Με το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης βρισκόμαστε σε μια κατάσταση, που δεν προσφέρεται για απλοποιήσεις. Είναι καλό που κλείνει η αξιολόγηση, αλλά είναι κακό που το κλείσιμο συνοδεύεται από μέτρα που θα επιβαρύνουν σημαντικά τις λαϊκές τάξεις, έστω κι αν αυτό θα συμβεί σε δύο χρόνια και όχι άμεσα. Είναι καλό που από τη διαπραγμάτευση προέκυψε η δέσμη των αντίμετρων, αλλά είναι κακό που η ελάφρυνση από αυτά δεν αντισταθμίζει ακριβώς στην επιβάρυνση που θα υποστούν ολόκληρες κατηγορίες. Είναι καλό που αποκτούν υπόσταση ξανά οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, καθώς και ότι οι ομαδικές απολύσεις παρέμειναν στο 5%, είναι, όμως, κακό που αυτό το 5% δεν διασφαλίζεται πλήρως από την εργοδοτική αυθαιρεσία. Είναι καλό που, όπως φαίνεται, θα προσδιοριστούν επιτέλους τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, αλλά είναι κακό που καθυστερούν και πιθανότατα θα συνοδεύονται από διαρκείς ελέγχους…
Με λίγα λόγια, το να ονομάζεις με μεγάλη ευκολία τη συμφωνία για το κλείσιμο της αξιολόγησης και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους τέταρτο μνημόνιο, είναι μια καλή λύση για τους κατασκευαστές συνθημάτων, ωστόσο δεν διευκολύνει όσους θα προσπαθήσουν να χαράξουν συγκεκριμένη πολιτική για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης κατάστασης. Γιατί υιοθετώντας άκριτα το σύνθημα που η ΝΔ φιλοτέχνησε, προσχωρείς ουσιαστικά στη λογική ότι όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της όποιας διαπραγμάτευσης, η ουσία είναι μία: η κυβέρνηση που έτσι ή αλλιώς καταλήγει σε μια συμφωνία έχει δεμένα τα χέρια της, και συνεπώς το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να φύγει, να παραιτηθεί, γιατί δεν είναι σε θέση τίποτε άλλο να προσφέρει.
Χωρίς ωραιοποίηση
Πρόκειται για τον αντίποδα ακριβώς της τάσης ωραιοποίησης της συμφωνίας, που τις τελευταίες μέρες, και στη βουλή, μπορούσε να διακρίνει κάποιος στην υπερβολική αισιοδοξία, με την οποία επενδυόταν μερικές φορές η πολιτική ερμηνεία της. Στην πραγματικότητα, η συμφωνία αυτή είναι πολύ πιθανό να ανοίξει την πόρτα της συμμετοχής στην ποσοτική χαλάρωση, αλλά πολύ απέχει από το να αναγγέλλει την απαλλαγή από τα μνημόνια. Για τον απλό λόγο ότι και μετά τη λήξη του προγράμματος προσαρμογής θα μας συνοδεύουν για πολύ τα μνημονιακά επιβεβλημένα μέτρα, και μάλλον θα χρειαστούμε χρόνια για να απαλλαγούμε από αυτά και, έστω, να συμπλεύσουμε μόνο με τους καταναγκασμούς του «συμφώνου σταθερότητας». Ωστόσο, δεν είναι, μια συμφωνία όπως όλες, οι άλλες. Και όχι μόνο ή κυρίως επειδή περιέχει αντίμετρα.
Η αλήθεια είναι ότι δεν θα απαλλαγούμε σε μια νύχτα από τα μνημόνια, μόλις έρθει το πλήρωμα του χρόνου (το 2018), ούτε είμαστε, όμως, καταδικασμένοι μέχρι τότε απλώς να κλαίμε τη μοίρα μας. Εν γνώσει του ότι τα περιθώρια είναι ασφυκτικά, υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να γίνουν και να αλλάζουν αργά αλλά σταθερά την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ακόμα και να μετασχηματίζουν την πραγματική κοινωνική και οικονομική κατάστασή τους. Πράγματα, δηλαδή, που μπορεί να απαιτήσει κάποιος από την κυβέρνηση, και η κυβέρνηση να μην μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γίνονται. Κάτι τέτοιο, βέβαια, μπορεί να γίνει μόνο με πλήρη συνείδηση ότι τα μνημόνια ορθώνουν πραγματικά εμπόδια, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να λειτουργούν, έστω και υποσυνείδητα, σαν άλλοθι για μια παραλυτική απραξία, ή ακόμα για μια τρέχουσα διαχείριση των πραγμάτων. Μια καλή αρχή γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι ακόμη και την Πέμπτη το βράδυ δεν διεκδικήθηκε η λεγόμενη ιδιοκτησία του προγράμματος. Κι αυτό δεν πρέπει να μείνει μόνο στο συμβολικό επίπεδο.
Δυαδικά υπουργεία
Σε προηγούμενο σημείωμα, υποστηρίζαμε την ανάγκη να υπάρξει μια δυαδική λειτουργία σε όλα τα υπουργεία, σε όλους τους κρίσιμους τομείς της κοινωνίας και της οικονομίας. Η ανάγκη αυτή γίνεται σήμερα ακόμα πιο επιτακτική για τρεις λόγους: πρώτον, γιατί με τη μασημένη τροφή περί διαιώνισης των μνημονίων (γιατί αυτό κάνει η συνθηματοποίηση περί τέταρτου μνημονίου) παράλληλα με τον ισχυρισμό ότι δεν αφήνουν περιθώρια άσκησης οποιασδήποτε άλλης πολιτικής, ευνοείται η παθητικότητα, που για να αντιμετωπιστεί χρειάζεται εντατική και συστηματική προσπάθεια· δεύτερον, γιατί η φυσιολογική ανάγκη ανακούφισης και χαλάρωσης από την ένταση της διαπραγμάτευσης μπορεί να οδηγήσει στη δευτερογενή ανάγκη καλλιέργειας μιας υπερβολικής και αβάσιμης αισιοδοξίας ότι τώρα όλα από μόνα τους θα πάρουν το δρόμο τους· τρίτον, γιατί καιροφυλακτεί ένας άλλος κίνδυνος, να καλλιεργηθεί η προσδοκία ότι με το αίσιο τέλος του προγράμματος, σχεδόν αυτόματα, θα σημειώσει εκπληκτική άνοδο η οικονομική δραστηριότητα, πράγμα που θα ευνοήσει τις εξελίξεις στα δημοσιονομικά και, συνεπώς, θα μεγιστοποιήσει την ευχέρεια κινήσεων της κυβέρνησης, εφόσον θέλει να ασκήσει και δική της πολιτική.
Η οικονομία δεν θα τα λύσει όλα
Πράγματι, υπάρχει αυτή η δυνατότητα να ανακάμψει η οικονομία. Όμως, δεν πρόκειται αυτό να γίνει ανεμπόδιστα. Οι ίδιοι οι δανειστές, με τα μέτρα που επιβάλλουν, αντιστρατεύονται αυτή την προοπτική. Και δεν το κάνουν μόνο με «λάθος» οικονομικές συνταγές. Το επιλέγουν πολιτικά, ώστε να μην αφήσουν μεγάλα περιθώρια κινήσεων στην ελληνική κυβέρνηση, για να δράσει προς επίτευξη δικών της στόχων. Χρειάζονται, λοιπόν, και σ’ αυτό το πεδίο «αντίμετρα», που να εξουδετερώνουν αυτές τις παρεμβάσεις και να διευρύνουν το χώρο δράσης της ελληνικής κυβέρνησης.
«Αντίμετρα» πολιτικά, όμως, χρειάζονται και εκεί που τα ψηφισμένα πια μέτρα κλονίζουν τις κοινωνικές συμμαχίες, οι οποίες έκαναν το 2014 εφικτή τη μη αναμενόμενη ανατροπή του δικομματισμού. Αυτές οι συμμαχίες οικοδομήθηκαν (και επιβεβαιώθηκαν το 2015) στη βάση της προσδοκίας ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς έχει περισσότερες δυνατότητες να προστατέψει τις πληττόμενες τάξεις, ιδίως σε συνθήκες επώδυνου συμβιβασμού. Αν αυτή η προσδοκία διαψευστεί, δεν μπορεί η απώλειά της να αντισταθμιστεί από μια υπόσχεση καλύτερων ημερών με τη βοήθεια απλώς της οικονομικής ανάκαμψης. Γιατί η έλευσή τους μπορεί να καλύψει τις άμεσες βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, αλλά δεν θα ενισχύσει αυτόματα τους πολιτικούς και ιδεολογικούς δεσμούς τους με την αριστερά.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή