Η ΝΔ είχε σαφές στίγμα, σαφή ατζέντα. Πούλησε «ασφάλεια» από πραγματικούς και φανταστικούς κινδύνους στο συντηρητικό κοινό και «ψηφιακό κράτος» στο δυναμικό κοινό. Απευθύνθηκε ταυτόχρονα και στους χαμένους και στους κερδισμένους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ικανοποιώντας ένα βασικό αίτημα του καθενός. Εξοπλιστικά, αντιμεταναστευτική πολιτική και αστυνομία παντού, βοήθησαν ώστε η ΝΔ να γίνει συνώνυμο της ασφάλειας. Ομοίως, η ψηφιοποίηση του κράτους την έκανε να μοιάζει με την κατεξοχήν εκσυγχρονιστική δύναμη. Όχι πως δεν είχε τα αδύνατα σημεία της. Απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα πολλές φορές βρέθηκε σε δύσκολη θέση, από τα καιρικά φαινόμενα (φωτιές, χιόνια, πλημμύρες) ηττήθηκε κατά κράτος, η αστυνομική αυθαιρεσία και τα Τέμπη την εξέθεσαν. Όμως, έδειχνε να κάνει τα πάντα για την ασφάλεια και τον εκσυγχρονισμό του κράτους. Κέρδισε την ιδιοκτησία αυτής της ατζέντας, όσο κι αν έλεγε ο Τσίπρας ότι ο Μητσοτάκης είναι παράγοντας αστάθειας και οπισθοδρόμησης.
Την ίδια στιγμή, δεν παράτησε τελείως την ατζέντα που και η ίδια αναγνώριζε ως αριστερή. Μιλάω για το κοινωνικό κράτος και την προστασία της εργασίας. Έτρεξε το πρόγραμμα του εμβολιασμού ακόμα και σε σύγκρουση με το ακροδεξιό ακροατήριό της, ενώ έδωσε οικονομική στήριξη στους εργαζομένους κατά την περίοδο της πανδημίας και της ακρίβειας. Προφανώς, η κοινωνική πλειοψηφία δεν θεωρεί ότι η ΝΔ υπερέχει του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε αυτούς τους τομείς. Άλλωστε, έδειξε για ακόμα μια φορά την πρόθεσή της να μη στηρίξει τα δημόσια συστήματα υγείας, παιδείας και κοινωνικής ασφάλισης. Προφανώς, κανείς δεν θεωρεί ότι η ΝΔ είναι φιλεργατικό κόμμα. Άλλωστε, κατήργησε το οκτάωρο και επιδείνωσε τις εργασιακές συνθήκες. Για να μην αναφέρουμε την εξόφθαλμη στήριξη σε κάθε λογής μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και την άρνηση περιορισμού της αισχροκέρδειας. Όμως, προσπάθησε να κινηθεί εντός των ορίων ανοχής της ελληνικής κοινωνίας και, με τη βοήθεια των φιλικών προς αυτή ΜΜΕ, το κατάφερε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με τη σειρά του, δεν είχε σαφές στίγμα, προσπάθησε να μιλήσει για όλα. Ύστερα όμως από την εκλογική συντριβή, επιβάλλεται να αντιπαραθέσει μια εύληπτη ατζέντα, βασισμένη στα θέματα όπου υπερέχει στη συνείδηση της κοινωνίας έναντι της ΝΔ. Και αυτά είναι τα ζητήματα κοινωνικής προστασίας και διαφθοράς. Στο σημείο αυτό αξίζει να θυμίσω ότι διεθνώς οι αγώνες της προηγούμενης δεκαετίας έγιναν στο όνομα της αντι-λιτότητας και της πραγματικής δημοκρατίας. Αυτά τα κοινωνικά αιτήματα ανέδειξαν και τον ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα εξουσίας. Στο πλαίσιο αυτό, πολύ καλά κάνει και προτάσσει την ενίσχυση των μισθών και των συντάξεων, καθώς και του συστήματος υγείας και παιδείας. Το πρόβλημα είναι πως δεν διεκδικεί έτσι την ιδιοκτησία κάποιας ατζέντας, μιας κυρίαρχης αξιακής πλαισίωσης εντός της οποίας θα μπορούσαν να ενταχθούν τα αιτήματα διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Ένα τέτοιο ήταν η «αντι-λιτότητα», ένα τέτοιο είναι η «αντιστροφή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών». Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν αναπλαισιώνει την πολιτική του ως αντι-νεοφιλελεύθερη, ούτε τους αριστερούς/ες θα επαναπροσεγγίσει, ούτε τους νέους/ες θα σαγηνεύσει, ούτε θα καταφέρει να ξεχωρίσει από το ΠΑΣΟΚ, δείχνοντας πόσο συστημικό κόμμα είναι το τελευταίο. Η «δικαιοσύνη παντού» δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα παραπάνω.
