον ελληνικό κόσμο»3.
Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτοί/ες που συνέρρευσαν στο απελευθερωμένο από τους επαναστάτες έδαφος που έγιναν πρόσφυγες. Μετά τις ήττες από τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και από τον Κιουταχή στη Ρούμελη (1825-1827), και οι κάτοικοι αυτών των περιοχών αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να καταφύγουν σε ασφαλείς περιοχές (το νησάκι Κάλαμος στο Ιόνιο και τα νησιά του Αργοσαρωνικού υποδέχτηκαν δεκάδες χιλιάδες κατοίκους της Ρούμελης, το Ναύπλιο και γενικά η Αργολιδοκορινθία υποδέχθηκαν δεκάδες χιλιάδες Πελοποννήσιους και όχι μόνο), αλλά κυρίως στα βουνά, στα δάση και τα λαγκάδια. Ακόμα και αυτοί/ες από πιο ασφαλείς περιοχές, όπως η Ύδρα και οι Σπέτσες, ήταν έτοιμοι/ες να γίνουν πρόσφυγες, αν η περίσταση το απαιτούσε.
Οι Έλληνες, λοιπόν, έγιναν «κοινότητα μοίρας» μέσα από τον πόλεμο, τις καταστροφές και την προσφυγιά. Αυτή η τελευταία διαμόρφωσε αυτό το ισχυρό αίσθημα του συνανήκειν, το οποίο λειτούργησε ομογενοποιητικά για πληθυσμούς που μιλούσαν ελληνικά, αρβανίτικα, βλάχικα, σλαβικές γλώσσες, κ.ά. Γι’ αυτό θα έπρεπε να δείχνουμε μεγαλύτερη ευαισθησία στο δράμα των προσφύγων και να είμαστε περήφανοι/ες που στην Ελλάδα βρίσκουν καταφύγιο άνθρωποι που τρέχουν να ξεφύγουν από τον πόλεμο.
ΥΓ: Ο πόλεμος της Ουκρανίας δεν αποδεικνύει ως φαίνεται την ελλιπή νομιμοφροσύνη των ρωσόφωνων πληθυσμών στο ουκρανικό κράτος, αλλά μεταβάλει το σύνολο των αντιστεκόμενων Ουκρανών, όποια γλώσσα κι αν μιλάνε, σε «κοινότητα μοίρας» που προσπαθεί να καθορίσει τη μοίρα του ανεξάρτητα από τις επιθυμίες της Ρωσίας. Το αντίστροφο ισχύει για όσους ρωσόφωνους βρίσκονται στην άλλη πλευρά του πολέμου (βλ. Ντονμπάς).
1. Δημήτρης Παπανικολόπουλος, Το 1821 ως επανάσταση. Γιατί ξέσπασε και γιατί πέτυχε, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών, 2021
2. Απόστολος Βακαλόπουλος, Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την επανάσταση του 1821, Ηρόδοτος, 2001
3. Mark Mazower, Η ελληνική επανάσταση, Αλεξάνδρεια, 2021, σ.378
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.