Στην εποχή μας ακούμε όλο και πιο συχνά κάποιον/α να λέει ότι δεν τον/την εκφράζει κανένα κόμμα ή το τάδε κόμμα. Πρόκειται, φυσικά, για μια μείζονα έκφραση της κρίσης αντιπροσώπευσης που προβληματίζει όσους και όσες προσπαθούν να βρουν λύσεις σε αυτό το πρόβλημα της δημοκρατίας. Φταίνε, άραγε, τα υπάρχοντα κόμματα ή φταίνε οι πολίτες που είναι πλέον πολύ πιο ατομιστές από ό,τι στο παρελθόν; Ο Peter Mair, μείζων θεωρητικός του κομματικού φαινομένου, θεωρεί ότι τα κόμματα καρτελοποιήθηκαν/κρατικοποιήθηκαν μέσα από μια διπλή κίνηση: από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αφενός, οι πολίτες άρχισαν να απομακρύνονται από τα κόμματα και τη μαζική κομματική πολιτική και να εστιάζουν περισσότερο στην εξατομικευμένη κατανάλωση και, αφετέρου, τα κόμματα άρχισαν να απομακρύνονται από την κοινωνία και να αγκιστρώνονται περισσότερο στο κράτος. Έτσι, τα κόμματα έπαψαν να εκφράζουν όλο και περισσότερους πολίτες.
Όπως, όμως, αυτή η απόσταση δημιουργήθηκε μέσα από μια διπλή ταυτόχρονη κίνηση, με τον ίδιο τρόπο μπορεί να γεφυρωθεί.
Δηλαδή, δεν φτάνει μόνο τα κόμματα να ξανασυνδεθούν με τις κοινωνικές τους ρίζες, πρέπει και οι πολίτες να επανεπενδύσουν στη συλλογική ζωή. Για να γίνει κάτι τέτοιο, χρειάζεται τα κόμματα να κατανοήσουν ότι οι πολίτες δεν πρόκειται να επιτρέψουν εκ νέου τη χειραγώγηση ή την εργαλειοποίησή τους. Ότι θέλουν να συμμετέχουν επί ίσοις όροις, να διαβουλεύονται και να αποφασίζουν. Ταυτόχρονα, όμως, θέλουν να συμμετέχουν με τους δικούς τους όρους. Όχι από καθήκον, αλλά από επιλογή. Όχι με πρόγραμμα, αλλά με τρόπο που να διευκολύνεται το δικό τους πρόγραμμα. Από αυτή την άποψη, τα ψηφιακά μέσα διευκόλυναν την κατάσταση.
Από την άλλη, ωστόσο, οι πολίτες δεν κατανοούν ή δεν ανέχονται τις μέριμνες, τις πειθαρχίες και τα κόστη που έχει η συλλογική ζωή. Η γενικευμένη εξατομίκευση έχει ενισχύσει τη δυσανεξία των ατόμων απέναντι στις συλλογικές διαδικασίες και στους συνακόλουθους περιορισμούς. Πλέον δεν κατανοούν ή δεν δέχονται το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν είναι η απουσία περιορισμών, αλλά η συνεννόηση (και η συναίνεση) σχετικά με τους εφαρμοζόμενους περιορισμούς. Η πρωτοκαθεδρία των ατομικών επιθυμιών φαίνεται πως καθιστά τον αυτοπεριορισμό δύσκολο. Ούτως ή άλλως, η δημοκρατία δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις προσδοκίες (αφού οι προσδοκίες των μεν προσκρούουν στις προσδοκίες των δε), γεγονός που τροφοδοτεί το «μίσος για τη δημοκρατία», όπως αποκαλείται στη σύγχρονη βιβλιογραφία.
