Συνεντεύξεις

Δεν είναι δεδομένο το αναπτυξιακό αποτέλεσμα των φοροελαφρύνσεων

«Ανάπτυξη που θα συνοδεύεται από ανισότητα και αβεβαιότητα για τους εργαζομένους δεν θα είναι διατηρήσιμη», λέει στην «Εφ.Συν.» ο καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ και επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης.

Με αφορμή την προ ημερών δημοσίευση της Ενδιάμεσης Εκθεσης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ «Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση», ο κ. Αργείτης εξηγεί στην «Εφ.Συν.» τις σοβαρές επιφυλάξεις των αναλυτών του ΙΝΕ για την ποιότητα και την αντοχή της ανάπτυξης που προσδοκάται, ιδιαίτερα από τη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και τα κίνητρα στον κατασκευαστικό τομέα.

• Με την τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ πιστεύετε ότι η οικονομία έχει μεταβεί σε σταθερά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης και απασχόλησης;

Για ασφαλή ποσοτικά συμπεράσματα μάλλον πρέπει να περιμένουμε πρώτα να τελειώσει αυτός ο χορός των αναθεωρήσεων. Για το 2019 ο στόχος της ανάπτυξης είναι αρκετά πιθανό να επιτευχθεί. Η προσοχή μας όμως πρέπει να εστιάσει σε ποιοτικά ευρήματα που αφορούν τη συμπεριφορά βασικών μεγεθών. Υπάρχουν πολλαπλοί εξωτερικοί κίνδυνοι και αβεβαιότητες. Αν προσθέσουμε την απουσία δυναμικής ενδογενών μηχανισμών, όπως της κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων, τότε, κατά την άποψή μου, δημιουργείται ένα πλέγμα δυνητικών εμπλοκών στη μετάβαση της χώρας σε σταθερά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Στην αγορά εργασίας επίσης δεν πρέπει να περιοριστούμε σε κάποια ποσοτικά δεδομένα. Στον δημόσιο διάλογο δίνεται έμφαση στη μείωση του ποσοστού της ανεργίας. Το αποτέλεσμα αυτό όμως μπορεί να συμβεί για διάφορους λόγους και όχι εξαιτίας μιας αντίστοιχης αύξησης της απασχόλησης. Το ενδιαφέρον της προοδευτικής οικονομικής σκέψης εστιάζει πρωτίστως στην αύξηση της απασχόλησης και σε ποιοτικές παραμέτρους που αφορούν θέματα αποκλεισμού, μισθολογικής ανισότητας και εργασιακής επισφάλειας. Και στα θέματα αυτά τα νέα δεν είναι αισιόδοξα. Για παράδειγμα παρατηρούνται σημαντικές διαφοροποιήσεις αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών και μεταξύ μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων στις θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης.

• Στην Ενδιάμεση Εκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ υπογραμμίζεται ότι η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος δεν αντανακλάται στην αύξηση της κατανάλωσης. Τι σημαίνει αυτό για την οικονομία;

Η σχέση κατανάλωσης και διαθέσιμου εισοδήματος είναι ένα μέγεθος με ιδιαίτερη σημασία για τη συμπεριφορά, τη σταθερότητα και τη δυναμική της οικονομίας. Η κατανάλωση των νοικοκυριών ήταν μονίμως υψηλότερη από το διαθέσιμο εισόδημά τους μετά το 2013. Το γεγονός ότι η καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών δεν ακολούθησε στην ίδια έκταση την πτώση του διαθέσιμου εισοδήματος στα χρόνια της κρίσης ήταν ένας παράγοντας που δεν επέτρεψε στον πραγματικό τομέα της οικονομίας να βυθιστεί τότε σε μεγαλύτερη ύφεση. Την ίδια στιγμή, οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών ήταν αρνητικές, εξέλιξη που αποτύπωνε την αδυναμία τους να ανταποκριθούν σε δανειακές, φορολογικές κ.ά. υποχρεώσεις τους, συμβάλλοντας στο μείζον τραπεζικό πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το β’ τρίμηνο του 2019, βάσει των στοιχείων που έχουμε στην Εκθεση, για πρώτη φορά το διαθέσιμο εισόδημα είναι υψηλότερο της κατανάλωσης, γιατί η καταναλωτική δαπάνη δεν ακολούθησε την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος. Πρέπει να δούμε την εξέλιξη αυτής της σχέσης τα επόμενα τρίμηνα. Υπάρχει πιθανότητα να έχουμε περάσει στην αντίθετη αλυσίδα επιπτώσεων. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος να ωφελήσει λιγότερο τον πραγματικό τομέα, συνεπώς και τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας, και περισσότερο το τραπεζικό σύστημα, ως αποτέλεσμα της αύξησης των καταθέσεων και της αποπληρωμής υποχρεώσεων. Εφόσον η εξέλιξη των πραγμάτων επιβεβαιώσει τον ρεαλισμό αυτής της οπτικής, τότε προκύπτουν σημαντικά συμπεράσματα οικονομικής πολιτικής. Θα υπογράμμιζα ότι όλα τα εργαλεία αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος θα έχουν μικρότερο του προσδοκώμενου επεκτατικό αποτέλεσμα, δεδομένων ωστόσο των θετικών αναδιανεμητικών και κοινωνικών συνεπειών τους.

