Οι νεοεισερχόμενοι/ες στην αγορά εργασίας συνήθως αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Ταυτόχρονα, οι νέοι άνθρωποι είναι πιο «συγχρονισμένοι» με τις τρέχουσες απαραίτητες επαγγελματικές γνώσεις και μακράν ικανότεροι στην προσαρμογή σε ψηφιακές δεξιότητες που, μαζί με την όρεξη για δουλειά, διασκεδάζουν ή έστω περιορίζουν τους φόβους των εργοδοτών για μειωμένη παραγωγικότητα της εργασίας.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση δηλώνει ότι επιθυμεί να καταπολεμήσει την ανεργία, δεν έχει παρά να επιδιώξει τη μείωση του χρόνου εργασίας σε επίπεδα όπου οι θέσεις εργασίας να μπορεί να μοιραστούν σε όσους και όσες μπορούν να εργαστούν.
Με τον ίδιο καθολικό τρόπο που έχουν πρόσβαση στα δημόσια συστήματα Υγείας και Παιδείας, χωρίς ελέγχους, αποκλεισμούς και προϋποθέσεις, μπορούμε να σκεφτούμε ένα μηνιαίο ποσόν, παράδειγμα 400 ευρώ για 12 μήνες για τους νέους και τις νέες από 19 έως και 25 ετών που ολοκληρώνουν κάθε είδους σπουδές (δευτεροβάθμιας, τριτοβάθμιας, επαγγελματικής, τεχνολογικής) και προσπαθούν να βρουν τη θέση τους όχι μόνο στην αγορά εργασίας αλλά στην ίδια τη ζωή. Ο αριθμός τους κυμαίνεται σε 150.000 ετησίως, εκ των οποίων περίπου 85.000 είναι πτυχιούχοι ανώτατης εκπαίδευσης και κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών.
Πρόκειται για το είδος των αναγκών που θέλει να καλύψει μια κοινωνία. Αλλά όταν επικαλούμαστε τις ελπίδες που εναποθέτουμε σε αυτό το τμήμα της κοινωνίας μας, ιδιαίτερα χτυπημένο από τις αλλεπάλληλες κρίσεις δέκα ετών, του οφείλουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να σκεφτεί ψύχραιμα το μέλλον του.
Με τα πρώτα αποτελέσματα να δείχνουν το αντίθετο απ’ ό,τι οι πολέμιοι της ιδέας πιστεύουν: περισσότερες ώρες εργασίας, προφανώς σε καλύτερες θέσεις, αύξηση ωρών για εκπαιδευτικά προγράμματα, καλύτερη διατροφή και υγεία με συνέπεια καλύτερη ψυχική υγεία, περισσότερος ελεύθερος χρόνος για ενασχόληση με το κοινωνικό σύνολο. Τα θέματα δηλαδή γύρω από το Καθολικό Βασικό Εισόδημα που συζητούνται διεξοδικά στο τριήμερο 21-23 Σεπτεμβρίου, δια ζώσης και διαδικτυακά, με γενικό τίτλο «Τοπικές Εμπειρίες με Παγκόσμια Σκέψη» (https://www.facebook.com/basicincomegr)
Σημείωση 2: Εχοντας την εμπειρία σχεδιασμού κοινωνικών προγραμμάτων που απαιτούν δύσκολους ελέγχους για τους υποψήφιους δικαιούχους, αναρωτιέμαι για το αν έχει μετρηθεί το διοικητικό κόστος εφαρμογής του προγράμματος.
Ο Δημήτρης Καρέλλας είναι πολιτικός επιστήμονας – πρώην γενικός γραμματέας Πρόνοιας/Κοιν. Αλληλεγγύης