Συνεντεύξεις

Δημήτρης Παπανικολάου: «Βλέπω κινηματικές δράσεις που με εμπνέουν διαρκώς»

Ο Δημήτρης Παπανικολάου, καθηγητής νεοελληνικών και πολιτισμικών σπουδών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, έχει μεταξύ άλλων γράψει τα βιβλία «Σαν κ’ εμένα καμωμένοι: Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η πολιτική της σεξουαλικότητας», «Κάτι τρέχει με την Οικογένεια: Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης», «Greek Weird Wave: A Cinema of Biopolitics».
 
Όταν αναφερόμαστε στις γιορτές κάνουμε λόγο για «μέρες αγάπης», «αλληλεγγύης», «ενδιαφέροντος για τον άλλον». Καθόλου δεν τις βιώνουμε έτσι, όχι μόνο γιατί κυριαρχεί πια η κοινωνική απομόνωση, η μοναξιά, αλλά και γιατί αυτές τις μέρες πάλι ήρθαν στο φως περιστατικά κακοποίησης και ακραίας βίας. Έχουν διαρραγεί οι κοινωνικοί δεσμοί; Ζούμε με την έγνοια μόνο του εαυτού μας;
 
Ξεκινάμε λίγο κόντρα στα Χριστούγεννα, έτσι; Δεν μπορούμε πάντως να μιλάμε για μια κοινωνία που καταστρέφει όλους τους δεσμούς της. Κοινωνικοί δεσμοί υπάρχουν και ανασυγκροτούνται διαρκώς. Αυτό που αλλάζει είναι ότι δεχόμαστε όλο και περισσότερο τη βασική βιοπολιτική συνθήκη ότι κάποια σώματα μετράνε περισσότερο από κάποια άλλα, ότι η διαχείριση βασικών ζητημάτων, όπως η υγεία, η παιδεία, το δικαίωμα στην ασφάλεια αλλά και την ελευθερία της μετακίνησης, το δικαίωμα στην ιδιωτικότητα κλπ, είναι κάπως εκτός των χεριών μας πλέον. Αποδεχόμαστε, δηλαδή, ότι όλα αυτά δεν είναι πια ουσιαστικά πολιτικά επίδικα, αλλά έχουν γίνει μια βιοπολιτική πραγματικότητα. Και αυτό συμβαίνει όσο βλέπουμε άλλα σώματα, άλλες υπάρξεις, να μην έχουν αυτά τα δικαιώματα. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που αποδεχόμαστε τούτη τη βασική βιοπολιτική συνθήκη: όποια είναι «μέσα» δέχεται ότι είναι κάπως προαποφασισμένο το πώς θα ζει, διότι ταυτόχρονα υποβάλλεται πως όποια είναι «απ’ έξω» έχει αφεθεί να πεθάνει. Το τι είναι το μέσα και το έξω, προφανώς αλλάζει κάθε φορά – όμως το σχήμα είναι το ίδιο. Δεν είμαι σίγουρος, ως εκ τούτου, ότι πάμε σε μια φάση κλασικού ατομικισμού. Έχω μία αίσθηση ότι μπαίνουμε σε μια φάση βιοπολιτικού ρεαλισμού.
 
 
Τι είναι ο βιοπολιτικός ρεαλισμός;
 
Είναι μια αποδοχή μιας κυβερνο-λογικής συνθήκης, μιας συνθήκης ότι τα σώματά μας κυβερνώνται με συγκεκριμένο τρόπο, ενώ άλλα σώματα αφήνονται να πεθάνουν. Εξελίσσεται σε μια βαθιά αντιπολιτική πραγματικότητα και σίγουρα δημιουργεί μια κοινωνική παθητικότητα. Μιλάμε, για παράδειγμα, για δικαιώματα, αλλά δεν συζητάμε το σύνολο των ανθρώπων που τα στερούνται και το πώς τα στερούνται. Δεν σας κάνει εντύπωση ότι η μεγάλη πλειοψηφία στην Ελλάδα δεν γνωρίζει (και δεν ενδιαφέρεται να μάθει) τον μέσο όρο ετών αναμονής και τους εξευτελισμούς που περνούν οι συμπολίτες μας μεταναστευτικής καταγωγής, μέχρι να πάρουν χαρτιά (αν τα πάρουν); Είναι ένα ζήτημα που όποτε και να τίθεται, εξαφανίζεται μετά από τη δημόσια σφαίρα – το κατανοούμε, αλλά δεν θέλουμε να το ακούμε ή να το βλέπουμε, μας αρκεί που εμείς έχουμε τα χαρτιά μας.
 
