Η κούρσα για τη διαδοχή του Αλέξη Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ επανάφερε το ζήτημα της σημασίας των προσώπων. Από αρκετούς/ές εντός του κόμματος θεωρήθηκε ότι δεν πρέπει να επισπευστούν οι διαδικασίες εκλογής νέου προέδρου, καθώς προέχει η συζήτηση για τα αίτια της ήττας και για τη φυσιογνωμία και την πολιτική του κόμματος. Στο πλαίσιο αυτό, διατυπώθηκε για άλλη μια φορά το επιχείρημα ότι για την Αριστερά σημασία δεν έχουν τα πρόσωπα, αλλά οι πολιτικές. Αφήνοντας κατά μέρους ότι αυτό ακούστηκε κυρίως από όσους/ες στήριζαν το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα ό,τι και αν έκανε ή έλεγε και ότι το χρησιμοποιούν κυρίως απέναντι σε όσους/ες τους επεσήμαιναν επί χρόνια το αδιέξοδο της προσωπολατρείας, θα προσπαθήσω να καταδείξω γιατί τα πρόσωπα παίζουν σημαντικό ρόλο.
Πρώτον, ζούμε σε μια εποχή ακραίας μιντιοποίησης της πολιτικής, δηλαδή διαμεσολάβησης της πολιτικής επικοινωνίας από τα μίντια, και κυρίως από τα τηλεοπτικά κανάλια και τα ψηφιακά μέσα. Η κυριαρχία της εικόνας έχει καταστήσει τα πρόσωπα τα απόλυτα σύμβολα των κομμάτων τους, ώστε αυτά να είναι πιο αναγνωρίσιμα από τις κομματικές πολιτικές. Φυσικά, πάντα υπάρχει η ένσταση «δεν πρέπει να προσαρμοζόμαστε στην πραγματικότητα, πρέπει να προσπαθούμε να την αλλάξουμε». Η αφέλεια αυτής της πρότασης έγκειται στο ότι αποτελεί τη μόνιμη επωδό ανεξαρτήτως της τάξης μεγέθους του ζητήματος και ανεξαρτήτως των αλλεπάλληλων σχετικών αποτυχιών.
Δεύτερον, τα πρόσωπα συμβολίζουν την πολιτική του κόμματος, καθώς έχουν πάντα μια πολιτική διαδρομή και ένα πολιτικό προφίλ. Για παράδειγμα, αν ένα κόμμα θέλει να συμβολίσει τη στροφή στη νεολαία, προωθεί νέα πρόσωπα∙ αν θέλει να συμβολίσει τη στροφή προς τους εργαζομένους, προωθεί πρόσωπα που προώθησαν πολιτικές υπέρ τους∙ αν θέλει να συμβολίσει τη στροφή προς την Αριστερά, προωθεί πρόσωπα που αναφέρονται συστηματικά στην Αριστερά, τα κινήματα και τους εργαζομένους∙ αν θέλει να συμβολίσει τη στροφή προς το Κέντρο, προωθεί πρόσωπα που προέρχονται από ή έχουν καλή φήμη σε αυτό το χώρο, κ.ο.κ. Σε κάθε περίπτωση, αδιάψευστος δείκτης πολιτικών προθέσεων είναι οι διαπιστωμένες πράξεις, που γεννούν εμπιστοσύνη, και όχι οι διαβεβαιώσεις για μελλοντικές πράξεις, που παραμένουν αμφίβολες.
Τρίτον, όπως έχω υποστηρίξει και στο παρελθόν πολλάκις, η ρητορική δεινότητα είναι ανεξάρτητη μεταβλητή και, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι ιδιότητα των προσώπων, όχι των συλλογικοτήτων. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα που προσώπου που ωφέλησε το κόμμα του, καθότι είναι ένας καλός κοινοβουλευτικός ρήτορας. Το πλέον σημαντικό όμως είναι ότι, αν τα πρόσωπα αδυνατούν να υποστηρίξουν πειστικά μπροστά στο ευρύ κοινό και απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους τις προγραμματικές επεξεργασίες και τις πολιτικές αναλύσεις των κομμάτων τους, τότε πάει στράφι όλη η δουλειά της πολιτικής συλλογικότητας. Αν, με άλλα λόγια, το εργαστήρι ετοιμάζει το προϊόν και ο/η μεταφορέας δεν μπορεί να πάει το πακέτο στον παραλήπτη, τότε το εργαστήρι θα κλείσει, αν και δεν φταίει.
Τέταρτον, όπως έχουν δείξει οι μελέτες της κοινωνικής ψυχολογίας για την κοινωνική επιρροή, ο τρόπος συμπεριφοράς προς τον πληθυσμό-στόχο είναι εξίσου σημαντικός με το μήνυμα που απευθύνεται σε αυτόν. Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται τα πρόσωπα μπορεί να ενισχύσει ή να μειώσει τη δυνατότητα επιρροής ενός κόμματος. Όπως έχουμε διαπιστώσει πολλές φορές, το εκτόπισμα ενός προσώπου μπορεί να υπερβαίνει το αντίστοιχο του κόμματος, είτε λόγω των ικανοτήτων του είτε λόγω άλλων χαρακτηριστικών (πχ. είναι συμπαθής).
Δράττομαι της ευκαιρίας, ωστόσο, να επισημάνω μια αντίφαση. Δεν μπορεί κάποιος/α να ισχυρίζεται ότι τα πρόσωπα δεν φτιάχνουν την πολιτική του κόμματος, απλώς την εκφωνούν, και ταυτόχρονα ότι οι υποψήφιοι/ες για την προεδρία ενός κόμματος πρέπει να δημοσιοποιήσουν την πολιτική τους πλατφόρμα και τις σκέψεις τους για το «που θέλουν να πάνε το κόμμα». Αυτό είναι αντιφατικό, αφού περιγράφει ένα αρχηγοκεντρικό μοντέλο, τη στιγμή που υποτίθεται ότι προτάσσει την πολιτική. Αν δίνεις τη δυνατότητα σε έναν/μία πρόεδρο «να πάει το κόμμα» κάπου, τότε δεν μπορείς να μιλάς για συλλογικές διαδικασίες.
Θέλω όμως να τελειώσω με μερικές σκέψεις για την ηγεσία στην εποχή μας. Πολλές φορές ακούγεται πως «σήμερα δεν υπάρχουν χαρισματικοί ηγέτες» ή ότι «σήμερα λείπουν οι ηγέτες». Η αλήθεια είναι πολύ διαφορετική. Ηγέτες υπάρχουν, όμως ο κόσμος δεν είναι πλέον αδαής και η μορφωτική απόσταση των ηγετών από τους πολίτες είναι είτε μικρή είτε μηδαμινή. Δεν χρειάζονται πλέον οι ηγέτες του παρελθόντος. Άλλωστε, η πολυπλοκότητα της σύγχρονης παγκόσμιας πραγματικότητας απαιτεί ομαδική δουλειά για να μπορούν οι αποφάσεις να είναι στέρεες. Τα δεδομένα που πρέπει να ληφθούν υπόψιν είναι τόσα πολλά που υπηρεσίες, οργανισμοί, φορείς και μια σειρά από πρόσωπα καλούνται να συναποφασίσουν.
Στο πλαίσιο αυτό, το καλύτερο μοντέλο ηγεσίας είναι η συλλογική ηγεσία ή η «αποκεντρωμένη», «διάσπαρτη», «μοιρασμένη» ηγεσία. Τα «ηγετικά καθήκοντα» δεν (πρέπει να) συνεπάγονται μονοπρόσωπη ηγεσία. Μπορούν να μοιράζονται με κριτήριο την καταλληλότητα και στόχο την αποτελεσματικότητα. Ο/η πρόεδρος ενός κόμματος πρέπει να λειτουργεί ως πρώτος/η μεταξύ ίσων και να εκφράζει την ισχύ μιας πολυάριθμης ηγετικής ομάδας, η οποία μπορεί να εμπνέει εξίσου μεγάλη εμπιστοσύνη με τη μονοπρόσωπη ηγεσία.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.