• Δηλαδή η μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις και η ενθάρρυνση των κατασκευών δεν θα φέρουν τελικά την πολυπόθητη ανάπτυξη;

Ενα βασικό χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς του επιχειρηματικού τομέα της χώρας μας είναι ότι διαχρονικά εμφανίζει θετικό ισοζύγιο, δηλαδή, να το πω πιο απλά, δαπανά λιγότερα από αυτά που κερδίζει. Είναι ο μόνος τομέας της οικονομίας ο οποίος συμπεριφέρεται διαφορετικά από το φυσιολογικό στις υγιείς καπιταλιστικές οικονομίες, όπου το ισοζύγιο είναι αρνητικό και η συσσώρευση κεφαλαίου προσδιορίζει τη δυναμική της οικονομίας. Αν θεωρήσουμε την ιδιαιτερότητα της ελληνικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς ως διαρθρωτικό χαρακτηριστικό της οικονομίας, τότε η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων σίγουρα θα αυξήσει το διαθέσιμο επιχειρηματικό κέρδος, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αυτό θα μετασχηματιστεί σε επένδυση. Συνεπώς, το αναπτυξιακό αποτέλεσμα της φορολογικής μεταρρύθμισης, τουλάχιστον ώς έναν βαθμό, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο.

Βάσει των ευρημάτων της ανάλυσης εισροών-εκροών που παρουσιάσαμε στην Εκθεση, οι κατασκευές εμφανίζουν υψηλή κατάταξη στις κάθετες και χαμηλή στις οριζόντιες διασυνδέσεις με άλλους κλάδους της οικονομίας. Η ενεργοποίηση του κατασκευαστικού τομέα θα μπορούσε να δημιουργήσει επεκτατικό αποτέλεσμα βραχυ-μεσοπρόθεσμα, αλλά δεν μπορεί και, κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να γίνει ξανά το επίκεντρο του αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας. Η θετική συνεισφορά του θα μπορούσε να επεκταθεί, εφόσον ενσωματωθούν πράσινες τεχνολογίες στις κατασκευές.

• Τι απομένει λοιπόν για να μας οδηγήσει σε μια πιο θετική προοπτική;

Η εδραίωση βιώσιμων και ισχυρών αναπτυξιακών προοπτικών απαιτεί έναν κρίσιμο όγκο επενδύσεων, στοχευμένων στην αναβάθμιση και στον εκσυγχρονισμό της εγχώριας παραγωγικής δομής και στην προώθηση της παραγωγής προϊόντων υψηλού τεχνολογικού περιεχομένου και προστιθέμενης αξίας. Δεδομένου του υψηλού ιδιωτικού επενδυτικού κενού, βραχυ-μεσοπρόθεσμα, αναπτυξιακό αποτέλεσμα θα είχε μια σημαντική αύξηση των δημόσιων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός πράσινου αναπτυξιακού σχεδίου και μια ουσιαστική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νοικοκυριών και των εργαζομένων. Ωστόσο, η διατηρησιμότητα της ανάπτυξης θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές αξίες που θα υπηρετήσει, την ενίσχυση του κοινωνικού διαλόγου και του προστατευτικού πλαισίου των εργασιακών δικαιωμάτων. Ανάπτυξη που θα συνοδεύεται από ανισότητα και αβεβαιότητα για τους εργαζομένους δεν θα είναι διατηρήσιμη, γιατί θα υπονομεύει τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών