Macro

Χριστόφορος Παπαδόπουλος: Προϋπολογισμός, πληθωρισμός, χρέος και στο βάθος λιτότητα

Ο προϋπολογισμός δείχνει πάντα πού το πάει η κυβέρνηση, ακόμα και όταν αναθεωρείται στην πορεία. Για να έχεις βέβαια συνολική άποψη πρέπει να προσθέσεις και άλλα, που συνήθως δεν απεικονίζονται στα νούμερα, σε δυσνόητους κωδικούς. Για παράδειγμα, απέναντι στη φουσκωμένη αισιοδοξία του προϋπολογισμού για το 2022 της κυβέρνησης της ΝΔ, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προσγειώνει, συνιστά αυτοσυγκράτηση εξ αιτίας της πανδημίας. Βλέπετε η πανδημία είναι ο καταλύτης, αποκαλύπτει εκτός των άλλων μεροληψίες, ταξικές μεροληψίες και νεοφιλελεύθερες εμμονές.

Κάποια πράγματα βέβαια δεν κρύβονται ούτε σε «μαγεμένα στοιχεία», δεν κρύβεται για παράδειγμα η αφαίρεση 280 εκατ. από τα δημόσια νοσοκομεία, η περικοπή κατά 600 εκατ. για υγειονομικές και έκτακτες δαπάνες για την πανδημία. Ότι μειώνει κατά 1,7 δισ. τις κοινωνικές δαπάνες, δαπάνες για την Πρόνοια, τις παροχές υγείας και τη στήριξη των ανέργων. Τα είπε στη Βουλή η Αχτσιόγλου.

Αφανής είναι η πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα της υγείας, των ιδιωτικών κλινικών και των εργαστηρίων, σε βάρος του δημόσιου συστήματος υγείας και της καθολικότητας στην περίθαλψη. Ο Ξανθός φωνάζει από τις πρώτες ημέρες της πανδημίας για την ενίσχυση του ΕΣΥ και της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας αλλά η κυβέρνηση περί άλλων τυρβάζει, για ΣΔΙΤ στην υγεία.

 

2,1 δισ. αποκρατικοποιήσεων

 

Άλλα πράγματα θέλουν μετάφραση, το κονδύλι των 2,1 δισ. των αποκρατικοποιήσεων για παράδειγμα. Μιλάμε για το πολύ επιθετικό πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της ΝΔ, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, την οποία υπερακοντίζει πέρα ακόμα και από τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Τα προβλεπόμενα έσοδα δηλαδή από την εκποίηση της Εγνατίας, της ΔΕΠΑ υποδομών, του Ελληνικού, που προστίθενται στα έσοδα από την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ και του ΔΕΔΔΗΕ. Μόνο που η επίπτωσή της ιδιωτικοποίησης των δύο τελευταίων αποκαλύπτεται άμεσα. Το δημόσιο δεν έχει εργαλεία στην άσκηση ενεργειακής πολιτικής και στο πάρτι των τιμών της ενέργειας. Για την ακρίβεια τα δώρισε. Αυτά παθαίνεις όταν παραδίδεις την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας στις αγορές, στα χρηματιστήριο της ενέργειας και των ρύπων.

Άλλα βρίσκονται στη γκρίζα ζώνη του Προϋπολογισμού. Η διάλυση της αγοράς εργασίας, η απλήρωτη εργασία, η απόσυρση του κράτους από κάθε δημόσιο μηχανισμό προστασίας των εργαζομένων. Ο Προϋπολογισμός δίνει στοιχεία για την ανεργία, ελάχιστα απασχολεί η ποιότητα της εργασίας: οι «σκατοδουλειές», η επισφάλεια, η εργασιακή περιπλάνηση, η αδήλωτη εργασία, η μαύρη αγορά εργασίας για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, η απλήρωτη εργασία των γυναικών.

Η έρευνα του Ινστιτούτου Ν. Πουλαντζάς και της Prorata παρουσιάζει τον αθέατο κόσμο των στατιστικών. Ιχνηλατεί τα συναισθήματα των εργαζομένων, τους φόβους, την αβεβαιότητα, την ανασφάλεια και ταυτόχρονα εικονογραφεί την πραγματικότητα της μισθωτής εργασίας. Δείχνει τους χαμηλούς μισθούς οι οποίοι δεν φτάνουν για να ανταπεξέλθουν στην ακρίβεια και το νοίκι. Πολλοί, πάρα πολλοί επισημαίνουν ότι το νέο κυβερνητικό πλαίσιο δρα εις βάρος των εργαζομένων στην τήρηση του ωραρίου, την καταβολή μισθού, τα μέτρα ασφάλειας και υγείας στην εργασία, τη χορήγηση αδειών, την αποζημίωση σε εργατικά ατυχήματα.

