Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα Αλιπράντη
Από το πρώτο κύμα της πανδημίας διαπιστώθηκαν οι δυσμενείς επιδράσεις αυτής, όπως και του εγκλεισμού, στην ψυχική υγεία. Τώρα στο δεύτερο κύμα, με πιο περιοριστικά μέτρα και περισσότερα θύματα, τι παρατηρείται;
Καταρχήν, πρέπει να πούμε ότι αυτή η πρωτότυπη κατάσταση που βιώνουμε -για την εποχή μας, όχι ιστορικά- δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Είναι μια υγειονομική κρίση προερχόμενη από το μοντέλο ζωής μας, που την τελευταία δεκαετία είχε επιφέρει και μια παγκόσμια οικονομική κρίση -που είναι ταυτόχρονα πολιτική κρίση, κρίση αξιών και τρόπου ζωής. Τα τελευταία χρόνια, δηλαδή, ιδίως στη χώρα μας, ζούμε κάτω από μια διαρκή κατάσταση κρίσης. Με ψυχικούς όρους θα λέγαμε ότι ζούμε ένα διαρκές ψυχικό τραύμα. Η αβεβαιότητα και ο φόβος για τη ζωή υπό οικονομικο-κοινωνικούς όρους, φτάνει τώρα πια με την πανδημία να γίνει φόβος για την ίδια την ύπαρξη. Σε αυτές τις καταστάσεις ψυχικού τραυματισμού, έχουμε εμφάνιση συμπτωμάτων μετατραυματικού στρες, εκτεταμένου άγχους και καταθλιπτικών επεισοδίων, ιδιαίτερα στις πιο ευάλωτες αναπτυξιακά ομάδες, που είναι τα παιδιά, οι έφηβοι και οι υπερήλικες. Αυτές οι καταστάσεις δυσκολεύουν την ολοκλήρωση της ψυχικής εξέλιξης και ανάπτυξης των παιδιών και εφήβων, ενώ στους υπερήλικες οδηγούν σε φαινόμενα παλινδρόμησης και απελπισίας, που επιβαρύνουν έτι περαιτέρω τη σωματική τους υγεία. Αντίστοιχα, οι άνθρωποι με νοσήματα, όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχικά, επιβαρύνονται περισσότερο από τις συνέπειες της πανδημίας, αλλά και από τα μέτρα για την αντιμετώπισή της. Η διαθεσιμότητα των υπηρεσιών ψυχικής υγείας και η προσβασιμότητα σ’ αυτές περιοριστήκαν δραματικά. Πριν από ένα μήνα περίπου, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε μια μελέτη για 150 χώρες, όπου καταγράφονταν οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας στην παροχή ψυχικών υπηρεσιών, που ούτως ή άλλως υπολειπόντουσαν των αναγκών, παγκόσμια, αλλά και στη χώρα μας. Η πορεία της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης – δηλαδή το πέρασμα από την ασυλική ψυχιατρική του εγκλεισμού, της περιθωριοποίησης και του στιγματισμού της ψυχικής αρρώστιας στην κοινοτική-κοινωνική ψυχιατρική- εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, αρχικά, και τώρα λόγω της πανδημίας, όχι μόνο ανακόπηκε, αλλά συνεχίζει να παρουσιάζει επικίνδυνα σημάδια παλινδρόμησης. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο τομέας της ψυχικής υγείας είναι ο πρώτος που περιορίστηκε. Οι πόροι του σε ανθρώπους και υποδομές “απαλλοτριώθηκαν” για την αντιμετώπιση των αναγκών του συστήματος τώρα για τον Covid-19, προηγούμενα για τη μείωση των δαπανών υγείας.
Αυτή τη στιγμή, η παροχή ψυχικών υπηρεσιών γίνεται κυρίως μέσω της τηλε-ψυχιατρικής, όπως και οι περισσότεροι τομείς στη ζωή μας (εργασία, κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις), έχουν μεταφερθεί στον ψηφιακό χώρο. Ποιες οι επιδράσεις αυτού του φαινομένου;
Η τηλε-ψυχιατρική σε αυτή τη συγκυρία, όπως και εν γένει η τηλε-ιατρική, μπορεί να προσφέρει βοήθεια, αλλά αυτό έχει όρια και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελέσει το μοναδικό τρόπο φροντίδας. Η τεχνολογία είναι στην υπηρεσία της σχέσης του ανθρώπου με τον άνθρωπο, αλλά δεν μπορεί να την υποκαταστήσει. Και εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος, γιατί έχει αρχίσει να αναπτύσσεται η άποψη ότι μπορούν να γίνουν τα πάντα μέσω αυτών των διαδικασιών, τηλε-εκπαίδευση, τηλε-ιατρική, τηλε-ψυχιατρική, τηλε-ζωή εν γένει. Η τηλε-ζωή δεν είναι ζωή όμως. Από τη μία, είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο π.χ. που βρίσκεται απομονωμένος στο νοσοκομείο ή στο σπίτι του, είτε είναι άρρωστος, είτε όχι, να μπορεί μέσω του τηλεφώνου να δει και να μιλήσει με τον άνθρωπό του. Από την άλλη μεριά, όμως, αν ακολουθήσουμε μια τάση που θέλει όλα να γίνονται εξ αποστάσεως, θα ήταν καταστροφικό. Δεν μπορούν αυτοί οι τρόποι να υποκαταστήσουν την αυθεντική ζωή. Για παράδειγμα, τα ψηφιακά μέσα βοηθούν στην εκπαίδευση, αλλά δεν γίνεται να υποκαταστήσουν το ζωντανό χώρο του σχολείου, με τους δασκάλους, τους συμμαθητές, το κοινό περιβάλλον κι όλα όσα τελικά διαμορφώνουν την ταυτότητα του κάθε σχολείου. Μόνο έτσι το σχολείο μπορεί να «εκπαιδεύσει» τα παιδιά και τους νέους ανθρώπινα κι όχι «μηχανικά» με γνώσεις που ξεπερνιόνται την επόμενη μέρα.
