Micro

Δεν «χρειάζονταν» πολλά… Αυτά…

50 χρόνια από την χούντα των συνταγματαρχών και οι Φίλοι της Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας, ετοίμασαν ένα αφιέρωμα. Ξεχωριστή θέση σε αυτό έχει η μαρτυρία της Μερόπης Φράγκου που σε ηλικία 6 χρονών της απέσπασαν και τους δύο γονείς της που τους εξόρισαν

Η  μαρτυρία της Μερόπης Φράγκου, καταγράφηκε από τον Δημήτρη Μπουρνού: (ΔΜ: Δημήτρης Μπουρνούς, ΜΦ: Μεροπούλα Φράγκου)

ΔΜ: Σήμερα, Τετάρτη 4 Απριλίου 2017, βρισκόμαστε εδώ στη φιλόξενη αίθουσα της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων, για να καταγράψουμε τη μαρτυρία της Μερόπης Φράγκου. Όλη αυτή η προσπάθεια γίνεται για να φωτιστούν ξεχασμένες μνήμες με αφορμή που φέτος κλείνουν πενήντα χρόνια από την κήρυξη της φασιστικής δικτατορίας την 21η Απριλίου του 1967.

Παρόλο που γνωριστήκαμε καλά με τη Μερόπη κατά την κοινή μας θητεία σαν δημοτικοί σύμβουλοι την τετραετία 1987-1990, εκλεγμένοι με ευρύτατο συνδυασμό της Αριστεράς και Δήμαρχο το Στρατή Πάλλη, παρόλο που γνωρίζαμε τους γονείς της, το Χρίστο και τη Μαρίτσα, σαν αγωνιστές της Αριστεράς, δεν ήταν γνωστά τα τραγικά γεγονότα που έζησαν την πρώτη μέρα, και τις επόμενες βέβαια, που ακολούθησαν την κήρυξη της φασιστικής δικτατορίας. Ίσως από σεμνότητα δικιά τους, ίσως από απέχθεια για την απάνθρωπη βία της ξενόδουλης χούντας, δεν τα έλεγαν, δεν τα γνωστοποιούσαν. Τα ήξεραν μόνο πολύ στενοί φίλοι και συγγενείς.

Πριν από οχτώ περίπου χρόνια, διαβάζοντας αναμνήσεις του Παναγιώτη Βόλια, τότε Γραμματέα της Ν.Ε. Λέσβου της ΕΔΑ, γραπτές μαρτυρίες για τη σύλληψή του την 21η Απριλίου 1967, με έκπληξη στάθηκα στην παρακάτω αφήγηση: «Όταν με πήγαν στο Τμήμα Ασφαλείας στο Κιόσκι, έξω στεκόταν η Μεροπούλα Φράγκου. Ήταν ακόμα τότες μικρό παιδί, έξι περίπου χρονών, και έκλαιγε λέγοντας «Θέλω τη μαμά μου και το μπαμπά μου». Τους είχαν συλλάβει και τους δυο και βρισκόταν μέσα στο κρατητήριο. Στο σπίτι τους δεν υπήρχε άλλος προστάτης που να φροντίσει το κοριτσάκι. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να πάρει το δρόμο για το κρατητήριο και μόλις με είδε μου λέει με παραπονιάρικο ύφος «Θείε Παναγιώτη, πάρε με κι εμένα μαζί σου. Είναι μέσα και η μαμά και ο μπαμπάς. Θέλω να ’μαι κοντά τους.» – «Ησύχασε, κοριτσάκι μου, μην κλαις. Θα έρθουν σύντομα οι γονείς σου.» «Προχώρα εσύ, μη μιλάς!», μου λέει ο σκοπός της πύλης του Τμήματος Ασφαλείας».

Έτσι το θυμάται αυτός ο ξεχωριστός παλιός κομουνιστής και τόσο ανθρώπινα το περιγράφει. Λοιπόν, Μερόπη, μια και πήρες την απόφαση μετά από τόσα πολλά χρόνια, πες μας όλα όσα έζησες εκείνη την ημέρα, αλλά και μετά, που οι γονείς σου εξορίστηκαν σαν πολιτικοί κρατούμενοι μεταξύ των περίπου 15000 συλληφθέντων απ’ όλη την Ελλάδα τις πρώτες μέρες της διχτατορίας. Αν θες, ξεκίνα από την αρχή, από την πρώτη στιγμή και στη συνέχεια πες μας τα, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα.

ΜΦ: Λοιπόν, την 21η Απριλίου 1967 ήταν η μοναδική μέρα που οι γονείς μου δεν άκουσαν το πρωί ειδήσεις. Ίσως γιατί προφανώς καταλάβαιναν ότι τα πράγματα ήταν περίεργα. Τον τελευταίο καιρό, προτού ξεκινήσουμε το πρωί για τις δουλειές μας, εγώ για το σχολείο κι εκείνοι για τις δουλειές τους, άκουγαν καθημερινά τις ειδήσεις τις πρωινές, για να ενημερωθούν και να δουν τι γίνεται. Η 21η Απριλίου ήταν μια μέρα που φύγαμε έτσι βιαστικά και δεν είχε πάρει κανείς είδηση του τι γινόταν. Αυτοί λοιπόν πήγαν στη δουλειά τους κανονικά κι εγώ στο σχολείο και το μεσημέρι γυρίσαμε.

Με πήρε η μαμά μου από το σχολείο και ανεβήκαμε στο Συνοικισμό όπου ήταν το πατρικό του μπαμπά μου κι όπου πάντα τα μεσημέρια πηγαίναμε εκεί, γιατί το απόγευμα ξαναγυρνούσαν στις δουλειές τους και ήταν δύσκολο να ανεβούν στο σπίτι μας στο Χάλικα. Αφού φάγαμε, εγώ σαν παιδάκι βγήκα έξω να παίξω στην αυλή. Ο μπαμπάς μου είχε εκεί το λευκοσιδηρουργείο του.

Και έρχονται δυο κύριοι ή τρεις, δεν θυμάμαι ακριβώς, με πολιτικά κι ενώ έπαιζα με ρωτάνε πού είναι το σπίτι του κυρίου Φράγκου. Εγώ νόμιζα ότι ήταν πελάτες και ότι κάτι ήθελαν για δουλειά. Λέω «Μισό λεφτό να τον φωνάξω». Φωνάζω τον μπαμπά μου, βγαίνει ο μπαμπάς… Ο μπαμπάς μόλις τους είδε κατάλαβε, γιατί είδα ότι άλλαξε η έκφρασή του. Και του λένε «Κύριε Φράγκου, ακολουθήστε με.» Εκείνη την ώρα βγαίνει και η μαμά μου, για να δει τι γίνεται. Και της λένε κι εκείνης «Κυρία μου, ελάτε κι εσείς μαζί μας». Η μαμά μου λέει «Θα πάρω και το παιδί, δεν έχω πού να τ’ αφήσω.» Με παίρνει για να φύγουμε.

Την ώρα που ετοιμαζόμαστε να φύγουμε βγαίνει μια γειτόνισσα, που ήταν ξαδέρφη του μπαμπά μου, η θεία Μαρία Σουβατζή και λέει «αφήστε το παιδί σε μένα.» Η μαμά μου όμως με πήρε μαζί. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο της Αστυνομίας και πάνε στο Κιόσκι. Εκεί μ’ αφήνουν απέξω και μπαίνουν και οι δύο μέσα. Εγώ βέβαια τα είχα χαμένα, σαν παιδάκι, και άρχισα να κλαίω. Μπαίνανε διάφοροι γνωστοί και φίλοι κατά καιρούς, όλο και κάποιος ερχόταν, όπως και ο κύριος Βόλιας, που με βρήκε εκεί να κλαίω και του είπα ότι θέλω τη μαμά μου και τον μπαμπά μου. Δεν τους είδα εκείνη τη μέρα ξανά. Απ’ ό,τι κατάλαβα, η μαμά μου ήθελε να με πάρει μαζί της, γιατί δεν υπήρχαν γιαγιάδες και παππούδες. Όμως βγαίνει κάποια στιγμή ο οδηγός και ο συνοδός, που είχαν έρθει τότε και με συλλάβανε, και με παίρνουν ξανά με το αυτοκίνητο με σκοπό να με πάνε στο Ορφανοτροφείο.

