Συνεντεύξεις

Δημήτρης Χριστόπουλος: «Η κυβέρνηση επικαλείται την υγειονομική ανάγκη για αλλότριους στόχους»

Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα Αλιπράντη

Στη λογική της επετείου του Πολυτεχνείου και του Γρηγορόπουλου, αποφασίστηκε και πάλι απαγόρευση των συναθροίσεων, αυτή τη φορά άνω των 100 ατόμων, με την κυβέρνηση να επικαλείται υγειονομικούς λόγους. Κατά πόσο, όμως, και για πόσο, μπορεί να χρησιμοποιείται το επιχείρημα της πανδημίας για τέτοιου είδους μέτρα;

Η κυνική απάντηση είναι: όσο αντέξουμε εμείς. Η θεσμική απάντηση είναι ότι εδώ γίνεται μια κατ’ επίφαση επίκληση της υγειονομικής ανάγκης για την εκπλήρωση αλλότριων στόχων. Η απόφαση αφορά τις διαδηλώσεις κατά του νομοσχεδίου για την παιδεία και την πανεπιστημιακή αστυνομία. Η κυβέρνηση, δηλαδή, θέλει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο: να περνάει μέτρα που δεν σχετίζονται με την πανδημία, αλλά να την επικαλείται για να μην υπάρχουν αντιδράσεις. Αυτό όμως είναι συνταγματικό unfair. Δεν γίνεται επί τη ευκαιρία της πανδημίας να νομοθετούμε εφ’ όλης της ύλης, αξιώνοντας ότι ο κόσμος θα απεμπολήσει το δικαίωμα στη διαμαρτυρία ή ακόμη χειρότερα, θα του το απαγορέψουμε.

Στην πανεπιστημιακή αστυνομία αντιτίθεται η συντριπτική πλειοψηφία της πανεπιστημιακής κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση επιμένει εμμονικά. Γιατί αυτό; Δεν φοβάται την ανάπτυξη ισχυρών κοινωνικών αντιδράσεων, γνωρίζοντας και τη δυναμική που έχουν τα φοιτητικά κινήματα στην Ελλάδα;

Η κυβέρνηση έχει τη δική της ανάγνωση των κοινωνικών συσχετισμών, σύμφωνα με την οποία υπάρχει απόλυτη ηγεμονία της αντίληψής της μέσα στην ελληνική κοινή γνώμη, εξαιτίας της ανοχής που έδειξαν τα πανεπιστήμια σε φαινόμενα βίας που προέρχονταν από τον αντιεξουσιαστικό χώρο. Το ότι η κυβέρνηση φέρνει την αστυνομία στα πανεπιστήμια, τη στιγμή που είναι κλειστά και χωρίς πόρους, είναι εξοργιστικό. Είναι φουλ δεξιά επίθεση στο δημόσιο πανεπιστήμιο. Δεν μπορεί να μπει σώμα στο πανεπιστήμιο που να μην υπάγεται στον πρύτανη. Έτσι λέει το Σύνταγμά μας. Αυτοδιοίκητο με ΕΛ.ΑΣ. δεν γίνεται. Ακούω την κυβέρνηση να λέει «μα τι φοβάστε; χούντα έχουμε;». Η ακαδημαϊκή ελευθερία και το αυτοδιοίκητο, ωστόσο, δεν θεσμοθετήθηκαν ως ανάθεμα στην εφταετία, όσο κι αν οι μνήμες της 17ης Νοέμβρη 1973 μας στοιχειώνουν ακόμη. Δεν υπάρχει εδραιωμένη δημοκρατία στον κόσμο, που να μην υφίσταται το αυτοδιοίκητο των πανεπιστημίων. Μόνο στην Τουρκία ισχύει αυτό που επιχειρεί να νομοθετηθεί σήμερα στην Ελλάδα. Ακόμα και η ομοσπονδία των αστυνομικών διαφωνεί. Ξέρουν οι άνθρωποι ότι άλλη είναι η δουλειά τους. Λέγοντας αυτά όμως, θα είμαι και κριτικός στα καθ’ ημάς. Δεν έχω ακούσει επαρκώς να κάνουμε την αυτοκριτική μας για το γεγονός ότι με την ανοχή μας αφήσαμε τα πράγματα να γίνουν βούτυρο στο ψωμί της νεοσυντηρητικής παλινόρθωσης. Υπάρχουν πανεπιστήμια στην Ελλάδα, στα οποία δεν μπορεί να μιλήσει ένας δεξιός διανοούμενος υπό το φόβο επεισοδίων. Κι αυτό είναι παραβίαση της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Ο μόνος τρόπος για να αντιπαρατεθούμε βιώσιμα και αποτελεσματικά στον κυβερνητικό αυταρχισμό, είναι να προτείνουμε ένα βιώσιμο σχέδιο πανεπιστημιακής φύλαξης, με σεβασμό στο πανεπιστημιακό αυτοδιοίκητο. Ο αντίπαλος κάνει τη δουλειά του. Εμείς κάναμε τη δικιά μας όμως, όπως και όταν έπρεπε;

