Τώρα που όλοι υποχρεώνονται να παραδεχθούν ότι η μη περικοπή της προσωπικής διαφοράς των παλαιών συντάξεων είναι ένας εφικτός στόχος, για να μην πούμε μια απτή πραγματικότητα, είναι χρήσιμο να κάνουμε έναν απολογισμό της στάσης τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης απέναντι σ΄ ένα πρόβλημα τόσο κρίσιμης σημασίας. Χρήσιμο, γιατί μπορεί να μας αποκαλύψει δύο παραδείγματα πολιτικής συμπεριφοράς: ένα προς μίμησιν και ένα προς αποφυγήν.
Αναξιόπιστη καταστροφολογία
Ας αρχίσουμε από το δεύτερο. Όταν προέκυψε η απαίτηση του ΔΝΤ να καταργηθεί από 1-1-2019 η προσωπική διαφορά των παλαιών συντάξεων, ως προαπαιτούμενο για την πολλοστή αξιολόγηση, με πρώτη και καλύτερη τη ΝΔ, αφενός στηλίτευε την κυβέρνηση γιατί δεν την απέρριψε χωρίς συζήτηση, αφετέρου την κατηγορούσε γιατί με τις διαπραγματεύσεις της καθυστερούσε το κλείσιμο της αξιολόγησης. Την προέτρεπε, μάλιστα, να μη χάνει πολύτιμο χρόνο με μακρόσυρτες συζητήσεις.
Όταν η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να δεχτεί την απαίτηση του ΔΝΤ, αλλά να εκμαιεύσει ισόποσα αντίμετρα κοινωνικού και αναπτυξιακού χαρακτήρα, η αντιπολίτευση διαλαλούσε ότι τα αντίμετρα ήταν μια ακόμα απάτη κι ότι αυτό που τελικά έμενε, ήταν η υποχρέωση για περικοπή των συντάξεων.
Και ήταν τόσο μεγάλη η χαρά της που θα οδηγούσε τα συγκυβερνώντα κόμματα στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση φορτωμένα με το βάρος αυτής της περικοπής, ώστε μόλις άρχισε να διαφαίνεται στον ορίζοντα η πιθανότητα να μην εφαρμοστεί το μέτρο, και μάλιστα με τη συναίνεση των θεσμών, έφτασε στο σημείο δημόσια μεν να τους εγκαλέσει γιατί δεν την είχαν ενημερώσει έγκαιρα για τις προθέσεις τους, στο παρασκήνιο δε να απαιτήσει «να μην κάνουν τα χατίρια στον ΣΥΡΙΖΑ».
Για να παρεμβάλουν, μάλιστα, προσκόμματα σ΄ αυτή τη διαφαινόμενη εξέλιξη και να παροξύνουν τη σχέση κυβέρνησης και θεσμών, επινόησαν την κατάθεση πρότασης νόμου, η υιοθέτηση της οποίας μόνο εμπλοκή της διαδικασίας διαπραγμάτευσης μπορούσε να προκαλέσει.
Τι θα κάνουμε χωρίς βαρβάρους;
Τώρα που ακόμα και η ναυαρχίδα του του συντηρητικού τύπου, η «Καθημερινή», υποχρεώνεται να επισφραγίσει με πρωτοσέλιδο κύριο θέμα αυτό που είναι πια κοινό μυστικό, η αντιπολίτευση επιχειρεί να μειώσει τη σημασία της κατάργησης του μέτρου και, ταυτόχρονα, να διαδώσει ότι το αντίτιμο θα είναι η ταυτόχρονη κατάργηση των αντίμετρων. Αυτών που κατά τη δήλωσή τους ήταν μια απάτη, ένα ψέμα.
Βέβαιοι όλοι τους ότι η απαίτηση των δανειστών τελικά θα επιβληθεί και η κυβέρνηση θα αποκαλύψει την αδυναμία της να προστατέψει μια μεγάλη και αδύναμη πληθυσμιακή ομάδα, ακολούθησαν αυτή την αναξιόπιστη πολιτική, όπως για πολλοστή φορά αποδείχτηκε, οδηγημένοι από τη στρατηγική της καταστροφολογίας και την ασίγαστη επιθυμία τους να τελειώνουν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Πίστεψαν ότι είχαν ένα ισχυρό όπλο στη φαρέτρα τους και τώρα βλέπουν ότι αυτό που τους μένει στα χέρια, είναι η αναξιοπιστία και μια επίγευση άσκοπης και άστοχης χαιρεκακίας, παντελώς ανάρμοστης για πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να επικαλούνται τον «εθνικό» ρόλο τους.