ΔΜ: Τέτοια εντολή είχαν από την Ασφάλεια ;

ΜΦ: Τέτοια εντολή είχαν. Τώρα προφορική, γραπτή; Προφορική, υποθέτω. Κατεβαίνοντας λοιπόν απ’ το Κιόσκι και στο ύψος του παλιού «Φωτίου», αντί να πάρουμε το δρόμο για να πάμε προς το Χάλικα, στο Νοσοκομείο, που ήταν το Ορφανοτροφείο Θηλέων, λέει ο οδηγός στο συνοδηγό δίπλα «εγώ το παιδί δεν θα το πάω στο Ορφανοτροφείο, θα το πάω σ’ αυτή την κυρία που είπε να το πάμε». Και στρίβει από τη Μητρόπολη, φτάνει ξανά στο Συνοικισμό και με παραδίδει στα χέρια της ξαδέρφης του μπαμπά μου, που ήταν γειτόνισσα. Και μένω εκεί για λίγο καιρό.

Μετά από λίγο καιρό πήγα σε άλλη μια γειτόνισσα, πιο δίπλα, η οποία με κράτησε μερικές μέρες. Παράλληλα έπρεπε να πηγαίνω σχολειό, γιατί τότε ήμουν Πρώτη Δημοτικού. Για λίγο καιρό μετά με πήρε το αφεντικό της μαμάς, ο κύριος Χωριανόπουλος, όπου έμεινα κι εκεί πάλι μερικές μέρες, και μετά με πήρε πια μια γειτόνισσά μας στο Χάλικα, η κ. Ανθίππη Βουρλή, που έμενε απέναντι απ’ το σπίτι μας. Έμεινα εκεί μέχρι που τέλειωσα την Πρώτη Δημοτικού και το καλοκαίρι πια του 1967 με πήρε η νονά μου και την επόμενη χρονιά κιόλας έφυγα απ’ το Δημοτικό που πήγαινα εδώ στην πόλη και πήγα στο Σχολείο του Χάλικα.

ΔΜ: Μετά τη σύλληψή τους και την κράτησή τους στην Ασφάλεια, τους γονείς σου τους πήγαν στην Ακαδημία. Στις δώδεκα μέρες που έμειναν εκεί, μπόρεσες να κάνεις κάποιο επισκεπτήριο;

ΜΦ: Επισκεπτήριο έκανα στην Ακαδημία, αλλά μόνο στη μαμά μου. Τον πατέρα μου δεν τον είδα ξανά, δεν μου επιτράπηκε ποτέ να τον επισκεφτώ, να τον δω, παρά μόνο όταν πια απολύθηκε. Δηλαδή από τότε που τον συλλάβανε και για τρία χρόνια μέχρι που απολύθηκε, τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδα. Τη μαμά μου πήγαινα και την έβλεπα.  Επισκεπτήριο με πολλές προσβολές, πολλές βρισιές, του επιπέδου «Πείτε σ’ αυτή τη σκύλα να ’ρθει να δει το παιδί της», που εμένα βέβαια σαν παιδί όλα αυτά με πλήγωναν, έξι χρονών παιδί, διότι δεν είναι εύκολο να ακούς κάποιον να αποκαλεί τη μαμά σου σκύλα… Και μετά τους πήραν και τους πήγαν και τους δύο στη Γυάρο.

ΔΜ: Από το καλοκαίρι του 1967 τους πήγαν σε άλλα στρατόπεδα.

ΜΦ: Ναι. Μετά ο μπαμπάς μου πήγε στο Λακκί της Λέρου και η μαμά μου πήγε στις φυλακές Αλικαρνασσού στην Κρήτη. Και από κει κιόλας απολύθηκε.

