Ο ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, Χρήστος Χατζηιωσήφ, μελετά συστηματικά την εκτόξευση εξοπλιστικών προγραμμάτων στην Ευρώπη. Στο τελευταίο του βιβλίο “Die Zeitenwende: Αλλαγή εποχής στην Ευρώπη και την Ελλάδα” (εκδόσεις Βιβλιόραμα) αποτυπώνει αυτή την νέα εποχή της Ευρώπης. Με αφορμή το νέο γαϊτανάκι εξοπλισμών και τη ρητορική πολέμου η οποία συνεχώς οξύνεται, συζητάμε μαζί του για το ReArm Europe, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον ρόλο του αντιπολεμικού κινήματος.
Αυτές τις μέρες συζητείται στα εθνικά κοινοβούλια το εξοπλιστικό πρόγραμμα ReArm, το οποίο εμφανίζεται ως απαραίτητο ώστε η Ευρώπη να μπορέσει να σταθεί ανάμεσα στους ισχυρούς παίκτες, ενώ οι πόλεμοι πληθαίνουν και ουσιαστικά στρέφει τις χρηματοδοτήσεις στην πολεμική βιομηχανία. Πώς φτάσαμε εδώ;
Αυτή η εξαγγελία έχει ένα σημαντικό συμβολικό, πολιτικό φορτίο. Πέντε χρόνια μετά την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (European New Green Deal), η οποία είχε ως στόχο να έχει η ΕΕ μηδενικές εκπομπές αερίου θερμοκηπίου το 2050, περνάμε στο εξοπλιστικό πρόγραμμα ReArm Europe, το οποίο θα φέρει αντίθετα αποτελέσματα. Πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, μια στροφή 180 μοιρών στις εσωτερικές πολιτικές. Το ερώτημα είναι κατά πόσο πρόκειται για μια ουσιαστική αλλαγή πολιτικής ή για ένα επικοινωνιακό εφέ. Αν εστιάσετε στις εξαγγελίες, θα δείτε ότι το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών θα πραγματοποιηθεί από τα μεμονωμένα κράτη μέσω των εθνικών τους προϋπολογισμών, δηλαδή μελλοντικά και αβέβαια μεγέθη. Στη Γερμανία, την ίδια μέρα που άρθηκε ο συνταγματικός περιορισμός του κρατικού χρέους, ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων ζήτησε την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τον περιορισμό των κοινωνικών παροχών. Το ίδιο έκανε ο Μακρόν στην Γαλλία με τις συντάξεις και δρομολόγησε ο Στάρμερ στην Αγγλία. Βρισκόμαστε σε μια φάση παγκοσμιοποίησης των μνημονίων. Οι μνημονιακές πολιτικές που γνωρίσαμε στη χώρα μας το 2010, εφαρμόζονταν μόνο στις περιφερειακές χώρες του καπιταλιστικού συστήματος: στη Νότια Αμερική, την Ελλάδα, την Τουρκία, την Αίγυπτο, κ.ο.κ. Τώρα, αυτές έχουν προχωρήσει στον πυρήνα του καπιταλιστικού κόσμου, με ακόμα πιο αμείλικτες περικοπές του κοινωνικού κράτους και του δημόσιου τομέα στις ευρωπαϊκές χώρες και στις ίδιες τις ΗΠΑ. «Μνημόνιο» εφαρμόζουν οι Τραμπ και Μασκ με τις απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και περικοπές των ήδη ισχνών κοινωνικών παροχών.
Η ρητορική που επικρατεί στηρίζεται στη φράση του Βιργιλίου “αν θες ειρήνη, να ετοιμάσου για πόλεμο”. Εξού και το ευρωπαϊκό κιτ επιβίωσης “72 ωρών” και οι συναντήσεις του “συνασπισμού των προθύμων”. Αντίστοιχα, είδαμε και στην Ελλάδα να υποστηρίζεται ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα 25 δισ. ευρώ με το οποίο θα μπορέσουμε ως χώρα να προστατευθούμε από τις απειλές. Που οδηγεί αυτή η ρητορική;
Στην Ελλάδα είμαστε ακόμα θεατές του δράματος. Τολμώ να πω ότι και τα 25 δισ. που εξαγγέλθηκαν είναι μικρότερο κονδύλι από τα ποσά που δόθηκαν στην εποχή του κορονοϊού. Αυτό που έχει σημασία στην Ευρώπη είναι η ρητορική του πολέμου. Καθημερινά οι πολίτες βομβαρδίζονται με εξωτερικές απειλές. Καλλιεργείται ένα κλίμα πολεμικής ψύχωσης, μια εξοικείωση με την ιδέα του πολέμου. Αυτό χρησιμεύει σε πρώτο επίπεδο για να νομιμοποιήσει τις περικοπές των κοινωνικών πολιτικών, σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως μπορεί να οδηγήσει τον κόσμο στο να πει “επιτέλους, ας έρθει ο πόλεμος να τελειώνουμε”. Βομβαρδίζουν τους πολίτες της Ευρώπης με το φόβητρο του πολέμου, τη στιγμή που το καπιταλιστικό σύστημα γνωρίζει μια πίεση στο εσωτερικό λόγω των μεγάλων ανισοτήτων και μια πίεση από το εξωτερικό λόγω της ανάπτυξης ανταγωνιστών, με πρώτη την Κίνα και κατόπιν όλες τις χώρες του νοτίου ημισφαιρίου. Πώς θα βγει ο δυτικός κόσμος, οι χώρες του βορείου ημισφαιρίου, από τη μέγγενη των διπλών εσωτερικών και εξωτερικών ανταγωνισμών; Πρώτιστο είναι να βρεθεί ένας εξωτερικός εχθρός, η Ρωσία του Πούτιν ή σε άλλα αυταρχικά καθεστώτα. Αυτή είναι η ευρωπαϊκή λύση, την οποία είχαν ακολουθήσει και οι ΗΠΑ στον εποχή του Μπάιντεν. Σήμερα, με τον Τραμπ οι ΗΠΑ εστιάζουν στους εσωτερικούς εχθρούς, οι οποίοι είναι οι μετανάστες, οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι αριστεροί. Εδραιώνεται ένα νέο είδος μακαρθισμού, στο όνομα του οποίου εγκαταλείπουν την πολιτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ελευθεριών, της προστασίας των μειονοτήτων.
Ο φόβος του πολέμου έχει εδραιωθεί στον κόσμο, ο οποίος ανησυχεί, χωρίς να φτάνει σε δεύτερες και τρίτες σκέψεις.
Ένας μεγάλος ειρηνιστής, ο Ζαν Ζωρές, είχε πει ότι “ο καπιταλισμός φέρνει τον πόλεμο, όπως το σύννεφο φέρνει τη βροχή”. Αυτή τη στιγμή, παγκόσμιος πόλεμος μόνο από ατύχημα μπορεί να γίνει. Ωστόσο, αυτή η ρητορική του πολέμου, η προσπάθεια να εξοικειωθούμε με την ιδέα του πολέμου μπορεί κάποια στιγμή που τα αδιέξοδα θα κορυφωθούν, να εγκαταλειφθεί αυτή η ριψοκίνδυνη μεν, έλλογη δε, πολιτική και από ένα ορμέμφυτο θανάτου να πάμε στη σύρραξη. Δεν νομίζω ότι έχουμε φτάσει εκεί, οι Ευρωπαίοι λένε να είναι έτοιμη η Ευρώπη για έναν αμυντικό πόλεμο με τη Ρωσία το 2030. Αν σκεφτούμε πως η Ρωσία δεν μπόρεσε να καταβάλει την Ουκρανία σε τρία χρόνια, είναι αστείο να λέμε ότι η Ρωσία θα φτάσει στο Παρίσι ή το Βερολίνο. Πρόκειται για μια προπαγάνδα, η οποία νομιμοποιεί την αλλαγή πολιτικής στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών.
Πρόκειται για μια στρατηγική, η οποία εφαρμόζεται ιστορικά;
Δεν τολμώ να πω ότι επαναλαμβάνεται αυτό που έλεγε ο Κάιζερ στις παραμονές του Α’ παγκοσμίου πολέμου: ένας μικρός πόλεμος θα λύσει τα προβλήματά μας. Σήμερα, που έχουμε τον κίνδυνο του πυρηνικού ολοκαυτώματος δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, αλλά είναι και η νοοτροπία του ρίσκου. Νομιμοποιούμαστε να ρισκάρουμε, για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας. Βρισκόμαστε σε αυτή τη φάση.
