Από το πρόγραμμα των 11 σημείων που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρας, το πιο ενδιαφέρον μακροχρονίως και ριζοσπαστικό τμήμα ήταν οι τρεις άξονες-προϋποθέσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας: το τέλος των πρωτογενών πλεονασμάτων και της λιτότητας, η ανάληψη από το κράτος της διεύθυνσης μιας συστημικής τράπεζας για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων, κυρίως, επιχειρήσεων και η διαγραφή μέρους του ιδιωτικού χρέους.
Αφήνοντας κατά μέρος το ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων, που είναι κρίσιμο αλλά εξαρτώμενο από την πολιτική της ΕΕ θέμα, τα άλλα δύο έχουν βαρύνουσα σημασία, γιατί άπτονται της πολιτικής χρηματοδότησης της οικονομικής δραστηριότητας, η οποία σήμερα έχει βαλτώσει και γιατί επιδέχονται εγχώριας ρυθμιστικής παρέμβασης.
Από την πλευρά της προσφοράς, η επιστράτευση μιας συστημικής τράπεζας από το κράτος για ενίσχυση της χρηματοδότησης ασφαλώς βοηθά, αλλά ενδεχομένως δεν επαρκεί. Στην κατάσταση που βρίσκονται σήμερα οι τράπεζες (υπερδιπλάσια του γενικού δείκτη μετοχών η κάμψη των τραπεζικών μετοχών το τελευταίο 12μηνο), ο κίνδυνος μιας νέας κεφαλαιοποίησης καραδοκεί και αντ’ αυτής το δημόσιο θα μπορούσε να αναλάβει υπό την αιγίδα του ακόμη και πέραν της μιας τράπεζας. Ωστόσο, το σημαντικό είναι το μέγεθος των υπό δημόσια διαχείριση κεφαλαίων κι όχι ο αριθμός των τραπεζών.
Από την πλευρά της ζήτησης, η έκταση της υπερχρέωσης της ιδιωτικής οικονομίας δεν δείχνει εκ πρώτης όψεως ζοφερή. Το χρέος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σαν ποσοστό στο ΑΕΠ κινείται μάλλον σε συγκριτικά χαμηλά επίπεδα, αφού η Ελλάδα διαθέτει το 5ο χαμηλότερο επίπεδο χρέους επί 17 ευρωπαϊκών χωρών. Όμως, είναι η ένταση του ιδιωτικού χρέους ή αλλιώς ο βαθμός επιβάρυνσης της οικονομίας από τα «κόκκινα» ή Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια (ΜΕΔ) που φέρνει τη χώρα στη 2η χειρότερη θέση –μετά την Κύπρο– πανευρωπαϊκά, πριν ακόμη την πανδημία. Ο συντελεστής αυτός της επιβάρυνσης από τα «κόκκινα δάνεια» προκύπτει από το συνδυασμό του βάρους του ιδιωτικού χρέους στο ΑΕΠ και του ποσοστού των «κόκκινων δανείων» στο σύνολο των δανείων του ιδιωτικού τομέα.
Η παγίδα του χρέους
Ο τεράστιος όγκος του επικρεμάμενου απλήρωτου χρέους είναι μια βασική αιτία για την παρατεταμένη περίοδο στάσιμης και συνεχώς βραδύτερης οικονομικής ανάπτυξης, με πτώση του βιοτικού επιπέδου για εκατοντάδες χιλιάδες υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Γιατί το υψηλότερο χρέος περιορίζει τις δαπάνες, γεγονός που περιορίζει την ανάπτυξη. Η περιορισμένη ανάπτυξη καταστέλλει τους μισθούς. Οι χαμηλότεροι μισθοί περιορίζουν περαιτέρω τις δαπάνες κ.ο.κ., με αποτέλεσμα η οικονομία να οδηγείται στην παγίδα του χρέους.
Αυτό δεν σημαίνει μείωση κρατικών δαπανών και νέα λιτότητα. Συνηγορεί, όμως, στο να μην επιβαρύνονται άλλο τα ελληνικά νοικοκυριά (βλ προσαυξήσεις λόγω καθυστερήσεων), που είναι εγκλωβισμένα στο χρέος και να επιδιωχθεί η ελάφρυνσή τους. Ορισμένοι τύποι ευρείας αναδιάρθρωσης και συγχώρεσης χρέους μπορούν να βοηθήσουν να βγούμε από αυτήν την παγίδα του χρέους και είναι πολιτικά εφικτοί.
Πόσο είναι, όμως, το ιδιωτικό χρέος που μπορεί να διαγραφεί;
Τον Ιανουάριο 2020 το σύνολο των ιδιωτικών χρεών προς τις τράπεζες ανέρχονταν σε 163 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 60 δισ. αφορούσαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ή το 36,7% του συνόλου (Τράπεζα Ελλάδος). Λόγω της συνακόλουθης της πανδημίας κάμψης του ΑΕΠ, το ποσοστό αυτό πρέπει να έχει αυξηθεί πάλι στο 40% τουλάχιστον. Αυτό σημαίνει πως εάν η Ελλάδα ήθελε να πλησιάσει τα επίπεδα της τρίτης κατά σειρά χώρας (Πορτογαλία) σε βαθμό επιβάρυνσης της οικονομίας από ΜΕΔ (14,3), τότε θα έπρεπε να περιορίσει το ποσοστό των δικών της ΜΕΔ στο 13,3% ή στα 22 δισ. περίπου. Με άλλα λόγια, ο στόχος μείωσης του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες μόνον, θα έπρεπε να πλησιάζει τα 38 δισ. ευρώ.
Διαγραφή χρεών
Σε ανάλογες μειώσεις ιδιωτικών χρεών πρέπει να προχωρήσουν το Δημόσιο και ο ΕΦΚΑ, προς τους οποίους οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις των ιδιωτών (επιχειρήσεων και νοικοκυριών) ανέρχονται σε 106 και 36 δισ. αντίστοιχα και μεγάλο μέρος αυτών δεν πρόκειται να αποπληρωθεί, σύμφωνα με τους φορείς αυτούς. Η διαγραφή του 30% αυτών ισοδυναμεί με 42 δισ. περίπου και μαζί με τη διαγραφή των τραπεζικών χρεών θα μπορούσε να φθάσει συνολικά τα 80 δισ. ευρώ, εξαιρώντας φυσικά τους στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Μία παρόμοιας έκτασης ελάφρυνση των ιδιωτικών χρεών θα συνέβαλε καθοριστικά στην επανεκκίνηση της οικονομίας, αφού είναι 3,5 φορές μεγαλύτερη από το πακέτο των δημοσιονομικών και χρηματοπιστωτικών μέτρων στήριξης της οικονομίας που έλαβε η κυβέρνηση μέχρι πρόσφατα.
Με δεδομένο ότι οι κυβερνητικές παρεμβάσεις για την αναστολή της ύφεσης δεν έχουν ουσιαστικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα και δεν οδηγούν σε ένα βιώσιμο μετασχηματισμό του παραγωγικού υποδείγματος, μία δραστική διαγραφή των ιδιωτικών χρεών, σε συνδυασμό με τον έλεγχο κάποιων συστημικών τραπεζών, θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία και κοινωνία.
Κώστας Καλλωνιάτης
Πηγή: Η Εποχή