Με αφορμή τις πρώτες 100 ημέρες της διακυβέρνησης Τραμπ, μιλάμε με την Δέσποινα Λαλάκη καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο City University της Νέας Υόρκης για τις αυτοκρατορικές τάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, για το συνεκτικό ιδεολογικό πλαίσιό της, και για την τεράστια ανάγκη για ριζικές αλλαγές στο σύστημα, που γίνεται σαφής στις μαζικές διαδηλώσεις του τελευταίου διαστήματος.
Πού θα πρέπει να σταθούμε κάνοντας μια συνοπτική αποτίμηση των πρώτων 100 ημερών της διακυβέρνησης Τραμπ; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του δυστοπικού τοπίου που έχει δημιουργηθεί με την προεδρία του;
Το αμερικανικό τοπίο αυτές τις μέρες έχει όλα τα χαρακτηριστικά της αυτοκρατορικής λογικής, όπως αυτή επιβάλλεται για δεκαετίες τώρα στα θύματά της. Η πρώιμη προεδρία Τραμπ σηματοδοτεί την επικράτηση αυτοκρατορικών τάσεων εντός των αμερικανικών συνόρων: αυταρχισμός, ρατσιστική βία και ανοιχτή χειραγώγηση της αλήθειας. Η έννοια του Εμέ Σεζέρ για το «φαινόμενο μπούμερανγκ» –η ιδέα ότι η βία και η απανθρωποποίηση που ασκούν οι αποικιοκρατικές δυνάμεις στο εξωτερικό επιστρέφουν αναπόφευκτα για να δηλητηριάσουν την ίδια την κοινωνία του αποικιοκράτη– προσφέρει έναν ισχυρό φακό μέσα από τον οποίο μπορούμε να αξιολογήσουμε τις πρώτες 100 ημέρες της κυβέρνησης Τραμπ. Οι μηχανισμοί που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση, την αποσταθεροποίηση και τον έλεγχο των πληθυσμών στο εξωτερικό, στρέφονται τώρα ανοιχτά και προς τα μέσα, στοχεύοντας περιθωριοποιημένες κοινότητες και όσους προβάλουν αντίσταση στις γενοκτονικές πολιτικές του καθεστώτος ή υπερασπίζονται ό,τι έχει απομείνει από την ισχνή αμερικανική δημοκρατία. Κανένα έθνος, όπως προειδοποίησε ο Σεζέρ, δεν μπορεί να εξάγει τη βαρβαρότητα χωρίς τελικά να την εσωτερικεύσει. Υπό αυτό το πρίσμα, η προεδρία Τραμπ δεν πρέπει να κατανοηθεί ως παρέκκλιση, αλλά ως αναμέτρηση με την ιστορία.
Ποιο θεωρείς ότι είναι το συνεκτικό σχέδιο των επιμέρους πολιτικών του Τραμπ; Τι επιδιώκει σήμερα ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός;
Το προεκλογικό σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» αποτελεί το συνεκτικό ιδεολογικό πλαίσιο της νέας κυβέρνησης Τραμπ. Η επιθετική μεταναστευτική πολιτική με τις καθημερινές επιδείξεις απρόκλητης κρατικής βίας, η στοχοποίηση αντιφρονούντων ως εχθρών τουέθνους και ο ιστορικός αναθεωρητισμός με θύμα τη συλλογική μνήμη, ο εμπορικός προστατευτισμός με δασμολογικές πολιτικές εντυπωσιασμού και οι μονομερείς κινήσεις εξωτερικής πολιτικής που θυμίζουν τακτικές οργανωμένου εγκλήματος, έχουν ως στόχο να αποκαταστήσουν την αμερικανική κυριαρχία που έχει πληγεί από την παγκοσμιοποίηση και τον άνισο καταμερισμό του φορτίου του λευκού ανθρώπου. Συμφωνίες όπως η Συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, η πυρηνική συμφωνία με το Ιράν και το ΝΑΤΟ –η κατεξοχήν ιμπεριαλιστική μηχανή που συντηρεί το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα– παρουσιάζονται ως βαρίδια στην πορεία της χώρας προς τα μπροστά. Το πλεόνασμα σε φιλελευθερισμό, δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα που εξήγαγε μεταπολεμικά η αυτοκρατορία μαζί με μια σειρά από νεοαποικιακές πρακτικές, αντικαθίστανται πλέον με τελικές λύσεις που περιλαμβάνουν τουριστικά θέρετρα και επενδυτικά ακίνητα πολυτελείας. Ενώ το Ισραήλ θα παραμείνει το λίκνο της δημοκρατίας, η Γάζα θα ξαναγεννηθεί ως η Ριβιέρα του Αραβικού κόσμου με τη βοήθεια αμερικανικών κεφαλαίων. Στο μεταξύ, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος στον Ινδο-Ειρηνικό και το όποιο ρήγμα στον Ατλαντισμό, θα χρειαστεί και τις 700 στρατιωτικές βάσεις που διατηρούν οι ΗΠΑ παγκοσμίως και μια πιθανή αύξηση στον στρατιωτικό προϋπολογισμό, που θα ανέλθει στο ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.
