Macro

Δημόσιος ή Ιδιωτικός τομέας; Μια συζήτηση που πάλιωσε

Η έρευνα με τίτλο «H αλήθεια για το ελληνικό δημόσιο. Μισθολογική Δαπάνη – Απασχόληση – Ανάπτυξη σχετική με τις θέσεις εργασίας στο Δημόσιο» είναι η πρώτη προσπάθεια από μια κυβέρνηση να απαντήσει με τρόπο εμπεριστατωμένο στα νεοφιλελεύθερα ιδεολογήματα, στις μισές αλήθειες και στις ανακρίβειες του ΣΕΒ, αλλά και να συμβάλει αποφασιστικά στην αναδιοργάνωση του κράτους, καταδεικνύοντας τα κενά και τις αδυναμίες ενός δημοσίου αποδυναμωμένου σημαντικά λόγω υποστελέχωσης και αποεπένδυσης.

Πριν από μερικές μέρες δημοσιοποιήθηκε η έρευνα με τίτλο «H αλήθεια για το ελληνικό δημόσιο. Μισθολογική Δαπάνη – Απασχόληση – Ανάπτυξη σχετική με τις θέσεις εργασίας στο Δημόσιο». Πρόκειται για «μια πρωτοβουλία του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης με τη συνεργασία της Αντιπροεδρίας της Κυβέρνησης και του Υπουργείου Οικονομικών-Γενικού Λογιστηρίου του κράτους». Η έρευνα διενεργήθηκε προκειμένου να απαντηθεί μια αντίστοιχη του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών, η οποία αναφερόταν στον διαχρονικά «υπερτροφικό δημόσιο τομέα». Το θέμα όμως είναι ευρύτερο από το αν είναι ή δεν είναι «υπερτροφικός» ο δημόσιος τομέας.

Πρώτα από όλα βρίσκω ιδιαίτερα ενδιαφέρον, ιδιοκτήτες επιχειρήσεων πάρα πολύ συχνά κρατικοδίαιτων, με συμπεριφορά μονοπωλιακή και λειτουργία που «απολαμβάνει» της ίδιας γραφειοκρατικής ακαμψίας που ταλαιπωρεί το Δημόσιο, να αποκαλούν υπερτροφικό… οποιονδήποτε και οτιδήποτε. Με λίγα λόγια, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών δημοσιοποιεί μια αναφορά όπου βρίσκει ως συνήθως ότι το κράτος είναι πολύ μεγάλο και άχρηστο, και χρησιμοποιεί ψευδή στοιχεία και μισές αλήθειες για να στηρίξει αυτή την άποψη. Η είδηση είναι ότι επιτέλους, για πρώτη φορά, η πολιτική ηγεσία του κράτους στέκεται απέναντι στην προπαγάνδα των ΜΜΕ των ολιγαρχών και αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τον δημόσιο τομέα που διοικεί και να αντικρούσει την προπαγάνδα εμπεριστατωμένα και με στοιχεία. Όμως το θέμα δεν βρίσκεται στο αν το κράτος είναι μεγάλο ή μικρό per se, είναι ευρύτερο, πολιτικό, αφορά τον τρόπο που θα βλέπουμε τα πράγματα από δω και πέρα.

Από το New Deal μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο κεϊνσιανισμός ήταν η κυρίαρχη οικονομική θεωρία στη Δύση. Η άποψη που κυριαρχούσε ήταν ότι όταν πέφτουν χρήματα σε αυτούς που καταναλώνουν, αυτό είναι καλό και για τις επιχειρήσεις, επειδή υπάρχουν άνθρωποι να αγοράζουν τα προϊόντα τους, είναι καλό γι’ αυτούς που εργάζονται σε αυτές τις επιχειρήσεις, αλλά και για την κοινωνία γενικότερα. Αυτός ο τρόπος σκέψης οδήγησε σε μια έκρηξη κοινωνικής ανάπτυξης στη Δύση, με το προσδόκιμο ζωής να αυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκε και ο αριθμός πτυχιούχων από ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στη δεκαετία του ’70 χτύπησε τη Δύση μεγάλη οικονομική κρίση, οι δοκιμασμένες λύσεις υποτίθεται ότι σταμάτησαν να αποδίδουν, οπότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν έναν άλλο δρόμο. Αυτός είναι ο λόγος σύμφωνα με τον Πολ Κρέιγκ Ρόμπερτς πρώην υφυπουργό Οικονομίας στην κυβέρνηση Ρέιγκαν και για πολλούς πατέρα των «Ρεϊγκανόμικς», που η λύση που ακολουθήθηκε ήταν η νεοφιλελεύθερη: να ενισχυθούν δηλαδή με κεφάλαια και εξουσία οι επιχειρηματίες αντί για τους εργαζόμενους-καταναλωτές. Το αφήγημα που χρησιμοποιήθηκε (κι ακόμα χρησιμοποιείται) ήταν ότι το κράτος είναι σπάταλο επειδή είναι ανίκανο, διεφθαρμένο και αυταρχικό, κι ως εκ τούτου δεν μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες των πολιτών με τρόπο αποδοτικό. Από την άλλη, οι επιχειρηματίες είναι δυναμικοί, έξυπνοι και δημιουργικοί, κι αν επενδυθεί πάνω τους το δημόσιο χρήμα, αυτοί ξέρουν πώς να το διαχειριστούν με τρόπο ώστε όλοι οι υπόλοιποι να βγαίνουν κερδισμένοι. Αν δηλαδή ο πλούτος διοχετευτεί πάνω (εκεί που βρίσκονται οι μεγαλοεπιχειρηματίες) θα τρέξει και προς τα κάτω (στους υπόλοιπους δηλαδή), οπότε όλοι θα είναι ευτυχείς. Οι επιχειρηματίες λοιπόν έπρεπε να αφεθούν ελεύθεροι να ανοίξουν τα φτερά τους, να ανταγωνιστούν με όρους άμιλλας στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς. Έτσι, από τη μια θα έπρεπε το κράτος να εκχωρήσει τις ευθύνες και τη δικαιοδοσία του στους επιχειρηματίες (ιδιωτικοποιήσεις), ενώ από την άλλη θα έπρεπε να εισπράττει από αυτούς όλο και λιγότερους φόρους, μιας και αυτοί ξέρουν να αξιοποιήσουν πιο αποδοτικά για όλους κεφάλαια, ενώ παράλληλα θα πρέπει και να τους επιδοτεί με πρόσθετα κεφάλαια που προέρχονται από τους φόρους κυρίως των εργαζομένων όπως είναι φυσικό. Αυτό το αφήγημα με τους δυναμικούς-έξυπνους-δημιουργικούς επιχειρηματίες εγκατέλειψε αξίες όπως η αλληλεγγύη και το κοινό καλό και υιοθέτησε την ανταγωνιστικότητα. Έτσι, με τον κοινωνικό δαρβινισμό που επιβλήθηκε σαν κάτι φυσικό, έγινε αυτονόητη η καταστροφή του κοινωνικού κράτους και η εξιδανίκευση του καταναλωτισμού.

Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να είναι εξαίρεση σε αυτή την τάση, με την οικογένεια Μητσοτάκη να βρίσκεται στην πρωτοκαθεδρία των νεοφιλελεύθερων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Χρησιμοποιούν τα ίδια μισανθρωπικά επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι νεοφιλελεύθεροι παντού, παλεύουν να συρρικνωθεί το κράτος και να μεγεθυνθούν ακόμα περισσότερο οι μεγάλες επιχειρήσεις, διυλίζουν τις αποδείξεις για τις τυρόπιτες και καταπίνουν τις οφσόρ, όντας αντιπρόσωποι των πιο ακραίων θαυμαστών της ομάδας των ολιγαρχών στη χώρα.

