Macro

Δήμητρα Χαλικιά: Η μεταμφίεση του νεοφιλελευθερισμού σε «στρατιωτική ασφάλεια»

Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται αντιμέτωπη με τη βαθύτερη πολιτική της μετάλλαξη από την ίδρυσή της. Το πλαίσιο, έτσι όπως περιγράφεται στην Κοινή Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Αμυντική Ετοιμότητα 2030, η στρατηγική «ReArm Europe», η «στρατηγική Porcupine», η προτεινόμενη αρχιτεκτονική αμυντικής χρηματοδότησης της ΕΕ με επίκεντρο το σχέδιο «SAFE» και οι τροποποιήσεις της Πολιτικής Συνοχής αποτελούν την αιχμή του δόρατος μιας νέας, πιο επιθετικής και βαθιά αντικοινωνικής μορφής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης. Δεν πρόκειται απλώς για αναπροσανατολισμό πολιτικών, αλλά γιαδομική ανατροπή του μεταπολεμικού ευρωπαϊκού συμβολαίου: από την κοινωνική αναδιανομή, στην καπιταλιστική πειθάρχηση και στον στρατιωτικό μετασχηματισμό της Ευρώπης.

Η αναβίωση του Ψυχρού Πολέμου

Η νέα στρατηγική άμυνας της ΕΕ, όπως σκιαγραφείται στη Λευκή Βίβλο, σηματοδοτεί την αναβίωση ενός νέου Ψυχρού Πολέμου: γεωπολιτικός δυισμός, στρατιωτική συσσώρευση, τεχνολογικός ανταγωνισμός και αναγωγή της ασφάλειας σε εξοπλιστική επάρκεια. Η ανακήρυξη της Ουκρανίας ως «πρώτης γραμμής» της ευρωπαϊκής ασφάλειας ενσωματώνει πλήρως την Ένωση σε μια λογική διαρκούς στρατιωτικής ετοιμότητας και καθυποτάσσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση σε ένα καθεστώς πολεμικής επιμελητείας. Με επίκληση των «κρίσιμων κενών ικανοτήτων» και την ενεργοποίηση νέων εργαλείων χρηματοδότησης, οικοδομείται ένα υπερεθνικό αμυντικό πλαίσιο που μετατοπίζει την ευρωπαϊκή πολιτική από την κοινωνική σύγκλιση και την πράσινη μετάβαση στη στρατιωτική διαλειτουργικότητα και τη στρατηγική πειθάρχηση. Η νέα αυτή μορφή ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης –με υποχρεωτική δημοσιονομική εμπλοκή των κρατών και λήψη αποφάσεων σε κλειστά, τεχνοκρατικά σχήματα– εγκαινιάζει ένα μεταδημοκρατικό καθεστώς διαρκούς «έκτακτης ανάγκης», που εκμηδενίζει την ειρηνική παράδοση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Η «στρατηγική Porcupine» σηματοδοτεί την πιο σαφή μετατόπιση της ΕΕ προς έναν ενιαίο στρατιωτικό προσανατολισμό, με επίκεντρο την Ουκρανία ως πεδίο δοκιμής και τεχνολογικής επιτάχυνσης. Υπό την επίφαση της ασφάλειας, συγκροτείται ένα πανευρωπαϊκό πλέγμα στρατιωτικής στήριξης, που περιλαμβάνει άμεσες χρηματοδοτήσεις, προμήθειες οπλικών συστημάτων, συνεργασία σε drones και διαστημικά μέσα, ενσωμάτωση της ουκρανικής βιομηχανίας στον πυρήνα της ΕΕ και δημιουργία κοινού αμυντικού καινοτομικού χώρου. Η εμπειρία πολέμου της Ουκρανίας αναγορεύεται σε πηγή τεχνολογικής πρωτοπορίας και πλεονεκτήματος, ενισχύοντας τη στρατιωτικοποίηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης σε βάρος κάθε κοινωνικής και ειρηνικής προοπτικής.

