Macro

Μαρία Κεφαλά: Ξέρετε γιατί μας σκοτώνετε; Γιατί γίνεστε γυναικοκτόνοι; Ξέρω. Και θα σας πω.

Μπορεί μια βαθιά εμπεδωμένη κοινωνική αντίληψη να σε κάνει να με σκοτώσεις;
 
Την σκότωσε, την έβαλε σε ένα μπαούλο. Φώναξε τον φίλο του. Την μετέφεραν σε ένα δάσος. Κατασκεύασε μια ιστορία. Την έκανε βόλτα στα κανάλια. Την έκανε κτήμα του.
 
Όπως και την τριών μηνών έγκυο σύντροφό του. Εκείνη που είχε σε κοινή φωτογραφία στο προφίλ του. Ναι, ήταν δική του. Και έτσι τη σκότωσε.
 
«Οι γυναικοκτονίες είναι ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας, μιας και διαπράττονται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου στα σώματα αλλά και τις επιλογές των γυναικών. Επιλογές που επειδή δεν γίνονται αρεστές τιμωρούνται ακόμα και με την απώλεια της ίδιας της ζωής των γυναικών!» Η επιστημονικά υπεύθυνη του Κέντρου Διοτίμα, Μαρία Λιάπη είναι σαφής.
 
Τα έμφυλα στερεότυπα
 
Μπορεί μια βαθιά εμπεδωμένη κοινωνική αντίληψη να σε κάνει να με σκοτώσεις; Ναι, μπορεί. Τα ριζωμένα έμφυλα στερεότυπα σου λένε ότι είμαι κατώτερη, υποτελής στην ανδρική εξουσία, και δυνητικά μπορώ να «τιμωρηθώ», «ελεγχθώ», «σωφρονιστώ» μέσω της έμφυλης βίας.
 
Με σκοτώνεις γιατί είμαι γυναίκα
 
Στις περισσότερες περιπτώσεις είσαι σύντροφος ή πρώην σύντροφος με μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά, με απειλούσες, με κακοποιούσε με εκφόβιζες. Και όταν τελικά με σκοτώσεις παρόλο που υπήρχε όνομα για το έγκλημά σου, η κοινωνία σου έδινε άλλοθι. Ήταν έγκλημα πάθους, έγκλημα τιμής. Ακόμα είναι (;).
 
Πες την με το όνομά της. Λέγε τη λέξη. Μάθε την.
 
Γιατί σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, είναι σημαντικό να τηρούνται αρχεία και επίσημες καταγραφές βάσει του νέου και εξελισσόμενου νομικού ορισμού της γυναικοκτονίας. Αυτής που για τον κύριο Φλωρίδη είναι αχρείαστη.
 
Κάθε μέρα, σε όλο τον κόσμο, δολοφονούνται 137 γυναίκες, κατά μέσο όρο, από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή από κάποιο μέλος της οικογένειας τους.
 
Από τις 87.000 δολοφονίες γυναικών παγκοσμίως, το 2017, το 58% διαπράχθηκε από (πρώην ή νυν) συζύγους ή συντρόφους ή μέλη της οικογένειας τους, σύμφωνα με νέα στοιχεία του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα (UNODC).
 
Παγκοσμίως, οι πέντε χώρες με τα μεγαλύτερα καταγεγραμμένα ποσοστά γυναικοκτονιών σήμερα είναι η Αργεντινή, το Ελ Σαλβαδόρ, η Ινδία, η Ονδούρα και το Μεξικό, ενώ υψηλά ποσοστά καταγράφονται και στη Γουατεμάλα, την Κολομβία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική.
 
Οι δράστες των γυναικοκτονιών
 
Σύμφωνα με την έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για το 2013, η κύρια αιτία θανάτου των γυναικών ηλικίας από 16 έως 44 ετών είναι, διεθνώς, η δολοφονία από κάποιο οικείο πρόσωπο. (βλ. WHO 2013, εδώ).
 
Σύμφωνα με ευρήματα που ανακοίνωσε το Συμβούλιο της Ευρώπης το 2005, η ενδοοικογενειακή βία έχει καταστεί για τις Ευρωπαίες, μεταξύ 15 και 44 χρόνων, η πρώτη αιτία αναπηρίας και θανάτου, αφήνοντας πίσω ακόμη και τα αυτοκινητικά δυστυχήματα ή τον καρκίνο.* (βλ. Βλάχου Β., “Η βία κατά των γυναικών – Ερευνητικά δεδομένα – Σύγχρονοι προβληματισμοί”, Ποινική Δικαιοσύνη, 2006, σ. 471).
 