Συν αυτού, η πανεπιστημιακή κοινότητα τι μπορεί να κάνει για να αντισταθεί στο μέτρο; Όταν μάλιστα τα πανεπιστήμια είναι κλειστά και ακόμα και οι δράσεις στον ψηφιακό χώρο δέχονται λογοκρισίας, όπως έγινε με το κείμενο συλλογής υπογραφών των πανεπιστημιακών στο facebook; Η λογοκρισία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αποτελεί και ένα ευρύτερο θέμα, βέβαια…

Τι θα γίνει όταν ανοίξουν τα πανεπιστήμια, θα το δούμε. Όλα είναι πιθανά. Ωστόσο αυτό που έχει μεγάλη σημασία είναι πώς θα λειτουργήσουν οι πρυτανικές αρχές, όπως και το επικείμενο νομοσχέδιο, με το οποίο η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να εισαγάγει νέα πρυτανικά συμβούλια, με στόχο να αλλάξει ή να ελέγξει τους πρυτάνεις που αντιδρούν. Αυτό είναι το μέτωπο που έπεται. Όσον αφορά τις διαδικτυακές συζητήσεις, εγείρονται πολλά θέματα ελευθερίας του λόγου. Μπορεί να ακουστεί παράδοξο, αλλά χρωστάμε πολλά -σαρκαστικά μιλάω- στον τρόπο που επιχείρησαν οι φασίστες Αμερικάνοι να μπουν στο Καπιτώλιο και στον ίδιο τον Τραμπ, ο οποίος δια της αποκαθήλωσής του από τα κοινωνικά δίκτυα ανέδειξε ακριβώς το μείζον θέμα ελευθερίας και ελέγχου που υπάρχει στο διαδίκτυο. Δεν γίνεται ο πάροχος να επεμβαίνει αυτόκλητα, ορίζοντας τι κατά αυτόν είναι το προβληματικό, προκειμένου να το κατεβάσει. Διότι ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο Τραμπ είναι μια ακραία περίπτωση που κατέβασε το twitter, τι είναι οι 1.050 πανεπιστημιακοί, μεταξύ των οποίων κι εγώ, που αναρτήσαμε το κείμενό μας εναντίον της πανεπιστημιακής αστυνομίας; Τι είναι τα πολλαπλά κρούσματα λογοκρισίας που έχουμε στο facebook, εξαιτίας αδιαφανών αλγόριθμων ή δεν ξέρω γω τι άλλο, που ρυθμίζουν τι πρέπει να λέγεται και τι όχι; Η δραστικότερη λογοκρισία δεν είναι πλέον το ψαλίδι της χούντας, είναι η αφανής λογοκρισία ιδιωτικών κολοσσών, που νέμονται μονοπωλιακά τη δημόσια σφαίρα.