Από τότε ως τώρα έχουν περάσει αρκετά χρόνια, και μπορούμε να εκτιμήσουμε αν έχει ωφελήσει αυτή η αλλαγή κι εμάς τους υπόλοιπους, μιας και αυτοί στους οποίους διοχετεύθηκε ο πλούτος ωφελήθηκαν πέρα από τα όνειρά τους. Πρώτα από όλα, ο πλούτος δεν έτρεξε προς τα κάτω. Από τότε ως τώρα, οι μισθοί στη Δύση έχουν μείνει ουσιαστικά στάσιμοι αν δεν έχουν μειωθεί. Ένας μισθός αρκούσε για να συντηρηθεί μια τετραμελής οικογένεια, ενώ τώρα δεν φτάνουν καλά-καλά δύο. Το εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον για να περιοριστούν οι μισθοί ήταν και είναι ο εκβιασμός μέσω της ανεργίας. Έτσι, οι μισθοί δεν αυξάνονται σε σχέση με τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών, οι δε ώρες εργασίας αυξάνονται ενώ η ανεργία αυξάνεται επίσης. Η φτώχεια έχει εκτοξευτεί, μολυσματικές ασθένειες νικημένες από χρόνια επανέρχονται, όπως επίσης και ο αναλφαβητισμός, η δε πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Η απορρύθμιση της αγοράς έχει οδηγήσει σε ολιγοπώλια ή και σε μονοπώλια, και φυσικά στη ραγδαία πτώση της ποιότητας των προσφερόμενων υπηρεσιών, με οικτρά για το κοινωνικό σύνολο αποτελέσματα.

Με τα διδάγματα που έχουμε αποκομίσει όλα αυτά τα χρόνια είναι δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι είναι κοινωνικά επωφελές να περάσει στα χέρια οποιουδήποτε ιδιώτη η ευθύνη και η εξουσία της διαχείρισης ενός δημόσιου αγαθού όπως για παράδειγμα το νερό, όπου ο ιδιώτης θα αύξανε την τιμή προκειμένου να διευρύνει τα κέρδη του, ενώ θα έκανε περικοπές στην υγιεινή. Έχουμε μετρήσει σε νεκρούς τα αποτελέσματα της διαχείρισης των σιδηροδρομικών δικτύων από επιχειρηματίες. Η τυφλή εμπιστοσύνη σε εταιρείες παραγωγής φαρμάκων έχει οδηγήσει σε δραματικά σκάνδαλα, αφού προτεραιότητα είναι «το κέρδος και όχι η δημόσια υγεία», όπως δήλωσε το πρώην στέλεχος μεγάλης φαρμακευτικής εταιρείας Μπράντι Βον. Αυτή η τυφλή εμπιστοσύνη ήταν που επέτρεψε και σε εταιρεία παραγωγής βρεφικού γάλακτος να το νοθεύει με μελαμίνη, για να αναφέρω ένα μόνο από τα εξωφρενικά σκάνδαλα που έχει φέρει η απορρύθμιση στην αγορά τροφίμων. Η κατάσταση έχει φτάσει στο σημείο κανείς να μην είναι σίγουρος για τίποτα αφού το σύστημα έχει χάσει την αξιοπιστία του σχεδόν ολοκληρωτικά. Από την άλλη βέβαια, δεν μπορούμε να μην παραδεχτούμε ότι χωρίς τους ιδιώτες δεν θα είχαμε καλόγουστες τσάντες και παπούτσια, ούτε ωραία κινητά τηλέφωνα, ούτε και γρήγορα χαμηλά αυτοκίνητα, ο δημόσιος τομέας διαχρονικά δεν τα έχει πάει καλά σε κάποιον από αυτούς τους σημαντικότατους κοινωνικά τομείς.