Τέλος, η μεγαλύτερη έρευνα που έχει γίνει στην ΕΕ για την έμφυλη βία (FRA 2014), καταγράφει ότι πενήντα γυναίκες στην ΕΕ δολοφονούνται κάθε εβδομάδα από νυν ή πρώην σύντροφό τους.
 
Επιπλέον, βάση των στοιχείων του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου για την Ισότητα των Φύλων, EIGE:
 
Στην Βρετανία, κάθε τρεις μέρες δολοφονείται μία γυναίκα
Στη Σουηδία, κάθε δέκα μέρες κακοποιείται μέχρι θανάτου από το σύζυγο ή σύντροφό της
Στην Ισπανία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε τέσσερεις μέρες, περίπου 100 τον χρόνο
Στην Γαλλία, μία γυναίκα δολοφονείται κάθε πέντε μέρες εξαιτίας κακοποίησης στο σπίτι
 
Από αυτές το 1/3 μαχαιρώνεται, το 1/3 φονεύεται με πυροβόλο όπλο, το 20% στραγγαλίζεται και το 10% ξυλοκοπείται μέχρι θανάτου.
 
Για την Ελλάδα δεν έχουμε επίσημες στατιστικές για τις γυναικοκτονίες, αφού οι δολοφονίες των γυναικών λόγω του φύλου τους, δεν καταγράφονται ως τέτοιες.
 
Κάτι αλλάζει; Ναι, γιατί μιλάμε. Για να είμαστε ακριβείς, φωνάζουμε. Άκου!
 
Η Ιωάννα Στεντούμη δικηγόρος εξειδικευμένη σε ζητήματα έμφυλης βίας και παιδικής προστασίας υπογραμμίζει: «Τα τελευταία όμως χρόνια στην Ελλάδα έχουμε, με πολύ κόπο και επιμονή, αναβαθμίσει στο δημόσιο λόγο τα έμφυλα ζητήματα, που προηγούμενα ήταν ανύπαρκτα. Μιλάμε για συναίνεση, έμφυλη ισότητα, ορατότητα των θυμάτων, προστασία, νομοθετική κατοχύρωση. Μιλάμε για γυναικοκτονία και αντιδράμε σε όλες τις μισογύνικες και σεξιστικές επιθέσεις που δεχόμαστε κάθε φορά που η λέξη αναφέρεται στο δημόσιο διάλογο της χώρας.
 
Ένα κύμα ελευθερίας και διεκδίκησης που ξεκίνησε από την πάλη για την ένταξη της συναίνεσης στο άρθρο του βιασμού, συνέχισε με το metoo και την υποστήριξη των θυμάτων έμφυλης βίας, προχώρησε στη συγκρότηση δικτύων αλληλεγγύης και πια άρχισε να φωνάζει για την αναγνώριση και καταγραφή των γυναικοκτονιών.
 
Σε αυτό το πλαίσιο δράσης και συνειδητοποίησης, έγινε σαφές ότι η υπεράσπιση και η προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας, η διεκδίκηση της τιμωρίας των δραστών και η διαμόρφωση μίας διαφορετικής συλλογικής κουλτούρας συμπερίληψης και ισότητας, συμβαδίζουν αλλά και προαπαιτούν χώρο, χρόνο και ορατότητα στο δημόσιο λόγο και στις δημόσιες παρεμβάσεις.
 
Ιδίως σήμερα, που ιδέες από το πολύ παλιό παρελθόν, ξανάρχονται και ετοιμάζονται να πλήξουν τα δικαιώματα των γυναικών, έχουμε να αντιπαλέψουμε έμφυλα στερεότυπα και προκαταλήψεις με τα οποία μεγαλώσαμε και τα οποία εμποτίζουν την καθημερινότητά μας, το δημόσιο λόγο και τις κρατικές πολιτικές.
 
Οι μομφές προς τα θύματα, οι επανα-κακοποιητικές συμπεριφορές, η αδιαφορία για το τραύμα τους, η αμφισβήτηση και η αποδόμησή τους, είναι ενδεικτικά της έμφυλης ανισότητας και των συντηρητικών, πατριαρχικών στερεοτύπων που διέπουν τον κυρίαρχο λόγο. Συχνά αποκρύπτεται ότι η γυναικοκτονία είναι η κορύφωση της συναισθηματικής, λεκτικής, ψυχολογικής και συχνά σωματικής βίας που έχει προηγηθεί και δεν έρχεται ξαφνικά, ότι το θύμα έχει ήδη μπει σε ένα φαύλο κύκλο φόβου και παραίτησης από τα δικαιώματα του.
 
Παραίτηση, γιατί δεν υπάρχουν αρκετές και αξιόπιστες δημόσιες δομές και υπηρεσίες ώστε το θύμα να πιστέψει ότι μπορεί να διαφύγει με ασφάλεια. Η απουσία επαρκών ξενώνων και συμβουλευτικών κέντρων, η πολλαπλότητα των υπηρεσιών που εμπλέκονται ώστε το θύμα εν τέλει να λάβει – αν λάβει – ψυχοκοινωνική και νομική βοήθεια, η απουσία πρόβλεψης υλικής βοήθειας και οικονομικής στήριξης, ο αποκλεισμός του μεταναστευτικού και προσφυγικού πληθυσμού από την αναγκαία πλαισίωση, η αδιάφορη έως και εχθρική στάση της αστυνομίας κατά την προσπάθεια καταγγελίας, καθιστούν ανέφικτη για τα περισσότερα θύματα την προσπάθεια ασφαλούς απεμπλοκής και συγκρότησης ενός δρόμου διαφυγής.
 
Και όταν ακόμα το καταφέρνουν να φύγουν και να καταγγείλουν, συναντούν σημαντικές δυσκολίες, καθώς πολύ συχνά οι δικαστικές/οί λειτουργοί είναι επίσης εχθρικοί στους ισχυρισμούς των θυμάτων, ενώ το νέο οικογενειακό δίκαιο της «υποχρεωτικής συνεπιμέλειας» τραυματίζει ξανά και ξανά τα θύματα και τα εγκλωβίζει σε κακοποιητικούς γάμους.
 
Η τελευταία απόπειρα γυναικοκτονίας εις βάρος μια αστυνομικού, αποτυπώνει δυστυχώς γλαφυρά τις τρομακτικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα θύματα: ακόμα και αν κάποια έχει τυπικά και πρακτικά τη δυνατότητα να καταγγείλει, την πρόσβαση στη γνώση, την καταλληλότερη ίσως ιδιότητα για να κινηθεί ποινική διαδικασία άμεσα (από τις σπάνιες φορές που χαρακτηρίστηκε εξαρχής ορθά η πράξη ως απόπειρα ανθρωποκτονίας, από τις ακόμα πιο σπάνιες που θύμα έλαβε άμεσα ψυχολογική βοήθεια για το ίδιο και τα παιδιά του, η μοναδική μάλλον που το πήρε τηλέφωνο ο υπουργός), δεν το κάνει παρά μόνο πάρα πολύ αργά.
 
Για τους λόγους αυτούς, η γυναικοκτονία πρέπει να αναφέρεται και να αναγνωρίζεται ως τέτοια, ως ακραία μορφή έμφυλης βίας. Έχουμε κουραστεί να εξηγούμε πως η αγάπη δε σκοτώνει, δεν πνίγει, δεν πετάει από βράχια. Όλες οι ανθρωποκτονίες γυναικών λόγω του φύλου τους, επί δεκαετίες παρουσιάστηκαν λανθασμένα ως εγκλήματα πάθους ή τιμής, υπερβολικής αγάπης και έρωτα, οικογενειακά δράματα, προσωρινής τύφλωσης και ζήλιας, αποτέλεσμα ψυχοπαθολογίας του δράστη. Πρόκειται όμως για την πιο ακραία μορφή έμφυλης βίας, με κίνητρο την άσκηση ελέγχου στα σώματα και τις επιλογές των γυναικών.
 
Η κατοχύρωση λοιπόν της έννοιας – σε μια χώρα που βέβαια δε διαθέτει πλέον Γενική Γραμματεία Ισότητας των Φύλων – με αυτόνομη χρηματοδότηση, διαμορφώνει μια κοινωνική συνείδηση και μπορεί να αλλάξει τις κυρίαρχες προσλαμβάνουσες γύρω από αυτό το έγκλημα. Φυσικά είναι σαφές πως καμία αλλαγή συνείδησης δε θα έρθει από μόνη μια αλλαγή νομοθετική ή μια λεκτική διατύπωση. Το σημαντικό είναι να υπάρχει θέληση για ριζική αλλαγή πεποιθήσεων και βεβαιοτήτων. Η κοινωνική δράση και επανεκπαίδευση, οι πολιτιστικές εκφάνσεις, είναι εξίσου επιδραστικά για την εξέλιξη των εννοιών, των πρακτικών και των συνειδήσεων προς μια κατεύθυνση κατάργησης της εκμετάλλευσης και της συγκρότησης και αναπαραγωγής βίαιων σχέσεων».

Μαρία Κεφαλά