Η νέα αρχιτεκτονική αμυντικής χρηματοδότησης της ΕΕ, με επίκεντρο το σχέδιο «SAFE», δεν αποτελεί απάντηση στην «επείγουσα ανάγκη» για στρατιωτική ενίσχυση, αλλά εγκαινιάζει ένα καθεστώς στρατηγικής χρηματοπιστωτικής αναδιάταξης. Πίσω από τις τεχνοκρατικές διατυπώσεις περί «ρητρών διαφυγής», «διευκολύνσεων» και «κινητοποίησης ιδιωτικών κεφαλαίων», αποκαλύπτεται ένα σχέδιο μεταφοράς τεράστιων δημόσιων και ιδιωτικών πόρων προς την πολεμική βιομηχανία, εις βάρος της κοινωνικής, πράσινης και εδαφικής διάστασης της Ένωσης. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων μετασχηματίζεται σε μοχλό στρατιωτικής κεφαλαιακής συσσώρευσης, ενώ το Σύμφωνο Σταθερότητας παρακάμπτεται επιλεκτικά, όχι για την κοινωνική προστασία ή την παιδεία, αλλά για εξοπλιστικά προγράμματα. Πρόκειται για την κανονικοποίηση του μιλιταρισμού ως «επένδυση» και του πολέμου ως «ευρωπαϊκή αναπτυξιακή στρατηγική».

«Πολύ περισσότερα από μια Αγορά» ή πολύ λιγότερα από μια Ένωση; – Η Ευρώπη στο δρόμο της ανισότητας και του μιλιταρισμού

Η Έκθεση Λέτα, με τον απατηλό τίτλο «Πολύ περισσότερα από μια Αγορά», εισάγει ρητά την λογική της «στρατηγικής αυτονομίας» μέσω της αγοράς και της τεχνολογίας, υπαγορεύοντας ουσιαστικά τη μετάβαση από το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος σε μια αγορά αμυντικών και στρατιωτικών επενδύσεων. Η λογική αυτή ενισχύεται από τη Λευκή Βίβλο

για την Αμυντική Ετοιμότητα 2030, που επαναπροσδιορίζει την έννοια της «ανθεκτικότητας» με όρους στρατιωτικής ετοιμότητας και επιθετικής βιομηχανικής πολιτικής.

Η Κοινή Λευκή Βίβλος προωθεί το πρόγραμμα «ReArm Europe» ως δήθεν απάντηση στην αβεβαιότητα της εποχής, παρουσιάζοντας τη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ ως μονόδρομο για την ασφάλεια. Ωστόσο, πίσω από την τεχνική γλώσσα και τα στρατηγικά σενάρια, αποκαλύπτεται μια βαθιά μετατόπιση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος προς μια γεωπολιτική ατζέντα ενισχυμένου μιλιταρισμού, δημοσιονομικής αναδιάταξης και δημοκρατικής υποχώρησης. Διαβάζοντας τη Βίβλο, μένουν αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα που απασχολούν τους Ευρωπαίους πολίτες. Ιδιαίτερα για το ποιο είναι το πολιτικό όριο της στρατιωτικής ενοποίησης; ποιος αποφασίζει για τις αμυντικές προτεραιότητες και πώς ελέγχεται δημοκρατικά;

Φτάνοντας όμως στην κατακλείδα της Βίβλου –η οποία μας εκπλήττει με την ειλικρίνειά της– διαβάζουμε : «Η Ευρώπη πρέπει να κάνει τολμηρές επιλογές και να οικοδομήσει μια Αμυντική Ένωση που θα διασφαλίζει την ειρήνη στην ήπειρό μας μέσω της ενότητας και της δύναμης. Το οφείλει στους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, στην Ουκρανία και κυρίως στον εαυτό της, στους Ευρωπαίους πολίτες και στις αξίες που πρεσβεύει. Η ΕΕ και τα κράτη μέλη της πρέπει να ανταποκριθούν σε αυτή την ιστορική πρόκληση».

Το πρώτο βήμα χρηματοδοτικής στήριξης γίνεται μέσα από τη μετατόπιση των πόρων της πολιτικής συνοχής στην κατασκευή μιας αγοράς όπλων εντός της Ενιαίας Αγοράς. Η Πολιτική Συνοχής υπονομεύεται, η Περιφερειακή Ανάπτυξη παραμερίζεται, και η διεύρυνση αντιμετωπίζεται εργαλειακά μέσω της στρατιωτικής ενοποίησης της Ουκρανίας.

Το «ReArm Europe» εξυπηρετεί πρώτιστα τις ήδη ηγεμονικές βιομηχανικές δυνάμεις (Γερμανία, Γαλλία), προσφέροντάς τους κοινοτικούς πόρους ως μοχλό εξαγωγικού ελέγχου στρατιωτικής τεχνολογίας. Η πρόβλεψη για «ευρωπαϊκή αγορά οπλικών συστημάτων» συνιστά οικονομικό στρατηγικό protectionism.