Τακτική ανάκτησης του εδάφους
Πολύ ασχοληθήκαμε, όμως, μ΄ αυτούς. Ας μιλήσουμε και για το παράδειγμα προς μίμησιν. Αν χρειάζεται να το κάνουμε, δεν είναι για να χειροκροτήσουμε την κυβέρνηση, αλλά για να της υπενθυμίσουμε και να της υποδείξουμε ότι υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος επίλυσης δύσκολων προβλημάτων, που χρειάζεται να εφαρμοστεί –τηρουμένων των αναλογιών– και εκεί που δεν βλέπουμε μέχρι στιγμής να εφαρμόζεται. Γιατί οι μνημονιακοί καταναγκασμοί θα βρίσκονται για πολύ ακόμα μπροστά μας.
Όταν οι διαπραγματευτές μας υποχρεώθηκαν να συμβιβαστούν με την απαίτηση του ΔΝΤ για περικοπή των συντάξεων, δεν αρκέστηκαν μόνο στη διεκδίκηση των αντίμετρων, ώστε να έχουν ένα επικοινωνιακό επιχείρημα. Κρίνοντας αναγκαία αυτή την υποχώρηση εκείνη τη στιγμή, αφενός έριξαν το βάρος στην επίτευξη των δημοσιονομικών και οικονομικών στόχων, που θα αφαιρούσαν τα επιχειρήματα του ΔΝΤ από το τραπέζι, αφετέρου άρχισαν από εκείνη τη στιγμή να αναζητούν –και να καλλιεργούν– τις κατάλληλες συνθήκες, που θα τους επέτρεπαν να ζητήσουν με αξιώσεις τη ματαίωση του μέτρου.
Προχώρησαν, δηλαδή, σε εφαρμογή στην πράξη μιας τακτικής ένταξης της εφαρμογής των μνημονιακών καταναγκασμών σε ένα σχέδιο μεσοπρόθεσμης μερικής ή και ολικής αναίρεσής τους, όταν οι συνθήκες θα το επιτρέψουν. Και δεν περίμεναν, βέβαια, τις συνθήκες να ωριμάσουν μόνες τους και αυτόματα. Όταν ο Ευκλείδης Τσακαλώτος έλεγε πρόσφατα ότι με την πειθώ θα προχωρήσουμε στην άρση του μέτρου, πολλοί τον λοιδόρησαν. Ίσως γιατί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να δουν ότι η πειθώ δεν είναι μόνο παιδαγωγική, είναι και πολιτική έννοια. Και η επίδρασή της δεν εξαρτάται τόσο από την καλή θέληση του πειθόμενου, όσο από την πειστικότητα των επιχειρημάτων και την καταλληλότητα των περιστάσεων.
Χωρίς μεγάλα λόγια
Η τακτική αυτή, αν δεν υπηρετηθεί συνειδητά, μπορεί απλώς να οδηγήσει σε υποχωρητικότητα και αναβλητικότητα, δεν είναι ακίνδυνη. Προϋποθέτει σχεδιασμένη δράση, δεν επαφίεται σε επικοινωνιακά κόλπα, δεν τρέφεται από τις εντυπώσεις αλλά από τις αποτελεσματικές παρεμβάσεις. Δεν συνοδεύεται από μεγάλα λόγια, έχει ανάγκη από πειστικά επιχειρήματα και από ακριβή εκτίμηση και παραδοχή των δυσκολιών. Έτσι, η πειστικότητα έναντι των δανειστών μεταφράζεται σε αξιοπιστία έναντι των πολλών.
Το κυριότερο: αποδεικνύει στην πράξη πως είχε νόημα η έξοδος από το πρόγραμμα κι ας μην ήταν είσοδος στον παράδεισο. Πως είχε νόημα η μη οικειοποίηση του μνημονίου και δεν ήταν απλώς ανέξοδη επίδειξη λεκτικής ανυπακοής.
Όλη αυτή την ώρα που «σύρονται αυτές οι γραμμές» (όπως έλεγε ο μακαρίτης ο Σοφιανός), έχω μπροστά μου την εικόνα του υπουργού Οικονομικών, που δίνει συνέντευξη στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ γι΄ αυτά ακριβώς τα θέματα. Ήταν μια συνοπτική έκθεση αυτής της τακτικής. Έτυχε να την παρακολουθούμε μ΄ ένα πολύ καλό φίλο, όχι όμως και σύντροφο. Στο τέλος, γύρισε και μου είπε: «Ακόμα κι όταν δεν συμφωνώ, αναγκάζομαι να σκεφτώ αυτά που λέει, κάθε φορά που τον ακούω. Και στο λέω εγώ, που δεν πρόκειται ποτέ να ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ». Το μόνο που μπορούσε να του αντιτείνει κάποιος, ήταν το γνωστό «ποτέ μη λες ποτέ».
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή