Macro

Πόσους σταυρούς αντέχει μια χώρα;

Το βιβλίο «Μία μέρα στους σταυρούς» (εκδ. Τόπος) του Αρμάντο Ρομέρο είναι μια ποιητικά ρεαλιστική ακτινογραφία της βίας στην Κολομβία.
 
«Ηταν μέρες μιας παράξενης ηρεμίας στη χώρα και όλος ο κόσμος ένιωθε σφιγμένος, σαν να περίμενε καταιγίδα και χαλάζι. Τα πρωτοπαλίκαρα του ενός πολιτικού κόμματος, κατόπιν εντολής, είχαν σταματήσει να σκοτώνουν τους οπαδούς του άλλου κόμματος, κι αυτοί […] έπαιρναν εκδίκηση όχι μόνο από τους παραδοσιακούς εχθρούς, αλλά κι από τους ίδιους τους αρχηγούς τους, οι οποίοι, συμμαχώντας με τους πρώτους, είχαν συμφωνήσει να μοιραστούν την εξουσία…»
 
Ετσι ξεκίνησαν οι μέρες της βίας στην Κολομβία, μια χώρα της οποίας τα παιδιά σημαδεύτηκαν (και σε πολλές περιοχές σημαδεύονται ακόμη) από την τρομακτική εντολή που επαναλάμβαναν αδιάκοπα οι γονείς τους: «Σήμερα κανένας δεν θα βγει από το σπίτι. Γιατί υπήρχε ένα εκεί που ήταν έξω, ένα έξω των πτωμάτων που τα σέρνουν, των αναμονών», όπως γράφει ο Αρμάντο Ρομέρο στο βιβλίο του «Μία μέρα στους σταυρούς» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τόπος.
 
Στο βιβλίο, ο Κολομβιανός συγγραφέας κάνει μια ποιητική και συνάμα δραματικά ρεαλιστική αναδρομή στις πρώτες δεκαετίες των άγριων συγκρούσεων που ξεκίνησαν το 1948, μετά τη δολοφονία του Χόρχε Ελιέσερ Γαϊτάν, ηγέτη των Φιλελεύθερων (liberal, που σε αυτή την περίπτωση εννοεί τους προοδευτικούς), μεταξύ αυτών και των συντηρητικών. Μια σύγκρουση που στάθηκε η απαρχή για τη δημιουργία χρόνια αργότερα των αντάρτικων κινημάτων από τη μία και από την άλλη των παραστρατιωτικών ομάδων που, σε αγαστή συνεργασία με την εξουσία, σημάδεψαν την ιστορία της χώρας για περισσότερα από 50 χρόνια.
 
Ο Αρμάντο Ρομέρο συμπυκνώνει με τις καθηλωτικές αφηγήσεις του πρωταγωνιστή του, Ελίψιο, τη ζωή των ανθρώπων που ζουν έγκλειστοι στον φόβο των διώξεων και του θανατικού: «Συνέβησαν πολλά, κι ορίστε ξανά η αδυναμία του να μιλήσει. Φεύγω είναι το μόνο ρήμα. Να μην ολοκληρωθεί η πρόταση. Συνέβη αυτό που το λένε τρόμο και θα ξανασυμβεί, κι αυτός το ξέρει. Οχι, η νύχτα δεν θα αναπαυτεί με κείνους στην πλάτη της, ερπετά στο σπίτι μιας μύγας: αυτός να κοιτάζει προς όλες τις μεριές, προς όλα τα μάτια. Θα έρθουν και θα χτυπήσουν τις πόρτες με τους υποκόπανους των όπλων τους. Από πού να ξεφύγει;».
 
Δεκαετίες ολόκληρες στην Κολομβία γενιές επί γενεών μεγάλωσαν σαν τον Ελίψιο περιμένοντας έναν συγκεκριμένο ήχο, «αυτόν που θα έκαναν οι “τίρα”, όταν κατέφταναν […] Δραπέτης σαν τον τσεχοφικό ήρωα. Αυτοί της μυστικής αστυνομίας μάλλον θα ζητούσαν ενίσχυση από τον στρατό και όλα θα γίνονταν πιο μεταλλικά και πράσινα […] Κάποτε αυτός ο ήχος θα φώλιαζε σε όλες τις νύχτες, ήταν σίγουρος. Μέχρι τότε θα έχουν ισοπεδώσει ό,τι μπορούν…».
 
Φώλιασε. Γιατί μπορεί το βιβλίο του Αρμάντο Ρομέρο να μιλά για στιγμές τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, αλλά η βία δεν λέει να κοπάσει ακόμη και μετά τις συμφωνίες ειρήνης ανάμεσα στην κυβέρνηση και το αντάρτικο των FARC, το 2016. Νέα έρευνα της Επιτροπής Αλήθειας της Κολομβίας το 2022 κατέδειξε πως ανάμεσα στο 1985 και το 2018 καταγράφηκαν τουλάχιστον 450.000 δολοφονίες, εκ των οποίων το 45% έγιναν από παραστρατιωτικούς, το 27% από αντάρτικες ομάδες και το 12% από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Στο ίδιο διάστημα τουλάχιστον 121.000 άνθρωποι εξαφανίστηκαν, 55.000 απήχθησαν και περίπου 7,7 εκατομμύρια εκτοπίστηκαν. Από δε την υπογραφή των συμφωνιών ειρήνης του 2016, είναι περισσότεροι από 1.400 οι κοινωνικοί ηγέτες που έχουν δολοφονηθεί στη χώρα.
 
