Στην πορεία του Πολυτεχνείου ακούστηκαν πάλι οι εθιμοτυπικές δηλώσεις για τους αγώνες της νεολαίας που δείχνει τον δρόμο. Ενώ όμως είναι προφανές ότι χωρίς τους νέους και τις νέες η κινηματική δράση θα στερούνταν τόσο μαζικότητας, όσο και δυναμισμού, ο εκλογικός αγώνας δεν αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο, τουλάχιστον από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η στροφή του τελευταίου στην εκλογική αρένα σημαίνει κάθε φορά και τη μετατόπιση της απεύθυνσης προς μεγαλύτερα σε ηλικία ακροατήρια. Δεν θέλω καθόλου να υποτιμήσω τις τρέχουσες δεσμεύσεις περί γενναίας αύξησης του κατώτατου μισθού (800 ευρώ) και κατάργησης των νόμων Χατζηδάκη και Κεραμέως, για εργασία και παιδεία αντίστοιχα. Όμως είναι σαφές ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ η νέα γενιά δεν φτάνει για την εκλογική άνοδό του. Με αυτό το σύντομο σημείωμα θέλω να επιχειρηματολογήσω υπέρ της άποψης ότι, σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του, η νεολαία εξακολουθεί να αποτελεί εκλογικό ρυθμιστή, παρόλο το γεγονός ότι το ποσοστό της στον γενικό πληθυσμό ελαττώνεται.
Πρώτον, τη στιγμή που η ΝΔ και η πλειοψηφία των ΜΜΕ ελέγχουν το μιντιακό τοπίο, η αντιπολίτευση καλείται να βρει νέους άλλους τρόπους να απευθυνθεί στην κοινωνία. Ο ψηφιακός χώρος του διαδικτύου και των social media είναι ένας πρόσφορος τρόπος. Στις ψηφιακές πλατείες, όμως, το βάρος των νέων μεγαλώνει δυσανάλογα σε σχέση με τον πληθυσμό τους, καθώς είναι πιο εξοικειωμένοι με τα νέα μέσα ως digital natives (γεννημένοι στην ψηφιακή εποχή) που είναι. Το διαπιστώσαμε σε ολόκληρη τη διάρκεια της δεκαετίας που μας πέρασε, αλλά και μέσα στην πανδημία. Οι νέοι είναι που αναδείκνυαν σε άμεσο χρόνο τα λάθη της κυβέρνησης και τα έκαναν viral. Οι νέοι είναι που κυνηγούσαν τους Νεοδημοκράτες και τον Μητσοτάκη κάτω από τα προφίλ τους στις ψηφιακές πλατφόρμες και τους έκαναν να μετανιώνουν για όσα έλεγαν και έγραφαν. Οι νέοι μορφωμένοι, συνδεδεμένοι πολίτες ήταν η αιχμή της κοινωνικής αντιπολίτευσης στα χρόνια της πανδημίας. Και αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να δημιουργήσει ψηφιακές υποδοχές γι’ αυτούς (γιατί άλλες δεν υπάρχουν, αν κανείς έχει συνείδηση σε ποια εποχή ζούμε ή έχει μελετήσει τα παραδείγματα των Ποδέμος, Κόρμπιν, Σάντερς), βασανίζεται με την ιδέα αν θα ενταχθούν ή όχι «πράσινα στελέχη» στον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεύτερον, ένας άλλος τρόπος να παρακαμφθεί η μιντιακή μονοκαλλιέργεια είναι μέσω της κινηματικής δράσης (κάτι που έγινε την περίοδο 2010–2015). Γενικά, οι πολίτες που κινητοποιούνται δεν ενδιαφέρονται για τη στάση των ΜΜΕ, καθώς δεν έχουν κάποιο πολιτικό κόστος να πληρώσουν. Στην περίπτωση της κινηματικής δράσης, δηλαδή, τα ΜΜΕ παύουν να είναι οι απόλυτοι διαμεσολαβητές. Όταν, επίσης, διαμαρτύρεται η κοινωνία, η κυβέρνηση δεν μπορεί να κατηγορεί την αντιπολίτευση (κι αν το κάνει, δεν πείθει). Ο δρόμος φθείρει τις κυβερνήσεις, γιατί διαλαλεί σε όλη την κοινωνία ότι η κυβέρνηση έχει αποτύχει και τα πράγματα δεν πάνε καλά. Όπως όμως ήδη αναφέρθηκε, ο δρόμος χρειάζεται τα νιάτα. Και τα νιάτα εύκολα γυρνούν τον τροχό της Ιστορίας, γιατί κινούνται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: με δυνατά συναισθήματα οργής κι ενθουσιασμού. Όταν, όμως, λείψει ο ενθουσιασμός και η ελπίδα, η οργή δεν φτάνει. Κι αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να δει τους νέους στον δρόμο να φθείρουν άλλη μια κυβέρνηση της Δεξιάς, τότε θα πρέπει να τους καταστήσει πρωταγωνιστές ενός πολιτικού και προγραμματικού αφηγήματος. Γιατί οι νέοι χρειάζονται μια αποστολή. Όχι να παρακολουθούν μια αριστερή κυβέρνηση να δίνει 13η σύνταξη, τη στιγμή που είχε ήδη καταφέρει να μην κοπούν οι συντάξεις, όπως ζητούσε η τρόικα (αλλά παρέμενε η προκαταβολή φόρου για τους νέους επιχειρηματίες στο 100%).