ΔΜ: Το γεγονός της σύλληψης και της εκτόπισης των γονιών σου πώς το δέχτηκε ο κοινωνικός περίγυρος; Πώς το σχολίαζαν στη γειτονιά, στο σχολειό, τι έλεγαν οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γείτονες;

ΜΦ: Υπήρχαν πολλών ειδών προσεγγίσεις. Υπήρχε η προσέγγιση των στενών ανθρώπων, αυτών δηλαδή που με πρόσεχαν, αλλά και της νονάς μου και του νονού μου αργότερα, οι οποίοι με στήριξαν και μου έδωσαν όλη την αγάπη που έπρεπε και που είχα ανάγκη σαν παιδί. Αλλά υπήρχαν και καλοθελητές, οι οποίοι προσπαθούσαν να πουν ότι οι γονείς μου δεν μ’ αγαπάνε και γι’ αυτό δεν έρχονται, δεν κάνουν δήλωση για να ’ρθουν.

ΔΜ: Σου έλεγαν δηλαδή ότι οι γονείς σου έχουν πάνω απ’ όλα την αντίσταση στην Χούντα και την ιδεολογία τους.

ΜΦ: Η αρχή ήταν δύσκολη. Περίμενα ότι θα τους άφηναν γρήγορα. Έτσι κάθε μέρα μόλις σχολούσα από το σχολείο, πήγαινα στο πατρικό μου και χτυπούσα την πόρτα ελπίζοντας ότι θα έχουν γυρίσει και θα μου ανοίξουν, ή πήγαινα στο μαγαζί του κ. Χωριανόπουλου και μύριζα ένα ξεχασμένο σακάκι της μαμάς μου γιατί «μύριζε μαμά».

Στο τέλος του ’67, όταν είχαν αρχίσει να γίνονται οι πρώτες απολύσεις, κάθε φορά που διαβάζαμε στην εφημερίδα ότι απολύεται κόσμος απ’ τη Μυτιλήνη γενικώς, εμείς τρέχαμε με τη νονά μου και το νονό μου στο καράβι και περιμέναμε να δούμε ποιοι θα κατεβούν. Βέβαια, ανάμεσα σ’ αυτούς που κατεβαίνανε ποτές δεν ήταν ούτε η μαμά μου ούτε ο μπαμπάς μου, κάτι που εμένα αυτό το διάστημα με κλόνισε. Εκεί ήταν και η συμβολή των νονών μου, οι οποίοι μου δώσανε να καταλάβω ότι οι γονείς μου μ’ αγαπάνε πάρα πολύ και ότι δεν υπήρχε θέμα ότι δεν μ’ αγαπάνε, αλλά ότι δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό το βήμα, να προδώσουν

ΔΜ: Τις ιδέες τους, το λαϊκό κίνημα και ότι στο κάτω-κάτω αγωνίζονται και για το μέλλον το δικό σου.

ΜΦ: Ακριβώς. Και αυτό εγώ το εμπέδωσα πλέον και όταν κάποιος μου ’λεγε ότι δεν μ’ αγαπάνε οι γονείς  μου και γι’ αυτό δεν κάνουν δήλωση, τους απαντούσα ότι, για να μην κάνουν η μαμά μου και ο μπαμπάς μου δήλωση, σημαίνει ότι είναι κάτι κακό και γι’ αυτό δεν το κάνουν.

ΔΜ: Τι σου άφησε τώρα όλη αυτή η περιπέτεια; Ήσουν έξι χρονών παιδί, πόσα πράματα χρειάστηκε να κάνεις αυτά τα δυόμισι χρόνια που η μαμά σου έμεινε εξορία;

ΜΦ: Δυόμισι χρόνια. Απολύθηκε το ’69 τον Οκτώβρη και ο μπαμπάς μου έμεινε τρία και κάτι, απολύθηκε το ’70, την άνοιξη του ’70, Απρίλη – Μάη του ’70.

ΔΜ: Χρειάστηκε αυτά τα τρία χρόνια από έξι ετών, να αναλάβεις υποχρεώσεις και να γευτείς αισθήματα και συναισθήματα πολύ μεγαλύτερων ;

ΜΦ: Χρειάστηκε να διαχειριστώ πολλά πράγματα, τα οποία ένα παιδί έξι χρονών είναι δύσκολο να τα διαχειριστεί. Θα μπορούσε να μου είχε κάνει κακό στην ψυχολογία  μου.

ΔΜ: Να σου αφήσει πολλά τραύματα.

ΜΦ: Να μου αφήσει πολλά τραύματα. Δεν μου άφησε. Και το οφείλω, το ξαναλέω, σε όλους αυτούς που με φρόντισαν αυτά τα χρόνια συγγενείς και μη και κυρίως στους νονούς μου. Στην Αδαμαντία και στον Κώστα Φασά. Γιατί με περιέβαλαν με πάρα πολύ αγάπη. Ήμουν μέλος της οικογένειάς τους. Ακόμα κι όταν ήρθε το δικό τους παιδί το ’68, συνέχισα να είμαι παιδί τους, δεν κατάλαβα ποτέ να με ξεχωρίζουν, φρόντιζαν πάντα να έχω επαφή με τους γονείς μου με αλληλογραφία συχνή, ώστε να μην αισθανθώ παραμελημένη από κείνους.

Το ίδιο βέβαια κάνανε και οι δικοί μου, οι οποίοι συνέχεια θέλανε να τους λέω τους βαθμούς μου στο σχολειό, μου στέλνανε πράγματα, η μαμά μου έπλεκε, γιατί δεν υπήρχαν και οι οικονομικοί πόροι, πουλούσε αυτά που έπλεκε σε συγκρατούμενές της για δώρα κτλ, έστελνε και σε μένα, έστελνε κι ένα χαρτζιλίκι στον πατέρα μου στην εξορία στη Λέρο, γιατί δεν μπορούσε κάποιος άλλος να του στείλει, δεν υπήρχε κάποιος άλλος. Βλέπετε η μοναδική αδερφή του μπαμπά μου (αν και παπαδιά) επέλεξε σε αυτές τις δύσκολες στιγμές να αποστασιοποιηθεί και από εκείνον και από εμένα. Με ωρίμασε όλο αυτό το πράμα πολύ πιο γρήγορα. Ενδεικτικό είναι ότι στην εφηβεία μου συγγενείς και φίλοι με κορόιδευαν και με φώναζαν «γριά σοφή», διότι ήμουνα πιο ώριμη από τ’ άλλα παιδιά!

ΔΜ: Μέσα σ’ αυτή την απάνθρωπη φασιστική βαρβαρότητα των πραξικοπηματιών και των ασφαλιτών βρίσκεται ένας άνθρωπος, ένας οδηγός, που ευτυχώς ίσως δεν είχε γραπτή εντολή, παίρνει προφορική εντολή να σε πάει στο Ορφανοτροφείο κι εκείνος λέει «Ε όχι, αυτό το παιδί δεν θα το πάω εκεί, θα το πάω στη γειτόνισσα.» Τι ρόλο έπαιξε στη ζωή σου αυτή η ενέργεια, αυτό το λουλουδάκι μέσα στο βράχο;

ΜΦ: Το λουλουδάκι σ’ αυτό το βράχο ήταν καθοριστικό, γιατί αλλιώς θα ήταν, άλλος άνθρωπος θα ήμουνα, αν πήγαινα στο Ορφανοτροφείο. Κι αυτός ο άνθρωπος δηλαδή όποιος είναι, δεν ξέρω ούτε όνομα ούτε αν ζει, αλλά, αν ζει, καλή του ώρα που λένε. Ήταν το καλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει κάποιος μέσα σ’ αυτό το δράμα.

ΔΜ: Γιατί βέβαια ο σύντροφος ο Βόλιας δεν μπορούσε να σε πάρει μαζί του, αφού και αυτόν τον πήγαιναν μέσα. Πού να σε πάρει να σε πάει;

ΜΦ: Τους πήγαν όλους, τους μάζεψαν όλους μαζί. Υπήρχε μια φοβερή αλληλεγγύη όμως κι απ’ όλους τους συντρόφους των γονιών μου που βγαίνανε κάθε φορά και που πάντα ο καθένας που έβγαινε ζητούσε να με δει, μου ’φερνε νέα τους, ήταν δηλαδή μια πολύ δεμένη ομάδα. Ο καθένας από κείνους, μόλις γύριζε, η πρώτη του δουλειά ήταν, μέσα σ’ όλα που είχε να δει την οικογένειά του, να δει κι εμένα.