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τον κορονοϊό. Βλέπαμε την πίεση της κοινωνίας, πόσες πολλές κοινωνικές ανισότητες ανέδειξε αυτή η πανδημία και η διαχείρισή της, βλέπαμε την απόλυτη ανάγκη για καλύτερο σύστημα υγείας, αλλά τελικά η συζήτηση παρέμεινε στις στατιστικές, στις καθημερινές ανακοινώσεις μέτρων, και στην αφήγηση της ασφάλειάς μας.
 
 
Μετά την επέλαση του κορονοϊού και την επιλογή της καραντίνας, τι μετατοπίσεις έγιναν ως προς την αίσθηση που έχει ο κόσμος ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα και την πεποίθηση ότι δεν έχουμε επιλογές;
 
Ζούμε την εποχή που ενσωματώθηκε και επεκτάθηκε το ΤΙΝΑ (There is no alternative, Δεν υπάρχει εναλλακτική), που είναι το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού, και το οποίο θεωρούσαμε ότι λειτουργούσε μόνο στη σχέση μας με τον καπιταλισμό. Αίφνης όμως ΤΙΝΑ είναι πια η καθημερινότητά μας, εσωτερικεύεται, ενσωματώνεται, γίνεται η «λογική της κανονικότητας», καθορίζει, και μέσω των νέων μέσων επικοινωνίας και αλγοριθμικού περιβάλλοντος, την αίσθηση του παρόντος και του μέλλοντος. Η περίοδος του κορονοϊού ήταν ίσως η πιο θεαματική στιγμή αυτής της συνθήκης, αλλά έρχεται ως μέρος μιας πολύ μακρότερης διαδικασίας αλλαγών.
 
 
Νέες γραμματικές του «μαζί»
 
 
Νιώθω μια ασφυξία! Ακόμα οι κυβερνήσεις ακολουθούν πολιτικές περιοριστικές και καταφέρνουν να τις περνούν, παρόλο που παλιότερα θα ξεχείλιζαν οι δρόμοι. Σήμερα, βλέπεις να υπάρχουν σκιρτήματα αντίδρασης;
 
Βλέπω κινηματικές δράσεις που με εμπνέουν διαρκώς. Είναι όμως διαφορετικές, κατανοούν απολύτως όλο αυτό το σύστημα βιοπολιτικού ρεαλισμού, και αντιδρούν από μέσα, δημιουργούν ρωγμές, ειρωνείες, διασταυρώσεις, πολιτικές ευρεσιτεχνίες. Συχνά μάλιστα υπερ-υιοθετούν τα νέα μίντια και το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή το στίγμα μας καταγράφεται, ακριβώς για να αντισταθούν στην επιτήρηση και τη νεκροπολιτική. Αναζητήστε, για παράδειγμα, την έρευνα των Forensis για το ναυάγιο της Πύλου, και θα δείτε τι εννοώ. Δεν είναι τυχαίο ότι μια αντίστοιχη συζήτηση-παρουσίαση γι’ αυτό το ναυάγιο στο κτίριο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, ήταν και ο λόγος που το υπουργείο Πολιτισμού ανακάλεσε την άδεια χρήσης του ακινήτου στο Θησείο, όπου στεγαζόταν ο ΣΕΑ επί σχεδόν σαράντα χρόνια. Γνωρίζει η εξουσία από πού έρχεται η αντίσταση και συνήθως φροντίζει να την υπονομεύει εκ των προτέρων× αν και κάποτε αντιδρά άγαρμπα, με όρους παλιακής καταστολής.
 
Κοιτάξτε επίσης πώς το κίνημα του φύλου/σεξουαλικότητας, και το αντιρατσιστικό κίνημα, λειτούργησαν τα τελευταία χρόνια, τι νέες μορφές παρέμβασης αλλά και ενσωμάτωσης δημιούργησαν, πόσο τόσα νέα παιδιά ξανασκέφτονται τα εαυτά τους, συχνά ξεκινώντας από το σώμα και την ταυτότητα φύλου. Δείτε πόσο έχουν κατανοήσει τη σημερινή συμπλοκή του σώματος με την κυβερνολογική του πληθυσμού, και πόσο ξεκινούν την αντίσταση, την ευρεσιτεχνία και τη διαφωνία ακριβώς από τη διαχείριση του σώματος, ή της ίδιας της έννοιας της κοινοτικότητας.
 
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν μορφές αντίδρασης, υπάρχουν νέες κινηματικότητες, νέες γραμματικές του «μαζί», οι οποίες στηρίζονται συχνά σε μικρής κλίμακας παρεμβάσεις, ενσωματώνονται στην κυβερνολογική και τα κανάλια της, θεαματικά όμως υπονομεύοντάς τα. Βασίζονται στη δύναμη του παραδείγματος, της τροπικότητας, της επανάληψης, αλλά και στη βαθιά ριζοσπαστική δυναμική που εκλύεται όταν έστω και ένας άνθρωπος, από εκεί που δεν το περιμένεις, σηκώνεται και λέει «όμως εγώ, δεν παραδέχομαι…».
 
 
Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν και η ροζ σημαία που κατέβηκε από το προξενείο; Προκάλεσε πολλαπλασιαστικές αντιδράσεις σε σχέση με το πραγματικό γεγονός;
 
Νομίζω, ναι, ότι η αντίδραση που υπήρξε στο κατέβασμα ήταν και η ουσιαστική νίκη αυτού του καλλιτεχνικού έργου. Το αν θα έμενε δέκα μέρες περισσότερο στο προξενείο καταλήγει να είναι πολύ λιγότερο σημαντικό από τη συζήτηση που δημιούργησε το βίαιο κατέβασμά του. Σε αυτή τη συζήτηση κατάλαβε πολύ περισσότερος κόσμος και το ίδιο το έργο. Η ιδέα να πάρεις υλικό από τα ίδια τα σώματα και τις κοινότητες που βρίσκονται θύματα της συστημικής βίας και να το αναδιαμορφώσεις φτιάχνοντας κάτι που χτυπά ένα μεγάλο, εθνικό συλλογικό αφήγημα, δεν είναι νέα (θυμάμαι, πχ, πολλά ομότροπα πρόσφατα έργα της Ελένης Τζιρτζιλάκη που με έχουν συγκλονίσει× θυμάμαι επίσης τις «μνημονικές κουβέρτες» για τα θύματα του AIDS). Το να το ξανακάνεις όμως αυτό σήμερα, όπως το έκανε η καλλιτέχνιδα Γεωργία Λάλε, που έφτιαξε τη «ροζ σημαία» στη μνήμη των θυμάτων γυναικοκτονιών, σημαίνει ότι ανασύρεις ένα μεγάλο κινηματικό/πολιτισμικό παρελθόν στις διασταυρώσεις του. Σημαίνει επίσης ότι καθιστάς τη δική σου, ουσιαστικά αρχειακή, χειρονομία, πολιτική και ως προς την αρχειακότητά της. Ανασύρεις, χειροτεχνικά, ένα παρελθόν, και το ανασυγκροτείς ως κεντρικό στην τωρινή πολιτική συνθήκη.
 
Αυτή η δύναμη της ανασυγκρότησης, της διασταύρωσης και της επανάληψης δημιουργεί σήμερα πολιτικές ευρεσιτεχνίες που δεν τις είχαμε φανταστεί. Ηττήθηκε ο κόσμος που υποστήριξε της «ροζ σημαία», επειδή τελικά το έργο κατέβηκε; Μα κάποτε, όπως έκανε και η Λάλε σε σχέση με τόσα προηγούμενα έργα, κάποιες άλλες θα ανασύρουν αυτή τη στιγμή ως την έμπνευση για μια άλλη πολιτική παρέμβαση. Όταν λέμε ότι ο αρχειακός χρόνος είναι χρόνος πολιτικός, εννοούμε ότι μία παρέμβαση που γίνεται τώρα, ακόμα και αν εγκλωβιστεί, ακόμα και αν σβηστεί, ακόμα και αν κατεβεί, δημιουργεί μια νομολογία του μέλλοντος. Ένα δεδικασμένο. Ουσιαστικά η προσπάθεια των νέων κινημάτων σήμερα να κάνουν αρχειακές παρεμβάσεις, είναι και μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τη βιοπολιτική επιβολή χρόνου, πραγματικότητας, αλγοριθμικού παρόντος/μέλλοντος, η οποία μας μουσκεύει από παντού. Κοιτούν στο παρελθόν και ανασύρουν παλιές στιγμές διεκδίκησης και αντίφωνου λόγου, όχι απλώς για να πάρουν έμπνευση, αλλά για να πουν ότι και ο δικός τους αντίφωνος λόγος, σε ένα ηττημένο σήμερα, μπορεί σε ένα άλλο διεκδικητικό μέλλον να ανασυρθεί ως το αναγκαίο του παρελθόν.
 
 
Αυτή είναι μια νέα μορφή κινηματικότητας;
 
Βλέπω με πολύ ενδιαφέρον, όπως θα καταλάβατε, την επιστροφή στην αρχειακή σκέψη και πρακτική. Υπάρχει έντονη διάθεση να πάρουμε το αρχείο -ως έννοια- στα χέρια μας. Αυτό που θεωρείτο παλιά ένας κρατικός θεσμός, που μας καταγράφει αλλά δεν έχουμε πρόσβαση ούτε παρέμβαση, τώρα, έστω ως έννοια, δημοκρατικοποιείται. Αυτή η αρχειακή πολυφωνία είναι μια διάθεση για διαχείριση όχι μόνο της ιστορίας αλλά και του τρόπου με τον οποίο θέλουμε μιας μορφής κατανόηση της ιστορίας να επηρεάζει το παρόν μας. Καταλήγει να είναι το αρχειακό παρόν ένα πολιτικό αίτημα. Παλιές και νέες πολιτικές κοινότητες ανασυγκροτούν συλλογές, φτιάχνουν ομάδες για προφορικές μαρτυρίες, ξανασκέφτονται την ανυπαρξία συγκεκριμένων αρχείων – δείτε τι συμβαίνει με τις φεμινιστικές/κουήρ ομάδες, αλλά και τις ομάδες μεταναστευτικών και εθνοτικών κοινοτήτων στην Αθήνα και σε πολλές άλλες πόλεις. Φτιάχνουν διαρκώς έναν αρχειακό ενεστώτα ως τον βασικό χρόνο για να μιλήσουμε για την πολιτική, για την πολιτειότητα, και για το μέλλον. Θα πεις, αυτές είναι κινήσεις μικρές… Θα σου πω, κάποτε δεν θα είναι.
 
 
Αυτό συντηρητικοποιεί την κοινωνία
 
 
Συνεχώς ακούμε το «η κοινωνία δεν είναι έτοιμη» όποτε μπαίνει ένα νέο αίτημα ή μια νέα διεκδίκηση, καταπιέζοντας ουσιαστικά την προσπάθεια προτού ξεκινήσει. Έχεις την αίσθηση ότι η κοινωνία συντηρητικοποιείται; Το βλέπουμε και με τη συζήτηση για το γάμο και την τεκνοθεσία για όλα.
 