Τρίτον, κάτι που δεν έχουν κατανοήσει οι ιθύνοντες της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι η ψήφος, όπως και πολλές άλλες αποφάσεις των ανθρώπων, παίρνονται σε κοινωνικά περιβάλλοντα, όπως το οικογενειακό περιβάλλον. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι να αντιληφθούμε την εσωτερική δυναμική αυτών των μικροσυστημάτων, ώστε να κατανοήσουμε γιατί οι νέοι εξακολουθούν να είναι οι εκλογικοί ρυθμιστές. Το 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε γιατί (μεταξύ άλλων φυσικά) πρυτάνευσε σε μεγάλα κομμάτια των ηλικιωμένων η λογική «τουλάχιστον να έχουμε σταθερότητα, και άρα τη σύνταξή μας, ώστε να στηρίζουμε παιδιά και εγγόνια». Από το 2012 ως το 2015, όμως, σε κάθε οικογένεια έγιναν συζητήσεις για το κατά πόσον αυτό είναι βιώσιμο, με αποτέλεσμα να πρυτανεύσει η λογική των νέων και των παραγωγικών ηλικιών «το θέμα είναι να έχουν δουλειά οι νεότεροι και να στηρίζουν τους μεγαλύτερους και όχι οι πρώτοι να ζουν από την ελεημοσύνη των δεύτερων». Κοντολογίς, η αύξηση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ στις μεγαλύτερες ηλικίες δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της προγραμματικής μέριμνας που έλαβε ο ΣΥΡΙΖΑ γι’ αυτές, αλλά κυρίως αποτέλεσμα της σύγκρουσης και της συνεργασίας των γενεών που είχε ως επίδικο το μέλλον των παιδιών (20ρηδων, 30ρηδων, 40ρηδων) (προφανώς απλοποιώ, προκειμένου να καταστεί σαφές το επιχείρημα). Αν, λοιπόν, η αξιωματική αντιπολίτευση στραφεί προγραμματικά στους νέους, υπάρχει πιθανότητα να πετύχει «μ’ ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια». Αλλά κάτι τέτοιο χρειάζεται όχι ανάγνωση των δημοσκοπήσεων, αλλά κατανόηση των αλληλεπιδράσεων στο εσωτερικό των μικροσυστημάτων της κοινωνίας.
Τέταρτον, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνιά για τη δυνατότητα διείσδυσής του σε μη νεανικά κοινά, τόσο εξ αριστερών όσο και εκ δεξιών αναπτύσσεται μέριμνα διεμβολισμού των νεανικών κοινών. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «παίζει» μόνος του εκεί. Από τη μία, το ΜέΡΑ25 δεν έχει κανένα πρόβλημα να υιοθετήσει τον λόγο του πρώιμου ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να τον υπερφαλαγγίσει από τα αριστερά. Από την άλλη, η εξατομίκευση, η απαξίωση των συλλογικοτήτων, αλλά και των ανθεκτικών ανθρώπινων έργων και σχέσεων που αντιτίθενται στο δόγμα «όλα έχουν ημερομηνία λήξεως», «πρέπει να αλλάζεις για να είσαι κουλ, σύγχρονος, να μην είσαι καθυστερημένος», έχουν συμπαρασύρει κομμάτια της κεντρώας νεολαίας και των παραγωγικών ηλικιών που νιώθουν ότι απέκτησαν μια αποστολή ν’ αλλάξουν τον κόσμο («ο Μητσοτάκης είναι σύγχρονος, ο Τσίπρας όχι»). Δηλαδή, καθώς το προφίλ των millennials διαμορφώνεται από το γεγονός ότι είναι επισφαλής και ψηφιακή γενιά, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει την αυθεντική εκπροσώπηση και των δύο κυρίαρχων χαρακτηριστικών της νεολαίας.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Πηγή: Η Εποχή