Κρίνετε ότι επικρατεί ένα γενικότερο κλίμα ασφαλειοποίησης με πρόσχημα την πανδημία; Και κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος να συντηρηθεί και μετά;

Δεν υπάρχει κυβέρνηση χειραφετημένη από τον πειρασμό της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης. Ακόμη και η των καλύτερων προθέσεων. Πολλώ δε μάλλον η δική μας, σαν κοιτώ τα πρόσωπα μερικών υπουργών. Γι’ αυτό λέμε ότι στις σύγχρονες δημοκρατίες χρειάζονται αντίβαρα. Τα αντίβαρα ασθενούν σήμερα βαριά. Από τις ανεξάρτητες αρχές που αδρανούν, ως τον Τύπο που αυτουπονομεύει έστω και τον κατ’ επίφαση πλουραλισμό του, έχουμε πρόβλημα στην Ελλάδα. Αυτό δημιουργεί ένα σύμπλεγμα σκαντζόχοιρου στην εκτελεστική εξουσία: όσοι εναντιώνονται είναι απειλές, επομένως θωρακιζόμαστε. Στη συνταγματική μας παράδοση, όμως, όπως και στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, όταν ορίζουμε την υγεία, δεν εννοούμε τη σωματική επιβίωση δια της απουσίας νόσου, αλλά και την κοινωνικότητά μας, τη δυνατότητα να συνυπάρχουμε μέσα σε μια εύρυθμη κοινότητα και φυσικά την υπόλοιπη ψυχοσωματική μας ευημερία. Αυτά έχουν ξεχαστεί σήμερα και το κόστος θα είναι ανυπολόγιστο στο μέλλον. Αυτό είναι ακριβώς η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία, η υγεία του γυμνού, μόνου ανθρώπου, που θα πενθήσει μόνος χωρίς διαμαρτυρία. Το πένθος, σου λέει, εξ’ ορισμού διώχνει τη συλλογικότητα και την κοινωνική κινητοποίηση. Θα φωνάζω διαρκώς πως πρέπει να επαναπατρίσουμε την έννοια της ασφάλειας: ασφάλεια δεν είναι μόνο το πηλήκιο του αστυνομικού! Είναι οι δρόμοι, τα σχολεία, οι παιδικοί σταθμοί, τα νοσοκομεία. Η κοινωνική πρόσληψη της ασφάλειας έχει εξοριστεί από το δημόσιο λόγο. Έχουμε χρέος να την επαναφέρουμε.

Η αριστερά, και ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, μπροστά σε όλο αυτό το κλίμα που διαμορφώνεται, τι θα πρέπει να κάνει ως αντιπολίτευση, ώστε όταν τελειώσει η πανδημία και τα λοκντάουν, να μην ζούμε σε ένα δυστοπικό κόσμο;

Τρία πράγματα θα πω. Πρώτον, μας αρέσει ή όχι, η διαχείριση μιας έκτακτης ανάγκης είναι μονόπρακτο της εκτελεστικής εξουσίας. Το μονόπρακτο όμως θα κριθεί, βέβαια, στο χειροκρότημα, όπως μου είπε η Καλλιόπη Βέττα σε μια εκδήλωση, κι έχει δίκιο. Στην Αριστερά σήμερα θέλουμε επιμονή, υπομονή και τεκμηρίωση. Υπομονή γιατί το μέλλον διαρκεί. Δεν βοηθάει η εικόνα του θυμωμένου που στερήθηκε την εξουσία και βιάζεται να επανακάμψει. Η πολιτική δεν υπακούει σε αυτοματισμούς κι αυτό το βλέπουμε κατεξοχήν σήμερα που η κυβέρνηση χάνει, χωρίς να κερδίζει η αντιπολίτευση. Το δεύτερο είναι ότι παρατηρώ μια σύγχυση μεταξύ ευπρέπειας και πολιτικής αυστηρότητας. Μπορείς και πρέπει να είσαι ευπρεπής, ενώ την ίδια στιγμή να τσακίζεις τον αντίπαλο. Ευπρέπεια δεν σημαίνει πλαδαρότητα στον πολιτικό αγώνα. Σημαίνει ανάκτηση της φερεγγυότητας μέσα από τεκμηριωμένες προτάσεις κοινωνικά δίκαιων και βιώσιμων μεταρρυθμίσεων. Τρίτον, το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιβιώνει, κρατώντας ένα συμπαγές τμήμα του εκλογικού σώματος, δεν σημαίνει ότι επειδή βιώνουμε μια νέα κρίση, θα ξαναβρεθεί αυτοδικαίως μετά στη διακυβέρνηση. Αυτό είναι αφελής βολονταρισμός. Αν κάποιοι νομίζουν ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο 2010-2012, το οποίο θα επιφέρει ζωτικούς κραδασμούς στα κυβερνητικά κόμματα, μάλλον ξεχνάνε ότι κυβερνητικό κόμμα είναι κι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πώς εκτιμάτε τις κινήσεις της κυβέρνησης στο ζήτημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και των διερευνητικών επαφών;