Η υποτιθέμενη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ καταλήγει σε de facto εξάρτηση από τις αμυντικές προτεραιότητες του ΝΑΤΟ και της βορειοατλαντικής πολιτικής, χωρίς καμία λογοδοσία προς τα κοινοβούλια ή τους πολίτες.

Αυτό που διακυβεύεται δεν είναι μόνο η δημοσιονομική ισορροπία. Είναι η ίδια η φύση του ευρωπαϊκού σχεδίου. Η ΕΕ από Ένωση ειρήνης μετατρέπεται σταδιακά σε Ένωση εξοπλισμών. Οι κοινωνίες καλούνται να πληρώσουν με μείωση των πολιτικών συνοχής, αγροτικής πολιτικής, πράσινης μετάβασης, για να «στραφούν προς την άμυνα».

Πίσω από αυτό τον τεχνοκρατικό και ψυχρό λόγο περί «επενδύσεων στην άμυνα», «ενιαίας αγοράς εξοπλισμών» και «στρατηγικής κυριαρχίας», κρύβεται η επιστροφή του πιο σκληρού νεοφιλελευθερισμού, αυτή τη φορά με στολή παραλλαγής. Πρόκειται για μια ευρωπαϊκή στρατηγική η οποία εκτρέπει τους πόρους της Πολιτικής Συνοχής από την κοινωνική προστασία και την πράσινη μετάβαση προς την αμυντική βιομηχανία, διαβρώνει τη δημοκρατία μέσω γρήγορων αναθεωρήσεων χωρίς κοινωνικό διάλογο και συμμετοχή και αποδομεί τη λογική της εδαφικής και κοινωνικής σύγκλισης, του θεμέλιου λίθου της ΕΕ.

Πρόκειται για μια συστηματική επανεγγραφή της πολιτικής φιλοσοφίας της ΕΕ. Το «ReArm» αποτελεί την εμπροσθοφυλακή ενός νέου καθεστώτος συσσώρευσης: οι αμυντικές πολυεθνικές αντικαθιστούν τους κοινωνικούς εταίρους ως προνομιακοί αποδέκτες ευρωπαϊκής στήριξης. Η Πολιτική Συνοχής μετατρέπεται σε εργαλείο αναπαραγωγής ανισοτήτων αντί για μηχανισμό περιορισμού τους.

Η πολιτική του «ReArm» και το τέλος της εδαφικής συνοχής και της κοινωνικής Ευρώπης

Η Πολιτική Συνοχής της ΕΕ, σχεδιασμένη για να στηρίζει τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες και να μειώνει τις κοινωνικές και εδαφικές ανισότητες, κινδυνεύει να μετατραπεί σε εργαλείο γεωπολιτικής στρατιωτικής αναδιάρθρωσης. Οι πρόσφατες τροποποιήσεις των κανονισμών των Διαρθρωτικών Ταμείων, που επιτρέπουν τη χρηματοδότηση δράσεων υπέρ του προγράμματος «ReArm» αποτελούν βαθύ πλήγμα στη θεσμική και προγραμματική συνοχή της Ένωσης.

Η τροποποίηση των Κανονισμών 2021/1060 και 2021/1058 επιτρέπει πλέον τη χρηματοδότηση επενδύσεων αμυντικών έργων από τα Διαρθρωτικά Ταμεία. Με μια σειρά τεχνικών εργαλείων όπως η fast-track αναθεώρηση των προγραμμάτων και οι προκαταβολές 30%, η Επιτροπή επιβάλλει ένα νέο καταμερισμό πόρων, προσανατολισμένο στις στρατηγικές βιομηχανίες και όχι στις κοινωνικές ανάγκες.

Αυτή η πολιτική απογυμνώνει τις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες από αναπτυξιακούς πόρους, παραβιάζει την αρχή της προσθετικότητας, χρηματοδοτώντας εθνικές στρατιωτικές υποχρεώσεις με ευρωπαϊκά κονδύλια, θυσιάζει τη θεματική συγκέντρωση της Πολιτικής Συνοχής στο βωμό της αγοράς εξοπλισμών και καταργεί την περιβαλλοντική αιρεσιμότητα μέσω του δόγματος της «εξαίρεσης» για λόγους άμυνας.