Ομοίως, πολύ σωστά μίλησε για τα ζητήματα της δημοκρατίας, τις υποκλοπές, τον έλεγχο της ενημέρωσης, τον αστυνομικό αυταρχισμό, τα pushbacks, το πλιάτσικο στα δημόσια ταμεία και την ενδημική νεοδημοκρατική διαφθορά. Όμως, όλα αυτά δεν συναρθρώθηκαν σε μια αξιακή πλαισίωση που να είναι σε θέση να λειτουργήσει ως ισχυρό σημαίνον, ως τόπος συνάντησης διαφορετικών κοινωνικών αιτημάτων. Για άλλη μια φορά, όχι μόνο η «δικαιοσύνη παντού» δεν μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο, ούτε καν η «δημοκρατία» δεν μπορεί να τον παίξει, καθώς δεν διαθέτει πλέον την παρελθοντική προωθητική ισχύ της. Υπάρχει όμως, ένα ορφανό ισχυρό σημαίνον που μπορεί να σταθεί απέναντι στο «ψηφιακό κράτος»: το «ευρωπαϊκό κράτος». Πολύ σωστά είπε ο Τσίπρας ότι το θέμα «δεν είναι να μείνουμε Ευρώπη, αλλά να γίνουμε Ευρώπη». Η απεύθυνση, λοιπόν, στα δυναμικά στρώματα πρέπει να αφορά ένα γενικό θετικό πρόταγμα, του οποίου την ιδιοκτησία να μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να πάρει από τη ΝΔ. Άλλωστε, για όλα σχεδόν τα σημαινόμενα αυτού του σημαίνοντος, η ΝΔ καταγγέλθηκε από τις ευρωπαϊκές αρχές. Με αυτή τη γραμμή το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει να διεκδικήσει τη στήριξη των δυναμικών στρωμάτων: «ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πασχίζει να μετατρέψει την Ελλάδα σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία, ενώ η ΝΔ του Μητσοτάκη σε Ουγγαρία. Υπονομεύει τη δημοκρατία μας, ξεφτιλίζει τη χώρα μας και δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Εμείς νοικοκυρεύουμε τα δημόσια οικονομικά και αυτοί τα καταληστεύουν μέσα από ανεπίτρεπτη διαφθορά».
Όσον αφορά την ασφάλεια, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν χρειάζεται να την αφήσει τελείως. Δεν χρειάζεται, όμως, να σύρεται πίσω από τη ΝΔ. Μπορεί να αναγνωρίσει πόσο σημαντική είναι η ασφάλεια, αλλά όχι να συμφωνήσει ότι κινδυνεύουμε από κατατρεγμένους που μοιάζουν με τους προγόνους μας έναν αιώνα πριν. Ούτε ότι η αθλιότητα των pushbacks φέρνει ασφάλεια. Ντροπή φέρνει στη χώρα μας. Ομοίως, η αναγνώριση της ανάγκης για ψηφιοποίηση του κράτους μπορεί κάλλιστα να συνδυαστεί με την κριτική περί τηλεδιοίκησης στα Τέμπη.
Συμπερασματικά, θα έλεγα πως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να εστιάσει στην ατζέντα στην οποία έχει συγκριτικό πλεονέκτημα και να την αναπλαισιώσει με τη βοήθεια δύο ισχυρών σημαινόντων (αντι-νεοφιλελευθερισμός, ευρωπαϊκή δημοκρατία), που δίνουν προοπτική, καθιστούν διακριτό το στίγμα του κόμματος και δύνανται να κινητοποιήσουν τόσο τους χαμένους, όσο και τους κερδισμένους της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Ο Δημήτρης Παπανικολόπουλος είναι διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμης και ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.