ΔΜ: Ο μπαμπάς σου είχε λευκοσιδηρουργείο στο Συνοικισμό. Η μαμά σου πού δούλευε;

ΜΦ: Η μαμά μου δούλευε στου Χωριανόπουλου, που έφτιαχνε ορθοπεδικές ζώνες στον Άγιο Συμεών.

ΔΜ: Λείπει λοιπόν δυόμισι χρόνια και όταν γυρίζει η μητέρα σου, τι ανακαλύπτει ότι έκανε ο Χωριανόπουλος;

ΜΦ: Ο Χωριανόπουλος τής κρατούσε τη θέση. Δεν πήρε άλλον υπάλληλο αυτά τα δυόμισι χρόνια. Κι αυτό ήταν σωτήριο, διότι οικονομικά η οικογένεια ήταν κατεστραμμένη. Ήταν σωτήριο λοιπόν το ότι βγαίνοντας η μαμά μου απ’ τη δουλειά, απ’ την εξορία, είχε μια δουλειά να την περιμένει.

ΔΜ: Κι αυτό έγινε μέσα σ’ ένα κλίμα αφόρητων πιέσεων προς ιδιώτες να απολύσουν κάθε Αριστερό ή αντιφασίστα-αντιχουντικό εργαζόμενο. Δεν ήταν μόνο στο Δημόσιο που κάνανε απολύσεις, αλλά απειλούσαν και τους εργοδότες και τους μικροκαταστηματάρχες να απολύουν κάθε μη αρεστό άτομο. Εν πάση περιπτώσει… Τι μας έχεις εδώ; Κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Κάποιες μνήμες εδώ. Για πες μας, περιέγραψέ τα λίγο.

ΜΦ: Στην αρχή ένα γράμμα. Το ’68 ανακοινώνεται στις ειδήσεις ότι απολύεται κάποιος Χρίστος Φράγκος. Παίρνω λοιπόν τη νονά μου και πάμε στο καράβι. Αλλά στο καράβι δεν ήταν ο μπαμπάς μου ο Χρίστος Φράγκος.

ΔΜ:  Ίσως ήταν συνωνυμία.

ΜΦ: Ήταν συνωνυμία. Ήταν κάποιος Χρίστος Φράγκος, δάσκαλος, ο οποίος ήταν απ’ τη Στύψη νομίζω.

ΔΜ: Μάλιστα.

ΜΦ: Και μετά απ’ αυτό έγραψα ένα γράμμα, στις 14/11/1968, στη μαμά μου, στο οποίο της λέω ότι, όταν πια διαπίστωσα ότι δεν ήταν ο μπαμπάς μου, έκανα ένα γράμμα προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης

ΔΜ: Ένα διάβημα.

ΜΦ: Ένα διάβημα προς το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και της γράφω τι έγραψα.

ΔΜ: Μπορείς να το διαβάσεις;

ΜΦ: Θέλετε να σας το διαβάσω;

ΔΜ: Δεν ξέρω, αν μπορείς και αντέχεις, διάβασέ το.

ΜΦ: «14-11-1968. Σεβαστή μου μαμά. Είμαι καλά και εύχομαι το ίδιο και για σένα. Χθες πήρα το γράμμα σου και χάρηκα που είσαι καλά. Διάβασα τα νέα σου και σου απαντώ. Φαντάζομαι να πήρες τα γράμματά μου που σου έγραφα ότι περίμενα τον μπαμπά μου. Δεν πειράζει όμως, αφού είστε καλά, θα κάνω υπομονή. Στο σχολείο μου πηγαίνω καλά. Σήμερα άρχισα καινούργιο τετράδιο αντιγραφής και το άριστα με βαθμό δέκα. Το παλιό θα σου το στείλω μέσα στο δέμα. Τον ίδιο βαθμό πήρα και στην ορθογραφία. Τον Παναγιώτου τον είδαμε και μας έφερε χαιρετίσματα από τον μπαμπά μου. Σε αφήνω τώρα για να σου γράψει περισσότερα νέα η νονά μου. Εσωκλείω αντίγραφο του γράμματος που στέλνω στο Υπουργείο. Ίσως ανταμώσουμε γρήγορα. Σε φιλώ. Η κόρη σου Μερόπη».