Να πούμε λίγο περισσότερα για τις συνέπειες, τώρα και στο μέλλον, των κλειστών σχολείων, πέραν της εκπαίδευσης, όσον αφορά στην κοινωνικοποίηση των παιδιών;
Τα παιδιά ευτυχώς είναι πολύ προσαρμοστικά και μέσω των ψηφιακών μέσων που λέγαμε, βρίσκουν τρόπους επαφής με τους συνομήλικούς τους. Αλίμονο, όμως, αν σταθούμε σ’ αυτή την προσαρμοστικότητα και τους στερήσουμε τις φυσικές σχέσεις ανάμεσά τους. Όσον αφορά το μάθημα, ενώ μέσω της τηλε-εκπαίδευσης μπορεί να διατηρηθεί κάπως η μεταφορά γνώσεων, ταυτόχρονα παρατηρούνται δυσκολίες γιατί το σύστημα δεν είναι καλό και δεν καλύπτει το σύνολο των μαθητών, ενώ υπάρχουν και δυσκολίες οικονομικές, χώρου κ.α. από την ταυτόχρονη τηλεργασία στις οικογένειες. Επίσης μην ξεχνάμε και τις περιπτώσεις που τα παιδιά, είτε τα ίδια είτε η οικογένειά τους, αντιμετωπίζουν ψυχοπαθολογικά προβλήματα. Αυτά δεν μπορείς να τα κλείνεις στο σπίτι με τον ίδιο τρόπο που γίνεται για τα άλλα. Εκεί θα έπρεπε να λειτουργούν κανονικά οι υπηρεσίες και έπρεπε να είχαμε πάρει αυτό το μάθημα από τον πρώτο εγκλεισμό, όπου διαπιστώσαμε ότι με το οριζόντιο κλείσιμο των υπηρεσιών που αφορούν ευαίσθητους πληθυσμούς, έχεις χειρότερα αποτελέσματα. Για όλα αυτά, βέβαια, δεν έγινε τίποτα.
Και γενικά για τις συνέπειες της πανδημίας στην ψυχική υγεία μέχρι τώρα δεν έχει ληφθεί κάποιο επίσημο μέτρο. Τι θα έπρεπε να γίνει;
Πρώτα απ’ όλα, θα έπρεπε να έχει ενισχυθεί συνολικά το δημόσιο σύστημα υγείας και να έχει τεθεί και το ιδιωτικό σύστημα στην υπηρεσία του και όχι το αντίστροφο που βλέπουμε ότι γίνεται σήμερα. Για την ψυχική υγεία όντως δεν έχει γίνει κάτι. Αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς, είναι ότι λόγω του Covid οι νοσοκομειακές μονάδες μετατρέπονται σε νοσοκομεία μιας αρρώστιας, με αναστολή όλων των άλλων υπηρεσιών, ξεκινώντας από αυτές για την ψυχική υγεία. Αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλονίκη το σύνολο σχεδόν των ψυχιατρικών υπηρεσιών έχουν ξαναγυρίσει στο Ψυχιατρείο Θεσσαλονίκης, από εκεί που ξεκίνησαν. Αντιλαμβάνεστε ότι αυτά είναι σοβαρά πισωγυρίσματα. Κανονικά θα έπρεπε να συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αυτό, βέβαια, προϋποθέτει κατάλληλες μονάδες πρωτοβάθμιας υγείας, ώστε να μην καταλήγουμε όλοι στο νοσοκομείο. Και είναι κρίμα αυτό που συντελείται τώρα, γιατί όταν βγήκαμε από τα μνημόνια, στην προηγούμενη διακυβέρνηση, είχαν γίνει τέτοια βήματα αναμόρφωσης.
Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι οι άνθρωποι που πεθαίνουν από τον κορονοϊό, φεύγουν μόνοι τους, χωρίς να μπορούν να δουν τους δικούς τους ανθρώπους. Λόγω των περιορισμών δε στις τελετές, οι περισσότεροι δεν μπορούν να αποχαιρετήσουν ούτε τότε αυτούς που χάσανε. Ταυτόχρονα, συνηθίζουμε οι θάνατοι καθημερινά να έχουν τη μορφή αριθμών. Ποιες οι συνέπειες αυτής της μη εκδήλωσης του πένθους;
Όντως πολλοί άνθρωποι που μπαίνουν στις μονάδες για τον κορονοϊό, απομονωμένοι, πεθαίνουν μέσα σε πολύ άσχημες συνθήκες. Δεν είναι ένας φυσιολογικός θάνατος. Έπειτα είναι ζήτημα και για τους ανθρώπους τους, που δεν μπορούν να τους συντροφεύσουν ούτε στην αρρώστια, ούτε στο θάνατο. Αυτό δημιουργεί μεγάλο ψυχικό βάρος, αίσθημα αδυναμίας, ενοχών, θυμού, που μπορεί να στραφεί στον εαυτό και να πάρει καταθλιπτικό χαρακτήρα ή και προς τον άλλον, ενοχοποιώντας ακόμα και αυτόν που αρρώστησε, σαν μια άμυνα μπροστά στα συναισθήματα ανημπόριας και φόβου. Αυτό μπορεί να συμβεί ούτως ή άλλως στο πένθος, πόσο μάλλον όταν δεν γίνονται και οι ανάλογες εθιμικές διαδικασίες, που υπάρχουν σε όλους τους πολιτισμούς διαχρονικά, που διευκολύνουν τον αποχωρισμό. Αυτή τη στιγμή, όμως, υπάρχει και ένα συνολικότερο πένθος στους ανθρώπους, που έχει να κάνει με τη συνεχιζόμενη κρίση που προαναφέραμε. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, με ένα τρόπο ξαφνικό για τους περισσότερους, άλλαξε καθολικά η ζωή μας, και τώρα με την υγειονομική κρίση απειλείται η ίδια η ύπαρξή μας. Αυτή η αλλαγή που αφορά το σύνολο της προσωπικότητας του καθενός, αλλά και το σύνολο του μοντέλου που ζούμε ως κοινωνία, επειδή ήταν ξαφνική, δεν μας έδωσε τη δυνατότητα να διεργασθούμε αυτό που «χάσαμε» και να δημιουργήσουμε κάτι άλλο με νέες αξίες, πιο κοντά στις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες.
Αυτή η συγκυρία, λοιπόν, θα μπορούσε να καταστεί μια ευκαιρία επανεκτίμησης του μοντέλου ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων ή είναι πιο εύκολο να κυριαρχήσουν τα αρνητικά συναισθήματα και επιδράσεις της πανδημίας στον ψυχισμό μας;
Εξαρτάται από το τι θέλει ο καθένας μας, αλλά και τι θέλουμε ως κοινωνίες. Θέλουμε να βγούμε από αυτή την κρίση, με όρους που θα αποφύγουμε την επόμενη και θα καλυτερεύσουμε τη ζωή μας ή θέλουμε να ξαναγυρίσουμε στο δρόμο που μας οδήγησε εδώ; Οι σχέσεις έχουν βασιστεί μέχρι τώρα στον καταναλωτισμό, στο γρήγορο, στο έξω, ένα «fast food» σε όλα τα επίπεδα. Το ταξίδι για την Ιθάκη, όμως, απαιτεί μια αυθεντική διαδρομή. Τώρα αυτή έχει χαθεί, έχει επιβληθεί μια άλλη, με εξωτερικούς όρους ως προς τις πραγματικές μας ανάγκες και ικανοποιήσεις. Όλα αυτά μπορούμε να τα ξαναδούμε, το ερέθισμα, το τραγικό ερέθισμα, το έχουμε.
Τι θα συμβουλεύατε για τη διατήρηση της ψυχικής υγείας όσο είμαστε αντιμέτωποι με την πανδημία και την καραντίνα;
Ένας τρόπος για να μπορέσουμε να σταθούμε ο καθένας προσωπικά, είναι να δούμε αυτή την κατάσταση σαν μια ευκαιρία αναστοχασμού και επαναξιολόγησης. Να μπορέσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την αξία της συνύπαρξης. Αυτό που λέμε: κανείς μόνος του στην κρίση. Να ανακαλύψουμε ξανά τον εαυτό μας και το διπλανό μας, την αξία του κοινού χώρου που μοιραζόμαστε, ξεκινώντας από την οικογένειά μας και καταλήγοντας σε όλο τον κόσμο. Πολλοί προτείνουν διάφορες τεχνικές για αυτή την περίοδο, που έχουν σχετική αξία, πχ η φυσική άσκηση, αλλά το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, για να ανταπεξέλθουμε σε αυτή την κατάσταση, είναι ο επαναπροσδιορισμός των αξιών της ζωής μας και η επανατοποθέτηση μας από το κλείσιμο στον εαυτό και τον ατομισμό στο άνοιγμα στον Άλλον, στην κοινωνία, στη συλλογικότητα, στη χαρά της κοινής προσπάθειας και δημιουργίας ενός καλύτερου αυριανού κόσμου που αξίζει να ζει κανείς.
Πηγή: Η Εποχή