Συνεντεύξεις

Η διαπραγμάτευση θα συνεχιστεί στην γκρίζα περιοχή. Συνέντευξη με τον Γιάννη Αγγελή, οικονομικό αναλυτή.

Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός

Είχες προβλέψει ότι σε αυτό το Γιούρογκρουπ δεν θα είχαμε αποφάσεις, αλλά μια πιστοποίηση της πειστικής διαδρομής. Δεν συνέβη, όμως, ούτε αυτό.

Συνέβη. Γιατί αν δούμε τα πράγματα από λίγο πιο κοντά, και μόνο από τις δηλώσεις που έγιναν μετά, αυτό που προκύπτει είναι ότι, αφενός, η ελληνική κυβέρνηση πήγε με μια εναλλακτική πρόταση από αυτήν του ΔΝΤ, με ένα κόφτη μικρότερης διάρκειας και εναλλακτικές όσον αφορά το ύψος του ελλείμματος και κάποιες προσαρμογές. Αφετέρου το ΔΝΤ και το Βερολίνο επέμειναν στις απαιτήσεις που είναι πλέον δεδομένες.
Αφού, όμως, δεν έπεισαν οι μεν τους δε και αντίστροφα, πώς υπάρχει αυτή η πειστική διαδρομή;
Η πειστική διαδρομή έχει δείξει τα χαρακτηριστικά που θα έχει από τις 24 Μαΐου του 2016 και είναι ο κοινός τόπος ανάμεσα σε αυτό που ζητά το ΔΝΤ και σε αυτό που απαιτεί ως προϋπόθεση το Βερολίνο. Το ΔΝΤ, έχοντας μπροστά του ένα εξαιρετικά μη βιώσιμο χρέος, όπως καταγράφεται και στη διαρροή της έκθεσής του, όχι τυχαία ταυτόχρονα με τη συνάντηση του Γιούρογκρουπ, επειδή εξακολουθεί να θεωρεί ότι δεν μπορούν να επιτευχθούν πρωτογενή πλεονάσματα μεγαλύτερα του 1,5%, και εφόσον η ευρωζώνη επιμένει στο 3,5%, ζητά τη λήψη μέτρων για μετά το 2018.Αυτά έχουν να κάνουν με τη μείωση του αφορολόγητου, τη δραστική περικοπή στις περιβόητες προσωπικές διαφορές στις ισχύουσες συντάξεις, τις πρόνοιες του νόμου Κατρούγκαλου δηλαδή, και την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και των ομαδικών απολύσεων. Με απλά λόγια, ο κοινός τόπος ανάμεσα στο ΔΝΤ και την ευρωζώνη είναι τα μέτρα για τη φορολογία και την κοινωνική ασφάλιση, δηλαδή τις συντάξεις. Απέναντι σε αυτό η ελληνική κυβέρνηση, με τη βοήθεια της Κομισιόν είναι η αλήθεια, από πλευράς τεχνικής, έχει θέσει ως οδό διαφυγής τον περιβόητο κόφτη. Ένας μηχανισμός, δηλαδή, που λέει ότι αν μετά το 2019 δεν επιτυγχάνονται τα πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5%, τότε να ενεργοποιηθούν αυτά τα μέτρα, αλλιώς όχι.

Η «γκρίζα ζώνη» της διαπραγμάτευσης

Ο κόφτης, όμως, γίνεται αποδεκτός ως βάση συζήτησης;

Γίνεται αποδεκτός από την πλευρά της Ευρωζώνης, άλλωστε, διαμορφώθηκε ανεπισήμως και με την συνεργασία της, και δεν έχει απορριφθεί από το ΔΝΤ, αν και αρχικά οι δηλώσεις των αξιωματούχων του είχαν σαφή αρνητική χροιά απέναντί του. Αυτό, όμως, με την εμπειρία της τακτικής που έχει χρησιμοποιηθεί μέχρι τώρα, είναι προφανές ότι αποτελεί ένα εκβιασμό για να δεχθεί η ελληνική κυβέρνηση να κάνει πολύ πιο συγκεκριμένα τα μέτρα του κόφτη. Αυτή είναι ερμηνεία που δίνουν και οι άνθρωποι της Κομισιόν.

Υπάρχει, λοιπόν, μια γκρίζα περιοχή που αφήνει όρια διαπραγμάτευσης;  

Ναι, και έχει να κάνει με το γεγονός ότι το ΔΝΤ εκτιμά τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους λαμβάνοντας υπόψιν μόνο τα βραχυπρόθεσμα μέτρα. Κατά συνέπεια, το μόνο νέο στοιχείο που θα μπορούσε να γύρει την πλάστιγγα προς μια κατεύθυνση συμβιβασμού είναι να μπουν στη μέση και τα μεσοπρόθεσμα για το χρέος. Αυτά, όπως θα θυμάσαι από τον περασμένο Μάιο, έχουν στόχευση σε τρεις κατευθύνσεις. Πρώτον, τη χρήση των κεντρικών τραπεζικών κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Δεύτερον, μια πολύ μεγαλύτερη επιμήκυνση της διάρκειας του χρέους από την ισχύουσα. Η μία ιδέα που έχει πέσει στο τραπέζι είναι η επιμήκυνση να αφορά από 10 έως και 30 χρόνια επιπλέον. Και τρίτον, η επέκταση κατά πέντε ή δέκα χρόνια της περιόδου χάριτος όσον αφορά την πληρωμή χρεολυσίων. Το ΔΝΤ περιμένει, λοιπόν, να πάρει στα χέρια του αυτή την πρόταση, συγκεκριμένη, ώστε να την αποτιμήσει και να διορθώσει στη συνέχεια, ή όχι, την εκτίμησή του για τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Η πρόταση αυτή πρέπει να γίνει από το Γιούρογκρουπ, που άλλωστε είναι μέρος της απόφασης του Μαΐου του 2016.

Σε αυτήν, όμως, αντιδρά η Γερμανία.

Η Γερμανία λέει ότι αυτό δεν μπορούμε να το συζητήσουμε, γιατί δεν χρειάζεται πριν από το 2018, δηλαδή θέλει να γίνει αυτό μετά τις δικές της εκλογές. Πιθανά, όμως, να κάνει πίσω στο μέλλον από αυτή τη θέση.

Ο παράγοντας των γερμανικών εκλογών

Άλλωστε, η τόσο σκληρή έκθεση του ΔΝΤ για την εξαιρετικά μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους πιέζει την ευρωπαϊκή πλευρά, και τη Γερμανία ειδικότερα, να πάρουν περισσότερα μέτρα για το χρέος.

Αυτά τα περισσότερα μέτρα είναι πρώτα απ’ όλα τα μεσοπρόθεσμα που αναφέραμε προηγουμένως. Επειδή, όμως, η Γερμανία είναι απόλυτη στο να μην αποφασιστούν αυτά τα μέτρα πριν τις εκλογές της, η άμεση λύση είναι η υιοθέτηση μιας τακτικής αντίστοιχης με αυτή που έγινε για τα βραχυπρόθεσμα. Δηλαδή, να αρχίσουν να συζητούνται, να προσδιορίζεται η γενική τους κατεύθυνση σε επίσημο και τεχνικό επίπεδο και κατά συνέπεια κατ’ αυτόν τον τρόπο να τα λάβει υπόψιν του το ΔΝΤ. Το πιο κρίσιμο σημείο, όμως, δεν είναι το ΔΝΤ, αλλά και το γεγονός ότι και η ΕΚΤ περιμένει αυτά τα μέτρα να μπουν στο τραπέζι, ώστε να κινηθεί στη συνέχεια προς την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης. Άρα το κλειδί της υπόθεσης, από εδώ και πέρα, είναι αφενός η πολιτική φόρμουλα, με την οποία η ελληνική κυβέρνηση θα καταφέρει, ή θα μετρήσει τις αντοχές της, να περάσει μία τέτοια απόφαση για τη μετά το 2019 περίοδο, και αφετέρου μία φόρμουλα, με την οποία θα μπει στο τραπέζι η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, ώστε, τόσο το ΔΝΤ όσο και η ΕΚΤ, να επανεξετάσουν την αξιολόγηση του χρέους.