«Προς το Υπουργείον Δημοσίας Τάξεως – Αθήνας

Κύριε Υπουργέ,

Δεν ξέρω αν κάνω καλά που παίρνω το θάρρος να σας γράψω και να σας ζητήσω μία χάρη. Είμαι ένα κοριτσάκι οκτώ χρονών και κοντεύουν τώρα δύο χρόνια που βρίσκομαι μοναχή, γιατί ο μπαμπάς μου βρίσκεται στην εξορία στη Λέρο και η μαμά μου στις Φυλακές Αλικαρνασσού. Κάθε μέρα διαβάζω στις εφημερίδες πολλά ονόματα εκείνων που απολύονται. Τελευταία διάβασα και το όνομα του μπαμπά μου (Χρήστος Φράγκος) και με μεγάλη λαχτάρα τον περίμενα να ’ρθει, αλλά έμαθα ότι ήταν άλλος με το ίδιο όνομα. Καταλαβαίνετε πόση είναι η λύπη μου. Όπως σας γράφω, είμαι μικρή και δεν έχω κανέναν να με προστατεύσει. Ούτε γιαγιά ούτε θείους. Όλον αυτόν τον καιρό μένω στη νονά μου. Σας παρακαλώ λοιπόν να με ακούστε και να με λυπηθείτε και αν δεν γίνεται και τους δυο τους, τουλάχιστον να αφήσετε τον έναν να έλθει κοντά μου. Ξέρω ότι μόνον εσείς μπορείτε να κάνετε αυτό, γι’ αυτό σας γράφω. Σας ευχαριστώ και θα σας ευγνωμονώ. Μερόπη Χ. Φράγκου».

 

ΔΜ: Δε θα τον ευγνωμονείς, γιατί δεν συγκινήθηκε ο κύριος Υπουργός Δημόσιας Τάξης.

ΜΦ: Δεν συγκινήθηκε ο κύριος Υπουργός. Η μαμά μου απολύθηκε μετά από ένα χρόνο περίπου μετά απ’ αυτό και ο μπαμπάς μου μετά από δύο, οπότε…

ΔΜ: Εδώ τι μας έχεις;

ΜΦ: Εδώ σας έχω φέρει μερικές φωτογραφίες που έστειλα. Η μία είναι στις 15/8/67, που την έστειλα στους γονείς μου, για να με θυμούνται. Η άλλη είναι την Πρωτομαγιά του ’68, που τη στέλνω στη μαμά μου και η μαμά μου τη στέλνει με τη σειρά της στον πατέρα μου, με δύο αφιερώσεις πίσω. Και εδώ είναι μία φωτογραφία πια όταν έχει απολυθεί η μαμά μου στο σπίτι στην αυλή μας. Και εδώ είμαι μεγαλύτερη, όταν πια έχουν απολυθεί και οι δύο.

ΔΜ: Να επισημάνουμε ότι και στο γράμμα υπάρχει βέβαια η έγκριση της λογοκρισίας, γιατί όλα τα γράμματα περνούσαν από λογοκρισία, κυρίως των κρατουμένων. Έτσι;

ΜΦ: Και μετά από κάποια στιγμή πια δεν γράφαμε σε γράμματα, γράφαμε σε κάρτες.

ΔΜ: Τυποποιημένες κάρτες.

ΜΦ: Σε τυποποιημένες καρτούλες, οι οποίες είχαν συγκεκριμένο περιθώριο. Δεν μπορούσες να γράψεις περισσότερα.

ΔΜ: Δεν «χρειάζονταν» πολλά, με λίγα λόγια.

ΜΦ: Όχι, όχι. Δεν «χρειάζονταν» πολλά… Αυτά.

Πηγή: Τα Μπλόκια