Έτσι, φτάνουμε μπροστά στη γενίκευση της τάσης «δεν με εκφράζουν τα κόμματα». Δεν μπορεί, όμως, να υπάρχει ένα κόμμα για κάθε πολίτη. Τα κόμματα οφείλουν να ψηφίζονται από εκατοντάδες χιλιάδες ή και εκατομμύρια πολίτες, αν θέλουν να επηρεάσουν την πορεία της κοινωνίας τους. Και αυτό οι πολίτες οφείλουν να το κατανοούν. Δεν φταίνε, φυσικά, οι πολίτες για τον κοινωνικό κατακερματισμό που καθιστά τις κοινωνικές ταυτότητες λιγότερο μαζικές και λιγότερο ευδιάκριτες και που, ως εκ τούτου, δυσκολεύεται η συγκρότηση συλλογικοτήτων και συλλογικών σχεδίων. Ούτε χρειάζεται να πάψουν να έχουν τις προσωπικές τους απόψεις και προτιμήσεις. Όμως, δεν φταίνε και τα κόμματα που δεν είναι κάτι σαν ερωτικοί σύντροφοι για να μας εκφράζουν και να συμφωνούν σε όλα μαζί μας. Πρέπει να συγκεράσουν πολύ διαφορετικά αιτήματα και να αντιπροσωπεύσουν μεγάλους αριθμούς ανθρώπων. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι νοητό οι πολίτες να υποστηρίζουν ένα κόμμα μόνο όταν συμφωνούν σε όλα και να αποχωρούν κάθε φορά που διαφωνούν με κάτι (εκτός αν είναι κάτι πολύ σημαντικό). Δεν μπορούν να υπάρξουν μαζικά κόμματα, ούτε καλά ούτε κακά, σε αυτό το νοοτροπιακό έδαφος. Ούτε δημοκρατία ούτε συλλογική ζωή. Γιατί και το ένα και το άλλο απαιτούν συμβιβασμούς.
Φυσικά, δεν φταίνε μόνο οι outsiders για τη στάση αυτή, φταίνε και οι insiders που δυσκολεύονται εξίσου να αυτοπεριοριστούν. Δεν θα υπερβάλλαμε, αν λέγαμε πως η κομματική ζωή είναι ένα άθλημα που διαρκεί όσο και οι αντοχές των outsiders και στο τέλος κερδίζουν οι insiders. Γιατί οι κομματικές διαδικασίες δεν είναι φτιαγμένες για ανθρώπους με πολλές υποχρεώσεις ή ανθρώπους που έχουν και άλλα ενδιαφέροντα εκτός από την πολιτική. Γιατί ο περιορισμός των θητειών έχει αποδειχθεί σχεδόν αδύνατο εγχείρημα, αφού οι insiders δεν θέλουν να γίνουν outsiders. Και γιατί αυτοί που νομίζουν ότι ξέρουν, θέλουν να καθορίζουν το τελικό προϊόν των πολιτικών διαδικασιών.
Αν, λοιπόν, οι κομματικοί σχηματισμοί θέλουν να εκφράσουν περισσότερους πολίτες, οφείλουν, αφενός, να λάβουν υπόψη τους τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων πολιτών και, αφετέρου, να εφαρμόζουν πρώτα την αρχή του αυτοπεριορισμού, ώστε να πείθονται και οι πολίτες για την ειλικρίνεια και τη δημοκρατική κουλτούρα των κομματικών στελεχών. Από την άλλη, όσο οι πολίτες αντιμετωπίζουν τα κόμματα ως προσωπικούς τους δικηγόρους και όχι ως χώρους συνάντησης, συμβιβασμού και συναπόφασης με πολλούς διαφορετικούς συμπολίτες τους, δεν θα βρεθεί ποτέ κανένα κόμμα για να τους εκφράσει. Κάποτε ο Albert Hirschman, σπουδαίος αμερικανός πολιτικός επιστήμονας, είχε παρομοιάσει τη συμπεριφορά των πολιτών έναντι των κομμάτων με την αντίστοιχη των καταναλωτών έναντι των εταιρειών. Και στις δύο περιπτώσεις (όπως και απέναντι σε όλα τα προβλήματα εδώ που τα λέμε) οι επιλογές των δυσαρεστημένων είναι τρεις: να αποχωρήσουν, να διεκδικήσουν ή απλώς να παραμείνουν πιστοί/ές (στο κόμμα, την εταιρεία, κ.ο.κ). Ως φαίνεται, σε ένα πλαίσιο προσέγγισης της οικονομικής με την πολιτική λογική, τα κόμματα δεν μπορούν να συγκρατήσουν τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους, ούτε όμως και οι καταναλωτές-ψηφοφόροι να τα υποχρεώσουν σε βελτίωση. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη διπλή κίνηση που περιέγραψα πιο πάνω.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.
Η ΕΠΟΧΗ