Αυτό δεν θα έχει και ως συνέπεια τη χαλάρωση της πίεσης για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και τα πολλά χρόνια τήρησής τους;

Η συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα θα ξανατεθεί, από τη στιγμή που μιλήσουμε για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, μετά το 2018. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για να δεχτεί η Γερμανία, σύμφωνα με τις πληροφορίες, να μπει έστω και σε τεχνικό επίπεδο η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα.

Η ελληνική πλευρά, άρα, έχει να βαδίσει σε ένα πολύ στενό, πολιτικά, μονοπάτι.

Είναι μια ζυγαριά. Από τη μια μεριά, θα βάλει η Ελλάδα τη νομοθέτηση ενός πολύ σκληρού κόφτη, ο οποίος θα αφορά, όμως, τη μετά το 2019 περίοδο, με συνέπεια να μην αφορά την τωρινή κυβέρνηση και αυτό είναι ένα θέμα δημοκρατίας, όπως ανέφερε και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Από την άλλη πλευρά, θα είναι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, τα οποία στοχεύουν στην αλλαγή της εκτίμησης για τη βιωσιμότητά του και θα επιτρέπουν με αυτό τον τρόπο να παραμείνει το ΔΝΤ σε μια κατάσταση και μέσα και έξω από τη συμφωνία, όπως είναι από τον Αύγουστο του 2014 μέχρι σήμερα. Αυτό ξεκαθαρίστηκε στο Γιούρογκρουπ, το τι θα δώσει ο καθένας για να υπάρξει συμφωνία στις 20 Φεβρουαρίου. Όλοι θέλουν να κλείσει η υπόθεση, πριν αλλάξει η κατάσταση λόγω Τραμπ, γεγονός το οποίο, βέβαια, πιέζει την Ελλάδα ιδιαίτερα, γιατί είναι ο πιο αδύναμος κρίκος. Έχει, όμως, ένα ισχυρό χαρτί στα χέρια της, που είναι το υψηλό πλεόνασμα που κατάφερε να επιτύχει.

Ο αστάθμητος παράγοντας των ΗΠΑ

Η ενεργός συμμετοχή του ΔΝΤ, με χρήματα κτλ, δηλαδή, αυτό που είπε η Λαγκάρντ, δεν θα ισχύσει κατά την εκτίμησή σου;

Προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι το ΔΝΤ δεν βλέπει την ώρα για να φύγει, αλλά θέλει να γίνει με ένα τρόπο που δεν θα χρεωθεί την αποτυχία του προγράμματος. Μην ξεχνάμε, όμως, ότι υπάρχει ένας ανεξέλεγκτος παράγοντας, εκτός του πλαισίου που συζητάμε, και είναι η τυχόν αλλαγή πολιτικής του ΔΝΤ υπό τη νέα διοίκηση του Λευκού Οίκου. Ακόμα δεν έχει δώσει στίγμα της κατεύθυνσης που θα ακολουθήσει. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο άνθρωπος που θα παίξει ρόλο στο ΔΝΤ από πλευράς του επιτελείου του Τραμπ, ο κ. Γκάρι Κολ, είναι ένας άνθρωπος που έχει ανακατευτεί κατά το παρελθόν με το ελληνικό δημόσιο χρέος και είναι άνθρωπος των τραπεζιτών της Goldman Sachs.

Πηγή: Η Εποχή