Όταν λίγο πριν τις εκλογές του 2019 συζητήθηκε για πρώτη φορά το δικαίωμα της αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια, οι τοποθετήσεις πολλών δεξιών πολιτικών ήταν ότι δεν μπορεί να γίνει γιατί πρέπει να προστατεύσουμε τα παιδιά από το «παράγωγο στίγμα». Προσέξτε, αντί να χτυπηθεί το συστημικό πρόβλημα, η αναπαραγωγή μπούλινγκ, ρατσισμού, οποιασδήποτε μορφής αποκλεισμού η οποία πολύ συχνά διασταυρώνεται με άλλους αποκλεισμούς, καθίσταται το θύμα υπεύθυνο και ουσιαστικά ένοχο για αυτό που συμβαίνει.
 
Όταν λέμε ότι η κοινωνία δεν είναι έτοιμη εννοούμε ότι υπάρχει μια αποφυγή της διάθεσης να γίνει η πολιτική συζήτηση του γιατί μια κοινωνία δεν μπορεί να αποδεχτεί ένα προοδευτικό αίτημα. Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνία συντηρητικοποιείται γιατί μαθαίνει να μην συζητά και να θεωρεί δεδομένο τον συντηρητισμό της. Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα αυτή τη στιγμή είναι η επιστροφή από την πίσω πόρτα του εθνικισμού. Αυτό συντηρητικοποιεί την κοινωνία. Παράλληλα, υπάρχει μια στροφή σε μια σκληρή πατριαρχία, ή τουλάχιστον στην υποστήριξή της εκ νέου. Ταυτόχρονα έχουμε μια παράλληλη άνοδο του ρατσισμού, ο οποίος είναι πλέον ξανά ορατός και με θεσμικό τρόπο. Συντηρητισμός είναι που μαθαίνουμε όλα τούτα να μην τα βλέπουμε. Ο συντηρητισμός έρχεται στον τρόπο με τον οποίο θεωρείται πλέον «πασέ» να είναι κανείς γραμμένος σε συνδικάτο ή να μιλάς για έμφυλες ιεραρχήσεις.
 
 
Γιατί αποτέλεσε η οικογένεια ένα θέμα που σε απασχόλησε τα τελευταία χρόνια; Έλεγες στο βιβλίο σου Κάτι τρέχει με την οικογένεια, ότι διαπιστώνεις μια επιστροφή στις σχέσεις, στην προσπάθεια να επανασυνδεθούμε με έναν καινούργιο τρόπο και όχι την εγκατάλειψη της οικογενειακότητας.
 
Πριν δεκαπέντε χρόνια έστρεψα το ενδιαφέρον μου στην οικογένεια σε σινεμά και λογοτεχνία, γιατί νόμιζα ότι ήταν μια μεταφορά της ελληνικής κρίσης. Κατάλαβα ότι δεν ήταν έτσι, ήταν μια περίεργη αναδιαπραγμάτευση με το συναισθηματικό μας αρχείο. Η οικογένεια είναι πάντα το πρόβλημα και με ένα περίεργο τρόπο η επιστροφή στην ιδέα της οικογενειακότητας είναι ενδεχομένως και η λύση. Μία από τις μεγαλύτερες επαναστατικές πράξεις που μπορεί κανείς να κάνει είναι όχι να βάλει μια βόμβα στα θεμέλια της οικογενειακότητας και της συγγένειας, όχι να αποκοπεί με αυτό που λέμε από την αγία ελληνική οικογένεια, αλλά να προσπαθήσει να το αποδομήσει στη βάση του, να πάρει μια βαθιά κριτική, διάφωνη, θέση εντός του. Έγραψα ένα βιβλίο ενάντια στην πατριαρχική, ελληνική οικογένεια και ταυτόχρονα έχω μάθει να βλέπω διαρκώς το βαθύ συναίσθημα που υπάρχει στην ελληνική οικογενειακότητα. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαμε να κρατήσουμε το δεύτερο, το συναίσθημα, αποδομώντας το πρώτο, την πατριαρχική, βαθιά συντηρητική και καταπιεστική δομή της ελληνικής οικογένειας. Στην εξουσιαστική οικογένεια που πατριαρχικά μας επιβάλλεται και μας «δίνεται» έμαθα να αντιπαραβάλλω το πολυφωνικό συναισθηματικό αρχείο και τις οικογένειες που εμείς επιλέγουμε.
 
 
Υπάρχει κάτι που να σε γεμίζει με αισιοδοξία και ελπίδα πέρα από τις μικρές αντιστάσεις;
 
Πολιτικά αυτή τη στιγμή δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Κάνουμε μεγάλο κακό στις εαυτές μας αν πιστεύουμε αφηγήσεις που λένε ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα πολιτικά. Στην Ελλάδα βλέπω τη συγκεκριμένη δομή εξουσίας – που τη θεωρώ απολύτως διεφθαρμένη – να μην χάνει τη στήριξή της. Η ιδέα ότι θα πέσει μόνη της, ξεχνά το γεγονός ότι δεν αντιπροσωπεύει κάτι στενό, αλλά μια κυβερνο-λογική που διαχέεται, μια εντελώς εκτατική συνθήκη που δεν περιορίζεται σε ένα κόμμα. Άντε να αποδομήσεις αυτή τη λογική της κανονικότητας, αλγοριθμικής πραγματικότητας και ασφάλειας -και τα τρία συνδεδεμένα- που επιβάλλεται ως μόνη λύση. Μα ο κόσμος δεν το στηρίζει πια αυτό το πλέγμα μόνο με το μυαλό, το στηρίζει και με το σώμα, με αυτό ψηφίζει πλέον… Έχει ενδιαφέρον ότι κάθε φορά νομίζουμε ότι ξυπνάμε σε ένα κακό όνειρο, διότι δεν περιμένουμε την τροπή που έχει πάρει μια πολιτική συζήτηση, το αποτέλεσμα μιας εκλογής, τι απήχηση έχει ένα συγκεκριμένο συντηρητικό επιχείρημα, ένας νέος ρατσισμός. Έλα όμως που το κακό αυτό όνειρο είναι πια η πραγματικότητα…
 
 
Το βάρος των σημαιών
 
 
Μήπως έχουμε φτάσει να έχουμε έναν πολιτικό πολτό; Να είναι όλοι μια από τα ίδια; Να μην υπάρχει πολιτική ατζέντα; Είναι σαν να μην υπάρχουν προγράμματα αριστερά και δεξιά.
 
Υπάρχει ατζέντα, και είναι πολύ παραδοσιακά νεοφιλελεύθερη. Ακόμα και το ότι «δεν υπάρχει πια αριστερά ή δεξιά», ότι οι πολιτικές είναι ουσιαστικά ίδιες και απλώς διαφέρει η διαχείριση, ακόμα και αυτό είναι ένα από τα βασικά προπαγανδιστικά αφηγήματα του νεοφιλελευθερισμού. Θα έλεγα μάλιστα ότι δεν υπάρχει απλώς ατζέντα – υπάρχει μάνιουαλ, οδηγίες χρήσεως, απολύτως ελεγχόμενη διαμόρφωση της κοινωνικής γνώμης.
 
Γι’ αυτό και, προφανώς, έχουμε να δούμε πολλά «προοδευτικά» ανοίγματα στο άμεσο μέλλον, γιαπαράδειγμα είμαι σίγουρος ότι τελικά στην Ελλάδα θα επιτραπεί ο γάμος για ομόφυλα ζευγάρια, ενδεχομένως σύντομα και η τεκνοθεσία, ενώ ταυτόχρονα θα γίνονται άλλες, πολύ συντηρητικές κινήσεις (π.χ. στην αναπαλαίωση ενός εντελώς αρχαϊκού εθνικισμού στην εκπαίδευση και γενικά στη δημόσια σφαίρα). Γιατί θα συμβεί αυτό; Μα γιατί η εθνομοκανονικότητα είναι η καινούρια πίστα στο αφήγημα «όλα (θα) πάνε καλά».
 