Οι διακρατικές διαφορές πιστεύω ότι λύνονται δια του συμβιβασμού και για το λόγο αυτό ήμουν κι από αυτούς που εκφράστηκαν πανηγυρικά υπέρ της συμφωνίας των Πρεσπών, που θεωρώ ότι είναι το πιο σημαντικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ. Συμβιβασμός μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα γίνει είτε μετά από ένα θερμό επεισόδιο, είτε πριν. Ας διαλέξουμε τι από τα δύο προτιμάμε. Εγώ, όπως καταλαβαίνετε, προφανώς προτιμώ πριν. Το πρόβλημα των προβλημάτων εδώ είναι ότι τα δύο κράτη διαφωνούν ως προς το ποια είναι η διαφορά. Αν συμφωνήσουν για ποιο πράγμα πρέπει να αποφασίσουν, θα επέλθει λύση, αργά ή γρήγορα. Το πρόβλημα, δηλαδή, με την Τουρκία δεν είναι το πώς θα λύσουμε το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, αλλά ότι εμείς λέμε ότι είναι το μόνο ζήτημα, ενώ η Τουρκία βάζει και τα θέματα της αποστρατικοποίησης, τον εναέριο χώρο, τα θαλάσσια ύδατα, γκρίζες ζώνες κτλ. Εμείς απαντάμε ότι δεν τα συζητάμε και τέλος. Το ερώτημα λοιπόν “ποια είναι η ελληνοτουρκική διαφορά” μάς στοιχειώνει. Έχουμε το σθένος, ως Ελλάδα, να δεχθούμε και να πούμε στην ελληνική κοινή γνώμη, που ταΐζουμε εθνικιστικό κουτόχορτο, ότι η διαφορά δεν είναι μόνο τι λέμε εμείς, αλλά τι λένε και κείνοι; Ιδού η Ρόδος: ευκαιρία για υπεύθυνη κυβέρνηση και αντιπολίτευση. Μια αντιπολίτευση που θα δικαιώνει τις Πρέσπες, δεν θα τις ακυρώνει.

Η ΝΔ φαίνεται να αντιμετωπίζει πρόβλημα στο εσωτερικό της με την ακροδεξιά πτέρυγα του Α. Σαμαρά όσον αφορά στις διερευνητικές με την Τουρκία…

Από τη μεταπολίτευση και μετά, η ΝΔ κρατάει με μαεστρία στο εσωτερικό της την ακροδεξιά πτέρυγα και ισορροπεί πάντα μεταξύ ενός κεντροδεξιού, ευρωπαϊκού λόγου και ενός ακραίου, εθνολαϊκιστικού. Αυτός ο πόλος, με συνέπεια τα τελευταία χρόνια, εκφράζεται από τον Α. Σαμαρά. Αν η ΝΔ δεν καταφέρει να το τιθασεύσει, για πρώτη φορά, αυτό δεν θα οφείλεται τόσο στη δυναμική που έχει ο ακροδεξιός λόγος στο εσωτερικό της, που είναι χρόνια και δεδομένη. Το καλύτερο τσιμέντο που κρατάει όρθιο το οικοδόμημα είναι η εξουσία. Και σε αυτό η Νέα Δημοκρατία, η δεξιά, είναι μάστορας. Θα κριθεί από την ευρύτερη δυναμική που θα αποκτήσει η Άκρα Δεξιά στην Ευρώπη. Κι αυτό θα έχει επίπτωση και στα ελληνοτουρκικά.

 

 

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής Πολιτειολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Πηγή: Η Εποχή