Ανθρωποι που διώκονταν και διώκονται και δολοφονούνται για το τίποτα ή για τα πάντα: «Πάντα έβρισκαν μια δικαιολογία για τη βία, την άγνοια, την αδικία, τον τρόμο. Κι απόμεινε εκεί, ισοπεδωμένος, στο πάτωμα. “Σκύλα ζωή, κι όλα για το τίποτα. Τι έχω κάνει, γαμώτο μου;” ρώτησε και εκείνη του είπε: “Υπάρχεις” […] Κάθε φορά που κοίταζε θυμωμένος πίσω, βρισκόταν παγιδευμένος σε ένα όνειρο με λαβύρινθους χωρίς σκάλες, σ’ ένα σπίτι χωρίς παράθυρα, σ’ ένα τρέξιμο σε έρημους δρόμους, φωνάζοντας με εξπρεσιονιστική προφορά μια ανόητη ιστορία, με χαμένο νήμα, με σπασμένα φτερά. Νύχτα των εγκλεισμών: η ζωή του».
 
Και μαζί η ζωή εκατομμυρίων Κολομβιανών, όμηροι ενός ατέρμονου πολέμου που μετέτρεψε τη χώρα σε μια τρομακτική γεωγραφία σταυρών που στοιχειώνουν τους πολίτες. «Από πόσους σταυρούς είναι φτιαγμένη η σελίδα της πόλης; Πού βρίσκεται η θάλασσα, μπροστά ή πίσω; Ολες οι ιδέες του, από την παιδική του ηλικία, κατέληγαν στη θάλασσα. Εκεί θα γινόταν άλλος, θα μετουσιωνόταν. Οχι άλλοι σταυροί: τετράγωνος ορίζοντας, τριγωνικός, δεν έχει σημασία, πάντως όχι άλλοι σταυροί».
 
Μόνο ένας σεισμός θα μπορούσε να τα αλλάξει όλα, όπως συμβαίνει με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ενας τέτοιος σεισμός ήρθε στην Κολομβία με την εκλογή το 2022 του Γουστάβο Πέτρο, του πρώτου αριστερού προέδρου στην ιστορία της. Αλλά μόνο το πρώτο πεντάμηνο φέτος ο Συνήγορος του Λαού κατέγραψε 117 βίαια επεισόδια: 24 ήταν άμεσες πολεμικές επιχειρήσεις και τα 93 ήταν βίαιες συγκρούσεις που είχαν δραματικές επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό. Στο ίδιο διάστημα 44 σφαγές συγκλόνισαν τη χώρα. Κι όσο περνούν οι μήνες, η αισιοδοξία δίνει τόπο στον σκεπτικισμό, οι συμμαχίες διαλύονται και ο ίδιος βρίσκεται στο στόχαστρο των μίντια και των υπερσυντηρητικών που τώρα στήνουν έναν ολόκληρο επικοινωνιακό μηχανισμό. Με ναυαρχίδα το περιοδικό Semana, που δημοσιεύει δήθεν αποκαλύψεις ανώνυμων πηγών που διατείνονται πως ο Πέτρο βρέθηκε με πέντε βαλίτσες μαύρο χρήμα (περίπου 717.000 δολάρια) που κλάπηκαν από την πρώην επικεφαλής του γραφείου του ή πως πήρε 3,5 εκατομμύρια δολάρια από τους ναρκέμπορους για την προεκλογική του εκστρατεία.
 
Περισσότερα από 30 χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το βιβλίο του Αρμάντο Ρομέρο «Μία μέρα στους σταυρούς» είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ. Παρά το δυσοίωνο τοπίο, όπως γράφει ο συγγραφέας Αλβαρο Μούτις στην εισαγωγή του: «Αυτά τα νιάτα που ζουν, ονειρεύονται, υποφέρουν και πεθαίνουν σε τούτο το μυθιστόρημα συνθέτουν μία από τις συγκινητικότερες και απέλπιδες παρελάσεις της βαριάς μοίρας που έχει σημαδέψει πολλές γενιές της Λατινικής Αμερικής μας. Είναι η μαρτυρία μιας αποτυχίας, αλλά και η κραυγή επίσης μιας ελπίδας που δεν σβήνει. Οποιος έτσι θυμάται και αγαπά τους ανθρώπους και τους τόπους των παιδικών και νεανικών του χρόνων, μας αποδεικνύει ότι το παιχνίδι δεν έχει χαθεί τελείως»…
 
Χριστίνα Πάντζου