Η ανερχόμενη ακροδεξιά ενσωματώνεται σε αυτή την πολιτική;
Χωρίς κανένα πρόβλημα θα έλεγα. Όλα αυτά τα φασιστοειδή -τα κατ’ ευφημισμόν ακροδεξιά- κόμματα στην Ευρώπη προτείνουν μια πολύ φιλελεύθερη, τραμπική οικονομική πολιτική: μείωση των κοινωνικών παροχών, με υποτιθέμενο πρώτο στόχο τους μετανάστες, η οποία εύκολα θα επεκταθεί και στον υπόλοιπο εργατικό πληθυσμό της χώρας, ενώ ο εθνικισμός τους θα τους επιτρέψει να συνεχίσουν την πολιτική των πολεμικών εξοπλισμών. Έχουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα της Μελόνι στην Ιταλία, η οποία ευθυγραμμίστηκε πλήρως με τις πολιτικές της ΕΕ, η οποία ήταν με τη σειρά της είναι ευθυγραμμισμένη με τις πολιτικές των ΗΠΑ του Μπάιντεν. Το ίδιο συνέβη με τους ακροδεξιούς στις κυβερνήσεις της Σουηδίας και Ολλανδίας.
Είπες ότι οι δύο παράγοντες που πιέζουν το καπιταλιστικό σύστημα είναι οι ανισότητες και άνοδος του τρίτου κόσμου. Ποιος ο ρόλος του Τραμπ;
Ο Τραμπ θεωρεί ότι η εσωτερική αγορά των ΗΠΑ είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να του επιτρέψει μια αποκοπή από την παγκόσμια αγορά και προς αυτή την κατεύθυνση πιέζει με ενέργειες που συχνά φαίνονται ασυνάρτητες. Βέβαια, ασυνάρτητη ακούγεται και η ΕΕ σήμερα. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για τους δασμούς που θα επιβάλει ο Τραμπ δήλωσε πως είναι πρόθυμη να διαπραγματευτεί και πως δεν έχει κόκκινες γραμμές. Θεωρώ ότι τελικά οι Ευρωπαίοι θα ευθυγραμμιστούν, ενώ ελπίζουν ότι στις ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ θα αλλάξουν οι εσωτερικοί συσχετισμοί και θα μπορέσουν να διαπραγματευτούν καλύτερα με το αφεντικό τους, που παραμένουν οι ΗΠΑ. Είναι ο έσχατος δανειστής και εγγυητής του καπιταλιστικού κόσμου.
Είναι χωρίς αντίπαλο; Σίγουρα δεν κινδυνεύουν από την Αριστερά, αλλά έχουν κάποιον απέναντί τους;
Πράγματι, δεν κινδυνεύουν από την Αριστερά, αλλά η Αριστερά δυνητικά είναι πάντοτε ένα εμπόδιο στην ομαλή αναπαραγωγή του συστήματος. Ο κατακερματισμός της Αριστεράς είναι μια σιωπηρή αποδοχή της ΤΙΝΑ (There is no Alternative), ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Η έλλειψη εναλλακτικού προγράμματος ευνοεί τον πολλαπλασιασμό αδιάφορων πολιτικών και προσωπικών προτάσεων.
Ένα μαζικό αντιπολεμικό κίνημα, το οποίο φάνηκε να αναπτύσσεται όταν το Ισραήλ βομβάρδισε και ισοπέδωσε την Γάζα, αλλά κατόπιν έκατσε. Γιατί συνέβη αυτό;
Το ότι το αντιπολεμικό κίνημα δεν εξελίχθηκε οφείλεται σε δύο λόγους. Ο ένας είναι οι συνεχόμενες πολιτικές ήττες της Αριστεράς και το δεύτερο ότι το κίνημα δεν συνδέθηκε με γενικότερα ζητήματα. Η εσωτερίκευση των συνεχών πολιτικών ηττών της Αριστεράς, κάνει ένας λόγος συστηματικής αμφισβήτησης του συστήματος να μην είναι πειστικός, γιατί η Αριστερά θεωρείται αναποτελεσματική. Η ιστορία όμως μας επιφυλάσσει πάντα εκπλήξεις. Δεν ξέρουμε αυτή η πίεση που ασκείται πότε θα σπάσει κάποιους φραγμούς και οι νεότερες γενιές απελευθερωμένες από την εσωτερίκευση της ήττας θα προβάλλουν νέες εναλλακτικές, που θα τις εκφράσουν με διαφορετικό τρόπο. Για να συμβεί αυτό πρέπει να υπάρξουν πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα συνδέσουν τα νήματα για να εκφράσουν γενικότερα αιτήματα.
