Τη συνέντευξη πήρε η Ιωάννα Δρόσου
Κατατέθηκε ο προϋπολογισμός, ο τελευταίος στο πλαίσιο του μνημονίου, ο οποίος εφαρμόζει για έναν ακόμα χρόνο πολιτική λιτότητας, αφού εμπεριέχει την υλοποίηση μέτρων 1,9 δισ. Πώς τον σχολιάζεις;
Η απάντηση έχει δοθεί ήδη από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, στη συζήτηση στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων που ασχολείται με τον προϋπολογισμό του 2018, αλλά θα την επαναλάβω. Μας επικρίνουν, λοιπόν, ότι φέρνουμε νέα φορολογικά μέτρα 1 δισ. Στην πραγματικότητα είναι η έναρξη εφαρμογής μέτρων που έχουμε ψηφίσει το 2017 και αφορούν την αύξηση 456 εκατ. ευρώ στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και 439 εκατ. στους φόρους κατανάλωσης. Η αύξηση στο φόρο εισοδήματος προέρχεται κατά 178 εκατ. από την αύξηση του ΑΕΠ, δεν αλλάζουμε δηλαδή κάποιο συντελεστή. Επιπλέον 278 εκατ. από την εφαρμογή μέτρων όπως το Airbnb (48 εκατ.), την κατάργηση φοροαπαλλαγών στους βουλευτές και τους δικαστικούς (41 εκατ.), 121 εκατ. που είναι η κατάργηση της έκπτωσης φόρου για ιατρικές δαπάνες και 68 εκατ. από την κατάργηση της έκπτωσης 1,5% στους παρακρατούμενους φόρους (που δεν είναι παραπάνω από 10 ευρώ το χρόνο). Η αύξηση κατά 439 εκατ. στους φόρους κατανάλωσης προέρχεται από φόρο στα καπνικά προϊόντα. Δηλαδή, ενώ για το 2017 είχαμε υπολογίσει τα καπνικά με το νέο ειδικό φόρο κατανάλωσης, μέχρι τα μέσα της χρονιάς πουλιόντουσαν προϊόντα με το παλιό, άρα για το 2018 που δεν θα συμβαίνει αυτό, θα προκύψουν αυξημένα έσοδα. Συνεπώς οι «άδικες» επιβαρύνσεις (κατάργηση απαλλαγών από ιατρικές δαπάνες και της έκπτωσης 1,5% στους παρακρατούμενους φόρους) είναι περίπου 189 εκατ. ευρώ. Αυτή είναι ολόκληρη η αλήθεια. Για να φτάσουν στα 1,9 δισ. η αντιπολίτευση προσθέτει κυρίως την περικοπή του ΕΚΑΣ, μείωση του επιδόματος θέρμανσης κλπ.