Αυτό που δεν ανέχεται η νεοφιλελεύθερη ατζέντα είναι η συνδεσιμότητα των πραγμάτων, η διερώτηση δηλαδή, κάθε φορά που αποκτώ ένα δικαίωμα, ποια το χάνει, ποια δεν το έχει, για ποια δεν έχει τεθεί ποτέ. Κι αυτό το περίεργο πράγμα που λέγεται διασταυρωτικότητα, διαθεματικότητα, χιασμός, στα αγγλικά intersectionality. Που λέει, δηλαδή, ότι αν κοιτάξουμε τις διασταυρώσεις αποκλεισμών και εξουσιαστικής καταπίεσης που υφίστανται γύρω μας οι άνθρωποι, καταλαβαίνουμε λίγο περισσότερο τους τρόπους εξουσίας και το πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή το πολιτικό επίδικο – πολύ μακριά από τη νομική αναγνώριση ενός στενού δικαιώματος, όσο ευπρόσδεκτη και να είναι αυτή.
 
 
Το έχει καταλάβει αυτό η Αριστερά;
 
Η Αριστερά είναι ο χώρος όπου γίνεται η συζήτηση για τη διασταυρωτικότητα. Είναι ο χώρος που για μένα υπήρξε η πιο γόνιμη, δημιουργική συζήτηση για τα ζητήματα έμφυλων δικαιωμάτων, σεξουαλικότητας, σεξουαλικής ταυτότητας, αντίστασης στον ρατσισμό, πολιτισμικότητας και εθνοτικών δικαιωμάτων. Όμως μεγάλο μέρος της Αριστεράς είχε πάντα μια μηχανιστική σχέση με αυτά τα ζητήματα. Η επικράτηση Κασσελάκη είναι ένα πολύ ωραίο παράδειγμα του πώς ένα μεγάλο μέρος της Αριστεράς μηχανιστικά αναπαράγει επιχειρήματα όπως το συμφέρει, όταν το συμφέρει. Αίφνης είδαμε τους πιο ομοφοβικούς μας συντρόφους, να παίρνουν τα κουήρ βουνά. Ας είμαι ξεκάθαρος: κατ’ εμέ ο Κασσελάκης είναι μια συντηρητική γκέι υποψηφιότητα και παρουσία, εντελώς εθνομοκανονιστική κι αντικινηματική, και το ότι αυτό ήταν πολύ δύσκολο να το συζητήσουμε με αριστερούς όρους δείχνει κι αυτό μια παθογένεια. Δείτε πόσο γρήγορα, όμως, σηκώθηκαν οι σημαίες. Ήταν πολύ ενδιαφέρον το πώς οι ίδιοι άνθρωποι σήκωναν την ίδια στιγμή τη σημαία εναντίον του σεξισμού και ταυτόχρονα αναπαρήγαγαν έναν ομοφοβικό λόγο, όπως βεβαίως και το αντίθετο. Η Αριστερά ήταν πάρα πολλά χρόνια πολύ απροετοίμαστη για να αντιμετωπίσει ακόμα και αυτό που έλεγε σε σχέση με το φύλο και τη σεξουαλικότητα. Σκεφτείτε πόσο δεν μπόρεσε η αριστερά να αντιμετωπίσει τον άρρητο σεξισμό σε όλα της τα κλιμάκια τα τελευταία χρόνια. Τα ίδια συμβαίνουν και με την πολυπολιτισμικότητα, τα εθνοτικά δικαιώματα, την ανοιχτή πολιτειότητα, τα ανοιχτά σύνορα, το διεθνισμό κ.λπ. Τι να λέμε, υπήρξε η Αριστερά απρόθυμη να σηκώσει το βάρος της ριζοσπαστικότητας των σημαιών της. Απλώς, κατά καιρούς, ενθέρμως κούναγε τις σημαίες.
 
Ζωή Γεωργούλα, Ιωάννα Δρόσου