Τι να κάνουμε λοιπόν;
Αυτό που πρέπει να κάνουμε αρχικά είναι να διαπιστώσουμε τα προβλήματα και να μην καλλιεργούμε ψευδαισθήσεις. Αυτή τη στιγμή, ακόμα και στην ελληνική Αριστερά, ακούγονται φωνές πως η Ευρώπη μάς προστατεύει από τον Τραμπ και τον Πούτιν. Ας μην βαυκαλιζόμαστε με πολιτικές ψευδαισθήσεις. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από ποιον απειλείται η ΕΕ και γιατί; Η ΕΕ αποτελείται από πολλά κράτη με αποκλίνουσες απόψεις και βρίθει αντιφάσεων. Αυτές τις αντιφάσεις η Αριστερά πρέπει να τις βλέπει, να τις επισημαίνει, να τις καυτηριάζει και να προτείνει μια πιο συνεπή με τις αρχές της δημοκρατίας πολιτική. Αν οι ηγέτες των χωρών της Ευρώπης θεωρούσαν πως απειλούνται πραγματικά, δεν θα εφάρμοζαν τις σημερινές πολιτικές, αλλά θα προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τη συνοχή στο εσωτερικό τους μέτωπο. Αυτό δεν γίνεται. Επίσης δεν λένε ποιος θα χρησιμοποιήσει τους εξοπλισμούς, ποιος μηχανισμός θα διευθύνει την ευρωπαϊκή άμυνα. Θα υπάρχει ένα ευρωπαϊκό ΝΑΤΟ ή θα είναι το ίδιο το ΝΑΤΟ; Η πολιτική αυτή ή δεν είναι ακόμα επεξεργασμένη ή είναι προσχηματική και υποκριτική.
Για να έρθουμε στην εγχώρια πολιτική, η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποκτήσει έναν ρόλο προνομιακού συνομιλητή, κάνοντας τον λαγό στα εξοπλιστικά προγράμματα ή συνομιλώντας με τον Νετανιάχου ενώ η γενοκτονία συνεχίζεται, προκειμένου να προσεγγίσει τον Τραμπ. Ο Κ. Μητσοτάκης εργαλειοποιεί τον πόλεμο;
Ο πρωθυπουργός προσπαθεί να σώσει την εξουσία του. Από την άλλη, υπάρχει μια διαπλοκή στην οικονομική πολιτική στην Ελλάδα και οι εξοπλισμοί την τρέφουν. Κατά τα άλλα, ο Κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τις σχέσεις του Νετανιάχου με τον Τραμπ για να αποκτήσει έμμεσα πρόσβαση στον Λευκό Οίκο ενόψει των ελληνοτουρκικών διαφορών. Και εδώ υπάρχει ένα έλλειμμα ανάλυσης. Υπάρχει τουρκική απειλή και εάν ναι πώς αντιμετωπίζεται; Με τους εξοπλισμούς; Με τη θέση μας στη σωστή πλευρά της ιστορίας; Με συμβιβασμούς; Μπορεί να υπάρξει βιώσιμος συμβιβασμός, όταν η θέση της χώρας εξασθενεί συνεχώς; Πρέπει να δούμε γιατί πέρα από το πληθυσμιακό, η ισορροπία δυνάμεων ανάμεσα στις δύο χώρες εξελίσσεται δυσμενώς για την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή υπάρχει στη χώρα ένα ζήτημα κοινωνικής συνοχής. Οι ανισότητες έχουν οξυνθεί, το βιοτικό επίπεδο έχει καθηλωθεί, το δημόσιο δεν προσφέρει τις υπηρεσίες που οφείλει, παρόλο που ο λόγος δημόσιο χρέος/ΑΕΠ είναι ψηλότερος από όσο το 2010, οι θεσμοί αμφισβητούνται, ενώ το εμπορικό έλλειμμα έχει διογκωθεί και η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου αποτελεί φαντασίωση. Πλήρης αποτυχία της μνημονιακής πολιτικής , ενώ κάποιοι επαίρονται πως «κράτησαν τη χώρα όρθια».
Ιωάννα Δρόσου, Παύλος Κλαυδιανός