Κυνική και συγχυσμένη η ΝΔ
Η αντιπολίτευση ασκεί έντονη κριτική λέγοντας ότι η αυτή φορολογική πολιτική δεν μπορεί να συνεχιστεί. Το υπουργείο απαντά πως η άλλη λύση θα ήταν περικοπές στους τομείς υγείας, παιδείας, πρόνοιας. Πώς κρίνεις τη στάση της αντιπολίτευσης;
Η αντιπολίτευση, κυρίως η αξιωματική αντιπολίτευση, θεωρώ ότι ταυτίζεται ουσιαστικά με το δόγμα του ακραίου νεοφιλελευθερισμού στη φορολογική πολιτική, είναι σαν το «tax cuts job acts».. του Ντ. Τραμπ. Εμείς αναγνωρίζουμε ότι έχουμε ζορίσει τους συνεπείς ελεύθερους επαγγελματίες και για αυτό στο μεσοπρόθεσμο προβλέπουμε φορολογικές αναδιαρθρώσεις και ελαφρύνσεις 3,5 δισ. περίπου, αλλά εξακολουθούμε να θέτουμε επίμονα το ερώτημα «πού θα βρει η ΝΔ τα 4,2 δισ.», που έχει εξαγγείλει ως φοροελαφρύνσεις ο κ. Μητσοτάκης στη ΔΕΘ το 2016, με την ανάλογη χρονική κλιμάκωση. Η απάντηση που έχει δώσει σε ανακοίνωσή της η ΝΔ, πολύ πρόσφατα, είναι προϊόν ασχετοσύνης, σύγχυσης και κυνισμού. Θα δώσω μόνο ένα παράδειγμα. Λέει η ΝΔ για τις δαπάνες μισθοδοσίας στο δημόσιο ότι «αντί να συγκρατηθούν κατά 300 εκατ. (όπως προτείνει η ίδια), αυξήθηκαν στα 521 εκατ. το 2017 και συνεχίζουν να αυξάνονται μέχρι το 2021 κατά 1 δισ. επιπλέον». Απαντάμε: τα 330 εκατ. είναι οι επιπλέον ασφαλιστικές εισφορές και 100 εκατ. προκύπτουν από το ότι συνταξιοδοτήθηκαν λιγότεροι του αναμενόμενου. Άρα το μεγαλύτερο μέρος είναι δημοσιονομικά ουδέτερο για το 2017. Για το 2018 η αύξηση κατά 300 εκατ. είναι πάλι ασφαλιστικές εισφορές που είναι δημοσιονομικά ουδέτερες και μέχρι το 2021 (σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο) θα είναι 800 εκατ. Αυτό που λέει, δηλαδή, η ΝΔ «συγκράτηση κατά 300 εκατ.» σημαίνει ότι μέχρι το 2021 θα πρέπει να «εξοικονομήσει» περίπου 1 δισ. Αυτό γίνεται είτε μειώνοντας κατά 10% τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων, είτε απολύοντας 1 στους 10. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Συνεπώς είναι απολύτως βέβαιο κατά τη γνώμη μου ότι η ΝΔ θα επιχειρήσει, αν βρεθεί στη διακυβέρνηση, μια δραματική περικοπή στο κοινωνικό κράτος, σε κάθε τι που συγκροτεί δημόσιες πολιτικές και δημόσιο χώρο.
Επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο, μιλώντας συνολικά για τον προϋπολογισμό του 2018, να σημειώσω τα εξής. Πρώτον, αυτός ο προϋπολογισμός έρχεται να διαψεύσει τις πολιτικές της αριστερής παρένθεσης, της καταστροφής κλπ, που συνεχώς εκπέμπουν οι πολιτικοί μας αντίπαλοι και τα φιλικά τους ΜΜΕ. Μετά το κλείσιμο των αξιολογήσεων, την έξοδο στις αγορές, τις σαφείς ενδείξεις ότι έχουμε περάσει τον κάβο της ύφεσης, πρέπει να πούμε ότι είναι ένας δύσκολος, αλλά ρεαλιστικός, και όσο μας το επιτρέπουν οι συνθήκες, δίκαιος προϋπολογισμός. Είναι ένας προϋπολογισμός που ανάμεσα στα άλλα έχει επιπλέον 100 εκατ. σε προγράμματα απασχόλησης, 260 εκατ. για κοινωνικές δαπάνες (που προέρχεται από την εξοικονόμηση δαπανών το spending review), 160 εκατ. οικογενειακά επιδόματα, 50 εκατ. για σχολικά γεύματα, 20 εκατ. για βρεφονηπιακούς και ταυτόχρονα προβλέπει ανάπτυξη 2,5%, Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων στο 1 δισ., μείωση της ανεργίας κάτω από 20% και τη δημιουργία μαξιλαριού ασφαλείας (περίπου 14 δισ.) για την έξοδό μας από τα μνημόνια. Δεν μιλάμε για success story σε καμιά περίπτωση, μιλάμε όμως για μια επίπονη και συνεπή προσπάθεια, που γίνεται σε ασφυκτικές συνθήκες και έχει σαφή στόχευση. Αγωνιζόμαστε με λίγα λόγια για τους πολλούς, την κοινωνική πλειοψηφία, τον κόσμο της εργασίας.
Το κοινωνικό μέρισμα
Ψηφίστηκε η απόδοση κοινωνικού μερίσματος, αυτή τη φορά από όλα σχεδόν τα κοινοβουλευτικά κόμματα, σε αντίθεση με πέρυσι. Γιατί αυτή η αλλαγή στάσης;
Θεωρώ ότι η ΝΔ «μέτρησε» το κόστος της επανάληψης της στάσης που κράτησε πέρυσι και είδε ότι δεν της βγαίνει. Στη συζήτηση τεκμηριώθηκε πλήρως ότι το μέρισμα προκύπτει κυρίως από την «υπεραπόδοση» του ΕΦΚΑ (αύξηση εισφορών λόγω αύξησης της απασχόλησης) και από τα λεγόμενα μη παραμετρικά μέτρα, όπως τα έσοδα που προέκυψαν από την εθελούσια αποκάλυψη, που θα φτάσουν μέχρι τέλους του έτους περίπου στα 400 εκατ. ευρώ. Καταρρίφθηκαν όλα τα επιχειρήματα ότι δήθεν το μέρισμα προκύπτει από την «υπερφορολόγηση», την καθυστέρηση στις ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου κλπ. Η αντιπολίτευση, συνολικά, και η ΝΔ προσπάθησε να επιχειρηματολογήσει λέγοντας «ότι εξοντώνουμε τους πολίτες και μετά τους δίνουμε ένα ελάχιστο μέρισμα». Όμως ούτε αυτό είναι ουσιαστικό επιχείρημα. Η ΝΔ προσπάθησε να κρύψει ότι το δικό της μέρισμα, που έδωσε την άνοιξη του 2014, δεν προέκυψε από υπεραπόδοση στόχων, αλλά ήταν μια -αποτυχημένη τελικά- προσπάθεια να ανακόψει την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Μάλιστα έτσι όπως έγινε, εκτροχίασε στην ουσία τους στόχους του 2014 και η νέα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στις αρχές του 2015 με ασφυκτική πίεση από τους δανειστές και ταυτόχρονα άδεια ταμεία.
Η κυβέρνηση μετρά πια 2,5 χρόνια. Ο χρόνος αυτός ήταν αρκετός για να φανεί το σχέδιό της, αλλά και να αρχίσει να υλοποιείται. Αντ’ αυτού, έχουν γίνει σημαντικά -αλλά αποσπασματικά- βήματα. Γιατί χάνεται τόσος χρόνος;
Το εγχείρημα της διακυβέρνησης από μια δύναμη της ριζοσπαστικής αριστεράς, μιας μικρής και χρεωκοπημένης χώρας, σε συνθήκες αρνητικών συσχετισμών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, και απειρίας, είναι πολύπλοκο, με σημαντικούς βαθμούς δυσκολίας. Δεν βγαίνει εύκολα. Έχω την εντύπωση ότι παρ’ όλο ότι υπάρχει αρκετή κούραση, λιγότερος ενθουσιασμός, αλλά και ορισμένα φαινόμενα κακοδιαχείρισης, έχουμε τώρα σαφώς μεγαλύτερη ωριμότητα και επάρκεια. Επιμένω ότι το κλειδί για να προχωρήσουμε παρακάτω είναι η επιμονή στη συλλογικότητα, τη δημοκρατία και τη διαφάνεια. Αυτοί είναι οι βασικοί παράγοντες που μπορούν να μας κάνουν στην ουσία πιο «γρήγορους» και πιο «αποτελεσματικούς». Το εγχείρημά μας κινδυνεύει, όταν λησμονούμε τις βασικές μας αξίες στη λειτουργία και στα προτάγματά μας και οι κίνδυνοι αυτοί είναι υπαρκτοί. Έχω τη βαθειά πεποίθηση ότι με τους παραπάνω όρους μπορούμε να τα καταφέρουμε προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να επιτρέψουμε τώρα που σταθήκαμε όρθιοι απέναντι σε πανίσχυρους αντιπάλους με τις νίκες μας, τις ήττες και τα λάθη μας, να ηττηθούμε από φαινόμενα και καταστάσεις που δεν έχουν καμιά σχέση με τις αξίες της αριστεράς.
Αναντικατάστατη η επαφή με την κοινωνία
Πρόσφατα έγινε ένα ακόμα αναπτυξιακό συνέδριο στην εκλογική σου περιφέρεια, τα Γιάννενα. Τι μαθήματα πήρες από τη συμμετοχή σου, που θα είναι χρήσιμα για το κόμμα;
Νομίζω ότι το πρώτο και βασικό μάθημα που παίρνουμε όλοι μας, είναι ότι η συνεχής επαφή με τη κοινωνία, τον κόσμο της εργασίας, τους παραγωγικούς φορείς είναι αναντικατάστατη για να προχωρήσουμε στην παραγωγική ανασυγκρότηση και στη δίκαιη ανάπτυξη. Το δεύτερο είναι ότι χρειάζεται, ιδιαίτερα από ‘δω και πέρα, οι τοπικές μας οργανώσεις, οι βουλευτές, όλοι μας, με σοβαρότητα και επιμονή, με ένα συγκεκριμένο σχέδιο που πρέπει συνεχώς να το εμπλουτίζουμε, να υλοποιήσουμε τις δεσμεύσεις μας και κυρίως να εμπνεύσουμε τον κόσμο της εργασίας, που ακόμη είναι πληγωμένος και αμήχανος. Σε κάθε περίπτωση δεν έχουμε καμιά δικαιολογία, παρ’ όλο ότι είμαστε ακόμη σε κινούμενη άμμο, αντιμέτωποι με σύνθετες δυσκολίες να μην τα καταφέρουμε.
Δεν καταφέραμε να ανατρέψουμε το διαχρονικό έγκλημα
Είκοσι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στις πλημμύρες στη Δυτική Αττική. Σαφώς ευθύνες βαραίνουν και αυτή την τοπική αυτοδιοίκηση και κυβέρνηση. Τι πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες πρέπει να παρθούν για να αποτραπούν στο μέλλον ανάλογα περιστατικά;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τραγωδία στη Δ. Αττική μας έχει πληγώσει βαθειά. Η απώλεια είναι τρομακτική για όσους ιδιαίτερα έχασαν ανθρώπους σε αυτή την καταστροφή και δεν επουλώνεται. Η δικιά μας ευθύνη είναι ότι, παρά τις μεγάλες προσπάθειες -και έχουν δημοσιοποιηθεί από την Περιφέρεια Αττικής τα ανάλογα στοιχεία-, δεν καταφέραμε πριν την τραγωδία να έχουμε ανατρέψει το διαχρονικό έγκλημα, που εξελισσόταν στην περιοχή. Τώρα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη και πιο επιτακτική την ευθύνη να τρέξουμε και σε νομοθετικό και σε επιχειρησιακό και σε χρηματοδοτικό επίπεδο, ώστε να αντιμετωπίσουμε χρόνιες ελλείψεις και προβλήματα σε βασικές υποδομές. Είναι ένα δύσκολο καθήκον, σε μια χώρα εξαιρετικά πιεσμένη και ουσιαστικά ανοχύρωτη, όπως μας την κληρονόμησαν οι πολιτικές του πελατειακού κράτους της μίζας και της διαφθοράς, που εφάρμοσαν σε μεγάλο βαθμό οι προηγούμενες κυβερνήσεις , αλλά και πολλοί από τον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Πηγή: Η Εποχή