Όλος αυτός ο πλούτος που έπεσε κατά βάση πάνω στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν πέρασε στο μέσο εργαζόμενο που βλέπει τα δικαιώματά του να συρρικνώνονται όλο και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός. Η δε περικοπή των μισθών και ο περιορισμός των θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα έχει στερήσει από την οικονομία καταναλωτές, που ένιωθαν μια ασφάλεια μεγαλύτερη στο να καταναλώσουν και τα αποτελέσματα τα βιώνει το λιανεμπόριο πρώτα-πρώτα και κατ’ επέκταση όλοι οι υπόλοιποι τομείς. Η καταστροφή του δημόσιου συστήματος ασφάλισης έχει φέρει τη μείωση των συντάξεων, γεγονός με τραγικές επιπτώσεις ειδικά με δεδομένη μια κοινωνική πραγματικότητα όπου συνταξιούχοι γονείς βοηθούν τα άνεργα παιδιά τους.

Θα μπορούσε μάλλον εύκολα να χρησιμοποιήσει κανείς τα επιχειρήματα της προπαγάνδας εναντίον του κράτους που χρησιμοποίησαν οι μεγαλοεπιχειρηματίες αυτή τη φορά εναντίον των μεγάλων επιχειρήσεων. Θα μπορούσε να τις κατηγορήσει ότι αυτά που προσφέρουν στην κοινωνία είναι συγκριτικά πολύ ακριβά και χαμηλής ποιότητας. Περαιτέρω, η πρόσφατη ελληνική εμπειρία (με τα ιδιωτικά συνεργεία καθαρισμού δημοσίων υπηρεσιών για παράδειγμα), μας δείχνει ότι πολύ συχνά οι δραστηριότητες που παραχωρεί το κράτος στους ιδιώτες, καταλήγουν να στοιχίζουν περισσότερο στο κράτος, οι εργαζόμενοι να πληρώνονται λιγότερο, ενώ οι εργολάβοι θησαυρίζουν.

Είναι ασφαλές συμπέρασμα το ότι δεν μπορούμε ως κοινωνία να τα αφήσουμε όλα στο αόρατο χέρι της αγοράς. Το κράτος πρέπει το λιγότερο να διαχειρίζεται ό, τι είναι σημαντικό για όλους, ενώ θα πρέπει να επεμβαίνει και στην αγορά όταν είναι απαραίτητο. Περαιτέρω, το κράτος θα πρέπει να παίρνει πρωτοβουλία στη δημιουργία θέσεων εργασίας, προκειμένου να βοηθήσει μέσω της κατανάλωσης ολόκληρη την οικονομία, όταν ο ιδιωτικός τομέας δεν θέλει. Η πρωτοβουλία στην οικονομία θα πρέπει να βρίσκεται στο κράτος που μπορεί να έχει εποπτεία επί των αναγκών που υπάρχουν, και οι ιδιώτες θα πρέπει να βοηθούν. Αυτό δίνει στο κράτος την ευθύνη και την υποχρέωση να τινάξει από πάνω του τη ρετσινιά της αναποτελεσματικότητας και να οδηγήσει με αίσθημα ευθύνης. Ως εκ τούτου, αυτός είναι άλλος ένας λόγος για τον οποίο η συγκεκριμένη έρευνα παίζει κρίσιμο ρόλο. Αναδεικνύει τις αδυναμίες και τα κενά που επέφερε στη δημόσια διοίκηση η καταστροφική πολιτική άκριτων περικοπών των πρόσφατων χρόνων, και δίνει την ευκαιρία να αναδιοργανωθεί το Δημόσιο σε νέα βάση με όρους ταξικής μεροληψίας, προκειμένου να εξυπηρετεί τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών των οποίων τα συμφέροντα τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα τα τελευταία χρόνια. Άλλωστε, το θέμα για το κοινωνικό σύνολο δεν είναι πόσο μεγάλο είναι το κράτος, αλλά πόσο καλά και αποδοτικά δουλεύει. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα που οφείλει να κερδίσει οποιαδήποτε κυβέρνηση, αφού τώρα πια το διακύβευμα είναι ανθρώπινες ζωές.

Ο Κώστας Ψιούρης είναι δημοσιογράφος.