Οι ψηφοφόροι του Τραμπ, και κυρίως αυτοί της εργατικής τάξης, κατά πόσο αντιδρούν; Μπορεί σήμερα ο Τραμπ να εφαρμόσει πολιτικές αναδιανομής, προκειμένου να οικοδομήσει μια σταθερή σχέση με τη βάση των ψηφοφόρων του;
Παρά την αποτυχία της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ να υπερασπιστεί τους «ξεχασμένους Αμερικανούς» –με φορολογικές μειώσεις που ευνόησαν τελικά τα υψηλότερα εισοδήματα και το κεφάλαιο, νέες θέσεις εργασίας αλλά στασιμότητα των μισθών, και μείωση του κράτους που σήμανε όμως βαθιές περικοπές σε κοινωνικά προγράμματα– μέρος της εργατικής τάξης ψήφισε και πάλι Τραμπ. Προβάλλοντας τους μετανάστες, τις αστικές ελίτ, το βαθύ κράτος αλλά και την παγκοσμιοποίηση ως απειλές στα συμφέροντα τους, μετατόπισε την πολιτική αφήγηση από την ταξική στην εθνική αλληλεγγύη, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξη κάποιων συνδικάτων στη μεταποίηση, τα ορυχεία, την ενέργεια και τα σώματα ασφαλείας. Σε λιγότερο από τρεις μήνες, ωστόσο, και μετά την αγριότητα με την οποία η κυβέρνηση επιτίθεται στις τάξεις των εργαζομένων από τα πανεπιστήμια και τις ομοσπονδιακές υπηρεσίες και υπουργεία μέχρι τους εργάτες γης, δέκα μεγάλα συνδικάτα και δεκάδες τοπικές ενώσεις, που εκπροσωπούν περισσότερα από τρία εκατομμύρια μέλη, εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση απαιτώντας την απελευθέρωση μεταναστών εργαζομένων που πρόσφατα απήχθησαν από την Υπηρεσία Μετανάστευσης και Τελωνείων (ICE). Η κοινή αυτή διακήρυξη ίσως να αποτελέσει προοίμιο για πιο συντονισμένη δράση απέναντι τόσο στον κυβερνητικό αυταρχισμό, αλλά και πολιτικές όπως του νεοσύστατου υπουργείου Αποδοτικότητας (DOGE) με στόχο τη μείωση των δαπανών του οποίου με σθένος ηγήθηκε ο Έλον Μασκ πριν την γρήγορη αποχώρησή του.
Πώς ερμηνεύεις τη χλιαρή στάση που κρατάει το Δημοκρατικό Κόμμα απέναντι στην λαίλαπα Τραμπ;
Η αντίδραση των Δημοκρατικών δεν είναι απλώς μια αποτυχία στρατηγικής, αλλά αντανακλά μια βαθύτερη δομική σύγκλιση μεταξύ των δύο κομμάτων, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό, τη στρατιωτικοποίηση και τον αυταρχισμό. Ενδεικτική ήταν η καμπάνια της Καμάλα Χάρις που εστίασε στο μήνυμα για μια «οικονομία ευκαιριών» και η γενικότερη πρόσδεση της στο φιλελεύθερο αφήγημα στο εσωτερικό, μαζί με την κατηγορηματική δέσμευση ότι θα υπερασπιζόταν τις ίδιες αξίες από την Ουκρανία μέχρι το Ισραήλ και παραπέρα, συντασσόμενη με το στρατιωτικό βιομηχανικό σύμπλεγμα, για το οποίο ο Ντουάιτ Ν. Αϊζενχάουερ είχε προειδοποιήσει τους Αμερικανούς ήδη από τη δεκαετία του 1960. Τις επόμενες δεκαετίες άρχισε η συστηματική υπονόμευση του κράτους πρόνοιας από τον Ρόναλντ Ρήγκαν και στη συνέχεια τον Μπιλ Κλίντον με τον νόμο περί «Προσωπικής Ευθύνης και Ευκαιρίας στην Εργασία» του 1996. Ο νόμος λίγο νωρίτερα περί «Ελέγχου του Βίαιου Εγκλήματος και Επιβολής του Νόμου» του 1994, σηματοδότησε μια νέα εποχή μαζικών φυλακίσεων, φυλετικού ρατσισμού και ποινικοποίησης της φτώχειας. Επιπλέον, η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης άφησε πίσω της τις εργατικές τάξεις να παλεύουν τη μία κρίση μετά την άλλη, φτάνοντας στην οικονομική καταστροφή του 2008, την οποία κλήθηκε να διαχειριστεί η κυβέρνηση Ομπάμα, υιοθετώντας το δόγμα του «too big to fail». Αν αναλογιστεί κανείς την αποτυχία της ίδιας κυβέρνησης να ανταποκριθεί στο αίτημα του κινήματος των μαύρων «Black Lives Matter» για οικονομική και κοινωνική δικαιοσύνη, ή τις πρόσφατες επιθέσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν στο φιλοπαλαιστινιακό κίνημα, η στάση των Δημοκρατικών δεν αποτελεί καμία έκπληξη.
To τελευταίο διάστημα βλέπουμε ότι οι διαδηλώσεις ενάντια στις πολιτικές του Τραμπ γίνονται ολοένα και πιο μαζικές. Πως βλέπεις αυτές τις κοινωνικές διαμαρτυρίες και τι ελπίδες γεννούν;
Μια ημέρα μετά την πρώτη ορκωμοσία του Τραμπ το 2017, η Πορεία των Γυναικών, η πιο μαζική μέχρι τότε στην ιστορία της χώρας με συμμετοχή που υπολογίζεται στο 1 με 1,6% του πληθυσμού, πυροδότησε την ελπίδα για συλλογική αντίσταση. Η όποια δυναμική αυτών των κινητοποιήσεων διοχετεύτηκε αρκετά αποτελεσματικά σε εκλογικές νίκες των Δημοκρατικών, αλλά όχι κάποια άλλη οργανωμένη πολιτική δράση. Τις διαμαρτυρίες αυτές ξεπέρασε σε όγκο και ένταση η εξέγερση μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ από την αστυνομία της Μινεάπολης το 2020. Αν και δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το κόμμα οικειοποιήθηκε το κίνημα, το οποίο έχει αποστασιοποιηθεί από το κατεστημένο των Δημοκρατικών, σίγουρα ωστόσο επένδυσε στην αυξημένη ευαισθητοποίηση και στην παραδοσιακή σχέση του με τις μειονότητες των οποίων ακόμα προβάλει ως υπερασπιστής.
Κάτι ανάλογο δεν υπάρχει κίνδυνος να συμβεί με το κίνημα υπεράσπισης του παλαιστινιακού αγώνα, το οποίο πολεμάνε με το ίδιο μένος Ρεπουμπλικάνοι και Δημοκρατικοί. Από την άλλη, οι μαζικές διαδοχικές συγκεντρώσεις που οργανώνουν ο Μπέρνι Σάντερς και η Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτέζ και η επιτυχία τους στο να κινητοποιήσουν οργανώσεις βάσης, κάνουν σαφή για μια ακόμα φορά την τεράστια ανάγκη για ριζικές αλλαγές στο σύστημα. Δεν μπορεί κανείς να προβλέψει την πορεία όλων αυτών των αντιδράσεων, αν θα οδηγήσουν σε διαρκή οργάνωση και στρατηγική πολιτική δέσμευση, ωστόσο, όλα τα ενδεχόμενα, όπως και το τέλος της ιστορίας, είναι ανοιχτά.
Δημήτρης Γκιβίσης
Η ΕΠΟΧΗ