Τις προάλλες είχα πάει σε ένα Q&A, μια δημόσια συζήτηση με τον Βρετανό σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, λίγες ημέρες αφότου είχε βραβευτεί με τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάνες.
Σε ερώτηση του κοινού για το Brexit, ο Λόουτς είπε ότι δεν είναι αισιόδοξος.
Κρίνοντας από τις ηγετικές φιγούρες της επικαιρότητας, τον πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον και τον εσωκομματικό αντίπαλό του (και πρώην δήμαρχο του Λονδίνου) Μπόρις Τζόνσον, εκτίμησε ότι το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν θα μείνει ή θα φύγει η Αγγλία από την Ε.Ε., αλλά αν θα εφαρμοστεί ο νεοφιλελευθερισμός των Συντηρητικών εντός ή εκτός της Ε.Ε.
Η Αγγλία είναι, ιστορικά, μια βαθιά ταξική κοινωνία, και γίνεται ακόμα περισσότερο λόγω της σημερινής κυβέρνησης.
Για πρώτη φορά ύστερα από μία δεκαετία άνοιξε πέρυσι η ψαλίδα της οικονομικής ανισότητας.
Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά παραθέτω ένα απλό παράδειγμα: τα δίδακτρα και μόνο για ένα τριετές πρόγραμμα σπουδών είναι 26.000 στερλίνες (32.750 ευρώ), όσο δηλαδή είναι ο μέσος ετήσιος μισθός στην Αγγλία.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι σπουδάζουν κυρίως δύο κατηγορίες νέων.
Η πρώτη είναι αυτοί που έχουν λεφτά και, συνήθως, γνωριμίες, άρα θα πάνε σε καλύτερα πανεπιστήμια και θα κυνηγήσουν τις καλύτερες δουλειές.
Η δεύτερη είναι αυτοί που θα πάρουν φοιτητικό δάνειο, από τους οποίους οι τρεις στους τέσσερις θα το ξεπληρώνουν μέχρι τα 50 τους (Independent, 9/4/2014).
Αποτέλεσμα είναι να σπουδάζουν λιγότεροι από το 50% των νέων της Αγγλίας τη στιγμή που η πρωτεύουσά της είναι το οικονομικό κέντρο του πλανήτη.
Αυτό το κενό στο ανθρώπινο δυναμικό μπορεί και το καλύπτει με Ευρωπαίους εργαζόμενους υψηλών προσόντων που δεν της κοστίζουν τίποτα.
Παράλληλα με αυτούς, βέβαια, έχει έρθει στην Αγγλία και μεγάλος αριθμός ανειδίκευτων εργατών, τους οποίους η κυρίαρχη ρητορική θέλει να απομυζούν το αγγλικό κράτος μέσω επιδομάτων.
Ευθύνη γι’ αυτήν τη ρητορική έχει και ο ίδιος ο Κάμερον, ο οποίος πέρυσι τον Νοέμβριο έλεγε ότι το 43% των πολιτών της Ε.Ε. έχει πάρει επιδόματα, ενώ τον φετινό Φεβρουάριο παραδέχτηκε ότι δεν υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία (Huffington Post UK, 19/2/2016).
Είναι ο ίδιος άνθρωπος που, από το πουθενά, ανακίνησε το θέμα του Brexit όταν, για να ικανοποιήσει τους ευρωσκεπτικιστές στο κόμμα του, υποσχέθηκε να κάνει δημοψήφισμα σε περίπτωση που ξανακέρδιζε τις εκλογές.
Στη μέση αυτού του ντιμπέιτ είμαστε οι 3,3 εκατ. Ευρωπαίοι πολίτες που ζούμε στην Αγγλία και «κλέβουμε τις δουλειές» και οι 1,2 εκατ. Αγγλοι που ζουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Κανείς μας δεν ξέρει τι θα συμβεί αν η κάλπη δείξει Brexit. Και αυτό είναι ένα συναίσθημα περίεργο.
Πανηγυρίζοντας το προηγούμενο Σαββατοκύριακο το γκολ της Αγγλίας, σκέφτηκα ότι σε λίγες ημέρες η χώρα που θεωρώ δεύτερο σπίτι μου ίσως να θεωρήσει ξαφνικά ότι της είμαι βάρος, ότι δεν έχω πια το δικαίωμα να ζω και να εργάζομαι εδώ.
Θα είναι η πρώτη φορά που θα έχω νιώσει ανεπιθύμητος σ’ αυτήν τη χώρα.
Το Brexit έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς ξενοφοβικούς και ρατσιστές να κρυφτούν πίσω από τις πολιτικά ορθές ταμπέλες του «οπαδού των παραδόσεων» (traditionalist) και του ευρωσκεπτικιστή.
Δεν είναι, δηλαδή, ότι δεν τους αρέσουν οι Ευρωπαίοι, είναι ότι δεν χωράμε όλοι. Και ειδικά οι ανειδίκευτοι.
Ακόμα κι αν επικρατήσει το Remain, αυτοί που θα έχουν ψηφίσει υπέρ του Brexit θα είναι τουλάχιστον τέσσερις στους δέκα.
Και αυτό είναι μεγάλο ποσοστό, που ενδέχεται να μεγαλώσει κι άλλο.
Οσο η Ευρωπαϊκή Ενωση παραμένει ένας δυσκίνητος γραφειοκρατικός γίγαντας που βλέπει το «τέλος του δυτικού πολιτισμού» στο Brexit, αλλά όχι στους νεοναζί που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε όλες τις χώρες, ή στη λιτότητα που έχει φέρει τους Ευρωπαίους πολίτες στα όριά τους, τότε οι ευρωσκεπτικιστές, δυστυχώς, θα αυξάνονται.
Αν το Brexit επικρατήσει, τότε το ντόμινο θα είναι μάλλον αναπόφευκτο.
Ο Στέφανος Λίβος είναι συγγραφέας και e-Learning Coordinator (συντονιστής εκπαίδευσης μέσω Διαδικτύου), ζει μόνιμα στο Λονδίνο.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών