Συνεντεύξεις

Γεράσιμος Κουζέλης: «Έχουμε να κάνουμε με εχθρότητα για το δημόσιο πανεπιστήμιο»

Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του κειμένου που έχει τον μάλλον βαρύγδουπο τίτλο «Σχέδιο δράσης για το Πανεπιστήμιο του 2030»;

Το κείμενο είναι έντονα ιδεολογικό, κάτι που φαίνεται ήδη από την πρώτη φράση του. Βασίζεται στη ρητορική του «ως γνωστόν» για να μεταφέρει μία προκατάληψη των συγγραφέων για το ελληνικό πανεπιστήμιο σαν να αποτελούσε αναγνωρισμένο δεδομένο. Πρόκειται για μία γνωστή ιδεολογική τεχνική από πολύ παλιά, για μία δημαγωγική ρητορική από τις πιο επικίνδυνες, θα τολμούσα να πω. Με αυτή φτιάχνουν ένα πλαίσιο, στο οποίο θα στηριχθεί η αποδόμηση του ελληνικού πανεπιστημίου. Η πρώτη φράση του κειμένου είναι η εξής: «Αποτελεί κοινό τόπο ότι τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια δυσκολεύονται να παρακολουθήσουν τις σύγχρονες εξελίξεις» κτλ. «Κοινός τόπος» βαφτίζεται από τους συντάκτες του πονήματος η δική τους αρνητική προκατάληψη. Όσο επαναλαμβάνεται αυτή η ρητορική, η προκατάληψη παγιώνεται και ενισχύεται –ένας ψευδής κόσμος ως τάχα αυτονόητος. Είναι μία συμπλεγματική στάση και αυτό δεν θα το έλεγα εύκολα. Και πράγματι, σ’ αυτήν τη συμπλεγματική ιδεοληψία συμμετέχουν αρκετοί συνάδελφοι. Αυτός ο ιδεολογικά συγκροτημένος λόγος που εγκαθιστά έναν δήθεν κοινό τόπο και έτσι απαξιώνει εκ των προτέρων αυτό που θέλει να ελέγξει κριτικά, είναι μία τακτική που γνωρίζει οποιοσδήποτε έχει κάνει στοιχειώδη δουλειά σε ανάλυση λόγου τέτοιου είδους. Το ενδιαφέρον είναι ότι το κείμενο στηρίζει τόσο πολύ αυτή τη λογική, που χρησιμοποιεί τη λέξη ιδεοληψία προβολικά: η υπεράσπιση του ελληνικού πανεπιστημίου είναι ιδεοληψία, όχι τα όσα ατεκμηρίωτα του καταμαρτυρούνται.
Είναι η ρητή αναφορά στην προτίμηση των συντακτών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια ένα από τα πιο προβληματικά σημεία του κειμένου;
Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχή υπάρχει ρητή, όπως είπατε, διατύπωση, θετική για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Έχει ένα μοτίβο αυτό το κείμενο το οποίο μπορεί να αναλυθεί ως εξής: ενώ είναι σχετικά επιφανειακό, αν όχι αφελές, και δεν μπορεί να πείσει κάποιον που δεν είναι ήδη πεισμένος, επιβεβαιώνει μία προκατάληψη απέναντι στα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια και επιβεβαιώνει επίσης μία πεποίθηση που έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια από αυτούς ακριβώς τους κύκλους και αφορά το τι θα έπρεπε να είναι ένα πανεπιστήμιο. Πέρα, όμως, από την υποστήριξη των ιδιωτικών πανεπιστημίων, πέρα από τις ρητές αντιφάσεις του κειμένου (εμφανίζεται, λόγου χάρη, εμβληματικά η υποστήριξη της αυτονομίας των πανεπιστημίων, αλλά, από την άλλη, απαιτείται και ο κεντρικός σχεδιασμός, όταν πρόκειται για την αποδόμηση του πανεπιστημίου με συγχωνεύσεις και καταργήσεις), παίζει σε όλο το ταμπλό των πιο συντηρητικών προτάσεων που έχουν γίνει για τα πανεπιστήμια –που τις καμαρώνει σαν τάχα «ριζοσπαστικές». Καταλαβαίνει κανείς ότι τη λογική του κειμένου καθοδηγούν σκοπιμότητες με κεντρικό άξονα το πως οι συντάκτες αντιλαμβάνονται τα επιστημονικά αντικείμενα. Εδώ βλέπει κανείς μία αντίληψη, ολοένα και συχνότερα εμφανιζόμενη τον τελευταίο καιρό, του να φύγουμε από τα επιστημονικά αντικείμενα. Μοιάζει να υπάρχει πάθος γι’ αυτή την αποδόμηση της επιστήμης υπέρ των επαγγελματικών απολήξεων. Ενώ το κείμενο θεωρεί ότι παρουσιάζει κάτι πολύ μοντέρνο και «εκσυγχρονιστικό», στην ουσία λέει κάτι πολύ συντηρητικό, κάνει το πανεπιστήμιο έναν μηχανισμό αναπαραγωγής επαγγελματικών δεξιοτήτων, όπως θρασύτατα αναφέρει. Από την άλλη πλευρά, κάνει σχεδόν αποκλειστικά λόγο για σπουδές γνωστικής περιοχής, για μελέτες μίας ασαφούς και επιστημολογικά διάχυτης θεματικής. Αυτό σημαίνει δυνάμει κατάργηση των τμημάτων –της βασικής μονάδας οργάνωσης και επιστημονικής συγκρότησης όλων των πανεπιστημίων διεθνώς– και βεβαίως, εισαγωγή των φοιτητών στις σχολές, μέσα σε ένα θολό τοπίο, στο οποίο δεν υπάρχει κάποια επιστήμη ως κεντρικός κορμός. Δεν λέω ότι είναι αδιάφορο αυτό, εξάλλου υπάρχουν ήδη αντικείμενα που απαιτούν παρεμφερή θεματική και διεπιστημονική προσέγγιση από το πανεπιστήμιο, όπως οι σπουδές φύλου ή οι σπουδές ορισμένων γεωγραφικών περιοχών. Αυτό όμως δεν μπορεί να είναι το πρώτιστο. Κεντρικό άξονας παραμένουν οι επιστημονικοί κλάδοι. Πρέπει να υπάρχει μία οργάνωση των εννοιών και των προβληματοθεσιών σε τέτοια λογική. Η προσέγγιση των συντακτών είναι μία μετατόπιση αποδιοργανωτική, αποδομητική, που υλοποιείται με ρητορικά αποτελεσματικό τρόπο.

Τo timing της δημοσίευσης αυτού του κειμένου έρχεται μετά από μία σειρά πρωτοβουλιών του υπουργείου Παιδείας για το σύνολο της εκπαίδευσης στη χώρα. Προφανώς ούτε αυτό είναι τυχαίο…
Σ’ όλη την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης αυτό από το οποίο μπορεί κανείς να κρίνει ποιο είναι το διακύβευμα της κάθε εποχής είναι το πανεπιστήμιο. Άρα, κοιτώντας το ανάποδα, τώρα έρχεται να υποστηριχθεί ως θεωρητικό μοντέλο στο πανεπιστήμιο αυτό που επιχειρήθηκε να επιβληθεί και στις άλλες βαθμίδες της εκπαίδευσης. Από την τιμωρητικού σκοπού αξιολόγηση, μέχρι τη σύνδεση με την τοπική οικονομία, τις δωρεές, τη δήθεν αυτονομία που συμπυκνώνεται στην αξίωση «κόφτε το λαιμό σας να βρείτε τα χρήματα που δεν θα σας διαθέτει πλέον το δημόσιο». Η αξιολόγηση υπάρχει ήδη στο ελληνικό πανεπιστήμιο, αλλά και η συρρικνωμένη σε έλλειψη δημόσιας χρηματοδότησης «αυτονομία» μπορεί να εντοπιστεί στα μεταπτυχιακά και την έρευνα. Το κείμενο παρουσιάζει ως μοντέρνο και εύλογο κάτι που είναι από τη μία συντηρητικό και από την άλλη επικίνδυνο. Έχει όμως μία αφέλεια, είναι ένα μανιφέστο πρώτου επιπέδου. Οι αντιφάσεις του και τα ιδεοληπτικά του στοιχεία είναι εύκολα διαπιστώσιμα. Παράλληλα, όμως, είναι ένα κείμενο που φτιάχνει το κλίμα που όντως μπορεί να επηρεάσει την ακαδημαϊκή συζήτηση. Έχουμε μία κορύφωση της πολιτικής της υπουργού Παιδείας, που ήθελε να κάνει και κάνει επίθεση στο σχολείο. Στο κέντρο αυτής της επίθεσης βρίσκεται η δημοκρατία, οι δημοκρατικές διαδικασίες, οι δημοκρατικές δομές –εξαιρετικά περιορισμένες στο σχολείο, ορατές και αντιστεκόμενες στο Πανεπιστήμιο. Άλλωστε, αυτό είναι το ενοχλητικό στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, ότι είναι ο εμβληματικός θεσμός της ελεύθερης παραγωγής κριτικού και παραγωγικού λόγου επί του οποίο θεμελιώνεται η δημοκρατία. Οι συντάκτες του κειμένου αναφέρουν ευθέως ότι προκρίνουν μη δημοκρατικές λύσεις, φοβούνται την κρίση των συμμετεχόντων στο Πανεπιστήμιο. Με τον φόβο να σφάλουν οι συμμετέχοντες, να παρασύρονται, να έχουν στρεβλές απόψεις, θα έπρεπε να καταργήσουμε και την κοινοβουλευτική δημοκρατία, να ορίζουν οι «άριστοι».
Είναι επίσης χαρακτηριστικό για το πνεύμα του κειμένου, αλλά και εντυπωσιακό στη διατύπωσή του, γιατί λέγεται ευθέως πώς απαιτείται η εξάρτηση του Πανεπιστημίου από εξωτερικούς φορείς. Οι εξωτερικοί αυτοί φορείς είναι σχεδόν μονόπλευρα ιδιωτικές επιχειρήσεις. Κάποιες, δε, από τις διατυπώσεις είναι σκανδαλώδεις στην πραγματικότητα, διότι προτείνουν ακόμα και την απόκτηση διδακτικού προσωπικού από τις επιχειρήσεις. Είναι αυτό που σε φρασεολογία άλλων εποχών θα χαρακτηρίζαμε «κανονικό ξεπούλημα» του δημόσιου πανεπιστημίου.