Η εισαγωγή της στρατιωτικής ετοιμότητας ως επιλέξιμου πεδίου χρηματοδότησης διαστρεβλώνει το θεμελιώδη χαρακτήρα των Διαρθρωτικών Ταμείων, τα οποία σχεδιάστηκαν για να στηρίξουν τις κοινωνικές υποδομές, την πράσινη μετάβαση, την καινοτομία στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την κοινωνική ένταξη. Η στρατηγική «2030» φέρνει τη στρατιωτικοποίηση στον πυρήνα του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού.

Η αμυντική βιομηχανία δεν είναι ουδέτερος αποδέκτης κοινοτικών πόρων. Ενισχύει συγκεντρωμένα οικονομικά συμφέροντα, ιδίως στις πιο ισχυρές βιομηχανικά χώρες της ΕΕ. Η μετατροπή της Πολιτικής Συνοχής σε φορέα χρηματοδότησης στρατιωτικών υποδομών και οπλικών συστημάτων οδηγεί σε περαιτέρω άνιση ανάπτυξη, χωρίς κοινωνικό αντίκρισμα.

Η πολιτική σημασία αυτής της μετατόπισης είναι τεράστια. Υπονομεύεται ανοικτά η αρχή της προσθετικότητας. Πλήττεται η συμμετοχικότητα και η λογοδοσία στη διαχείριση των προγραμμάτων, και φυσικά περιορίζονται οι πόροι για δράσεις υπέρ της κοινωνικής συνοχής και της ανθεκτικότητας των τοπικών κοινοτήτων.

Πρέπει να ειπωθεί καθαρά, πως, αυτό δεν είναι στρατηγική αυτονομία, είναι στρατηγικός καπιταλισμός των εξοπλισμών. Δεν είναι πολιτική ενίσχυσης της ανθεκτικότητας, είναι πολιτική αναδιανομής του πλούτου προς την πολεμική βιομηχανία. Και πάνω απ’ όλα, δεν είναι αθώα τεχνική μεταρρύθμιση, είναι μια βαθύτατα πολιτική επιλογή: η εγκατάλειψη της κοινωνικής Ευρώπης προς όφελος ενός στρατιωτικού νεοφιλελευθερισμού.
Οφείλουμε να υπερασπιστούμε τη λογική που μέχρι τώρα διέπνεε την Πολιτική Συνοχής ως πυλώνα ισότητας, δικαιοσύνης και αναδιανομής. Η ενσωμάτωση του «ReArm» στα χρηματοδοτικά εργαλεία της Συνοχής δεν είναι τεχνική προσαρμογή, είναι στρατηγική εκτροπή. Η Ευρώπη δεν θα γίνει ισχυρότερη χτίζοντας στρατώνες στις θέσεις των σχολείων και των νοσοκομείων.

Η απάντηση στη γεωπολιτική ανασφάλεια δεν είναι περισσότερα όπλα. Είναι περισσότερη δημοκρατία, κοινωνική συνοχή και βιώσιμη ανάπτυξη. Οφείλουμε να αντιστρέψουμε τη λογική αυτή. Η ασφάλεια των ευρωπαϊκών λαών δεν θα οικοδομηθεί με drones και πυραύλους, αλλά με επενδύσεις στην κοινωνική συνοχή, στη δημόσια υγεία, στην κλιματική ανθεκτικότητα και στη δημοκρατία. Η στρατιωτικοποίηση της Ένωσης δεν είναι λύση, είναι απειλή.

Η Αριστερά της Ευρώπης πρέπει να απαιτήσει άμεσα την πολιτική ανάσχεση της χρήσης των διαρθρωτικών ταμείων για αμυντικούς σκοπούς, την επανεστίαση σε κοινωνικούς, πράσινους και αναπτυξιακούς στόχους της Πολιτικής Συνοχής παράλληλα με την θωράκιση της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης και της εδαφικής δημοκρατίας στην κατανομή των πόρων.

Δεν είναι ώρα για σιωπή. Είναι ώρα για αντίσταση και ρήξη.Η Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και όλες οι προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης οφείλουν να οικοδομήσουν μια νέα ηγεμονία, εξοβελίζοντας τις στρατιωτικές ελίτ, τους κερδοσκόπους της ασφάλειας και τα λόμπι όπλων.

Το δίλημμα που αντιμετωπίζουν οι Λαοί της ΕΕ είναι σαφές: Ή Συνοχή ή πολεμική βιομηχανία. Ή κοινωνικό κράτος ή στρατιωτικός νεοφιλελευθερισμός.

Η ΕΠΟΧΗ