 

Το κλειδί για τη μετάφραση του Προϋπολογισμού

 

Ο Προϋπολογισμός είναι η χαρά των δημοσιογράφων των διαπιστευμένων στις οικονομικές σελίδες των εφημερίδων και ταυτόχρονα η ευκαιρία να θριαμβολογήσουν τα επιτελεία των κυβερνήσεων, με αριθμούς. Μόνο που τον θρίαμβο των αριθμών τον υποσκάπτει ο πληθωρισμός. Οι αυξήσεις των τιμών (+3,5% έτρεχαν τον Οκτώβρη) που ξεκίνησαν από την ενέργεια, πέρασαν στις μεταφορές και από εκεί στο σύνολο των αγαθών και των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων και των ενοικίων. Ο εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή δεν λέει όλη την αλήθεια, αφού στο «καλάθι» των λαϊκών νοικοκυριών οι αυξήσεις είναι δυσβάστακτες. Ο πληθωρισμός λειτουργεί ταυτόχρονα σε δύο κατευθύνσεις, στη μία μειώνει την πραγματική αξία των εισοδημάτων και την ίδια στιγμή μειώνει την πραγματική αξία του χρέους. Στο βαθμό βέβαια που οι κεντρικές τράπεζες δεν αυξήσουν το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους με περιοριστικά μέτρα.

Η διαχείριση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, είναι το κλειδί για την μετάφραση του Προϋπολογισμού, σε ένα χρέος που υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ. Η αναστολή του Συμφώνου σταθερότητας μέχρι το 2022 και το Ταμείο ανάκαμψης με κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό ήταν καινοτομίες σε σύγκριση με τις πολιτικές της κρίσης χρέους του 2009. Με μία έννοια, ο κεϋνσιανισμός επανήλθε στην ΕΕ, ένας κεϋνσιανισμός όμως στερημένος από κάθε αναδιανεμητική και γνήσια οικολογική πτυχή. Οι πλούσιες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά θεωρούν τις δημόσιες πολιτικές κοινωνικής προστασίας και την επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική λόγω της πανδημίας, ένα υποχρεωτικό διάλειμμα και αδημονούν για την επαναφορά της νεοφιλελεύθερης κανονικότητας. Η νέα κυβέρνηση του «φωτεινού σηματοδότη» στην Γερμανία –Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι, Φιλελεύθεροι, με υπουργό Οικονομικών τον αδιάλλακτο νεοφιλελεύθερο Λίντνερ δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας για χαλάρωση των κριτηρίων του Συμφώνου σταθερότητας.

Ο κ Μητσοτάκης είναι «υπάκουος» –σπεύδει να συμμορφωθεί και ταυτόχρονα «τσιγγούνης», φειδωλός. Τα μέτρα στήριξης του Δεκεμβρίου, αντίδωρο στην εκρηκτική άνοδο των τιμών, ήταν ένα μικρό κλάσμα του κοινωνικού μερίσματος του ΣΥΡΙΖΑ που δόθηκε επί 3 χρόνια διαδοχικά υπό τη σκιά του Μνημονίου. Αντίθετα, είναι «γενναιόδωρος» όσο αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα, από το 0,1 του 2021, το 2022 εκτοξεύεται στο 5,6% του ΑΕΠ και έπεται συνέχεια με βάση το Μεσοπρόθεσμο 2021-2025. Με άλλα λόγια, ράβεται το κοστούμι λιτότητας για τα επόμενα χρόνια. Από την άλλη, η κυβέρνηση θριαμβολογεί περί υψηλής αναπτυξιακής δυναμικής ανεμίζοντας το 6,9% για φέτος και προβλέποντας 4,5% του χρόνου. Δεν λέει, δεν την αφορά, ότι δεν είναι για όλους η ανάκαμψη, αλλά για το πάνω μέρος της κοινωνικής διαστρωμάτωσης, το πολύ πάνω. Τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλούσιους. Αντίθετα δεν περιλαμβάνει, εξαιρεί τον κόσμο της εργασίας, τη μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση που απειλείται από τη «δημιουργική καταστροφή».

Χριστόφορος Παπαδόπουλος

Πηγή: Η Εποχή