Όπως και να έχει, ο ιδεολογικός αντίπαλος κατέθεσε μία πρόταση, έστω και με αυτά τα χαρακτηριστικά που περιγράψατε. Η πρόταση της Αριστεράς ποια θα πρέπει να είναι κατά τη γνώμη σας;
Αν αρχίσουμε από το τέλος του κειμένου, από τις αποσιωπήσεις που φαίνονται πίσω από τις γραμμές των άλλων αυτονόητων, διαπιστώνουμε ότι οι συντάκτες είναι αναγκασμένοι, έστω και στο περιθώριο, να αναφερθούν στις ελλείψεις των πανεπιστημίων που είναι ελλείψεις δομικές και οφειλόμενες σε εσφαλμένη κρατική παρέμβαση. Μιλάω για την υποχρηματοδότηση. Το κείμενο αναφέρεται, για παράδειγμα, στην κακή ατμόσφαιρα στο περιβάλλον των πανεπιστημιουπόλεων. Τα ξέρουμε όλα αυτά. Όταν όμως έχουμε να κάνουμε με μία απολύτως υποχρηματοδοτημένη πραγματικότητα, πώς να τη συγκρίνουμε με τα campus πανεπιστημίων στα οποία τα σκιουράκια τρέχουν στο γκαζόν; Ας πάμε στην προϋπόθεση της ύπαρξης αυτών των συνθηκών. Το ελληνικό πανεπιστήμιο χρειάζεται χρηματοδότηση. Χρειάζεται επίσης υποστήριξη, έγνοια, αγάπη από την πλευρά της πολιτείας. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με εχθρότητα. Θυμίζω ότι έγινε μία τεράστια συζήτηση στην προσπάθεια, έστω και αυτής της περιορισμένης, αναμόρφωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που εγκαινιάστηκε με την κουβέντα για την πρόσβαση στα Πανεπιστήμια. Συνδυάστηκε με μία ευρύτατη συζήτηση για το αν θα έπρεπε να έχουμε εισαγωγή σε σχολές και τι θα σήμαινε αυτό, για την ανάγκη αυτού που θα ονόμαζα εσωτερικό Erasmus, τη δυνατότητα δηλαδή που θα μπορούσε να έχει κάποιος να πάρει ένα μάθημα από ένα διπλανό τμήμα και να μην χρειάζεται να πηγαίνει στο Άμστερνταμ. Αυτό που στο κείμενο λέγεται ευελιξία, υπονοώντας εκεί την αυτονόμηση εν ονόματι της αριστείας, είναι κάτι που έχει ξανασυζητηθεί. Είμαστε, όμως, σε μία χρονική στιγμή που έχει ισοπεδωθεί οτιδήποτε έγινε σε μία κατεύθυνση βελτίωσης των συνθηκών του Πανεπιστημίου. Χρειάζεται μία επιστροφή στον διάλογο για τις βασικές κατευθύνσεις.

Νίκος Γιαννόπουλος

Πηγή: Η Εποχή