Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά στην αδυναμία να εκπληρώσει τις προεκλογικές υποσχέσεις της σε δύο πεδία. Το ένα είναι αυτό που καλύπτει τη δεξιά ή ακροδεξιά πλευρά της: εξωτερική πολιτική, νόμος και τάξη, προσφυγικό. Το άλλο είναι αυτό που καλύπτει τα κεντροδεξιά και κοινωνικά μεσαία στρώματα: απασχόληση, επενδύσεις, φορολογία. Θα μπορέσει να επουλώσει τα ρήγματα που προκαλούνται στο δικό της κόσμο;
Εκτιμώ ότι η ακροδεξιά γραμμή για το νόμο και τάξη, όπως και η απάνθρωπη διαχείριση του προσφυγικού, είναι από τα δομικά χαρακτηριστικά κάθε δεξιάς κυβέρνησης, σε όλα τα μήκη του κόσμου. Η διαχείριση του φόβου και της ανασφάλειας, γυμνή από τα κοινωνικά και οικονομικά της χαρακτηριστικά -η υιοθέτηση, δηλαδή, της ακροδεξιάς ατζέντας- είναι μια επικίνδυνη πολιτική, ποντάρει στα πιο συντηρητικά ανακλαστικά, στις πρωτόγονες πολιτικές απόψεις. Περιμένω να δω κάποια αντίδραση από τους αστούς διανοούμενους που μέχρι τώρα μένουν σιωπηλοί. Ως προς το οικονομικό πρόγραμμα της κυβέρνησης, πρόκειται για μια συρραφή αδύνατων επαγγελιών και των παλιών και αποτυχημένων νεοφιλελεύθερων συνταγών. Στην πραγματικότητα περιμένει ανάπτυξη μέσα από τη συγκέντρωση της οικονομικής ισχύος, τις ιδιωτικοποιήσεις, το real estate και τα ΣΔΙΤ στις δημόσιες υπηρεσίες, στα νοσοκομεία και την εκπαίδευση. Αδιαφορεί για τις ανισότητες, θεωρεί εργαλείο την επισφάλεια και εμπόδιο τη ρύθμιση στην αγορά εργασίας.
Χρειάζεται μια συνολική αντιπολιτευτική αφήγηση
Οι δυσκολίες της, ωστόσο, δεν αποτυπώνονται ακόμη στις δημοσκοπήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ πώς θα οργανώσει την αντιπολίτευσή του; Φαίνεται, έως τώρα, να είναι μεν σωστή, αλλά αποσπασματική.
Ο Μητσοτάκης καλλιεργεί ατομικές προσδοκίες, το εξήγησε πρόσφατα και στη Βουλή ότι επενδύει στον ατομικισμό των Ελλήνων, φαίνεται ότι το σχέδιο δουλεύει, με την αμέριστη βοήθεια των ΜΜΕ, αν και η συμμαχία με τους βαρόνους των μίντια κινδυνεύει εξ αιτίας των αντιθέσεων μεταξύ τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει επί μέρους αντιπολίτευση για κάθε θέμα που προκύπτει, νομοθετικό ή πολιτικό. Χρειάζεται, όμως, συνολική αφήγηση, εύληπτη και συμπυκνωμένη με λίγες λέξεις. Νομίζω ότι το Συνέδριο, ιδιαίτερα το πρόγραμμα και ο απολογισμός, θα βοηθήσουν.
Θα μπορούσε να δραπετεύσει ο Κ. Μητσοτάκης από τις δυσκολίες με διπλές εκλογές; Δεν είναι και λίγα τα ρίσκα (πχ να μικρύνει πολύ η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ, να του προκύψει, κατά τα πρότυπα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, ακροδεξιό κόμμα κ.ά.).
Είναι μεγάλο το ρίσκο, όπως λες, όχι μόνο να μικρύνει η διαφορά, αλλά να ανατραπεί. Το εκλογικό σώμα μάς επιφυλάσσει εκπλήξεις, θυμάσε την πρόβλεψη για την εκλογική μας επίδοση μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Να επισημάνουμε, βέβαια, ότι τα καλά αποτελέσματα προϋποθέτουν την κινητοποίηση του κόσμου, σαν αυτή που συνετελέσθη μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων.
Αυτονόητη η πρόταση για προοδευτικές συμμαχίες
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει φραγμό στο ενδεχόμενο αυτό με την πρόταση για κυβέρνηση δημοκρατικών – προοδευτικών δυνάμεων. Πώς πρέπει να εργαστεί για να επιτευχθεί; Υπάρχουν και τα τραύματα στις σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τις όμορες δυνάμεις…
Η πρόταση για συμμαχία και συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων είναι αυτονόητη, με την έννοια ότι την κόκκινο-κόκκινο–πράσινη συμμαχία την προτείνουμε σε όλη την Ευρώπη και την ίδια στιγμή ψηφίσαμε την απλή αναλογική, που κάνει τις συνεργασίες υποχρεωτικές. Πράγματι χρειάζεται να εργαστούμε σε αυτή την προοπτική, χρειαζόμαστε διαφάνεια στις προθέσεις, σύγκλιση σε κυβερνητικό πρόγραμμα και ανοιχτή καρδιά. Να αφήσουμε να πέσει κάτω ο θυμός μας για τη σύμπτυξη του αντί ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.
Το συνέδριο πλησιάζει. Μπορεί να γίνει ένας πρώτος απολογισμός της καμπάνιας προσέλκυσης νέων μελών έως τώρα;
Είμαι ικανοποιημένος από τη μέχρι τώρα προσέλευση και εγγραφή, δεν είναι εύκολη στις μέρες μας η κομματική και πολιτική ένταξη. Την κάνει ακόμα πιο σημαντική ότι ο κόσμος προσήλθε μετά από μια εκλογική ήττα. Νομίζω ότι ένα πρώτο συμπέρασμα που προκύπτει, είναι ότι ο κόσμος που μας προσέγγισε ζητά περισσότερη αντιπολίτευση και λιγότερη εσωκομματική ίντριγκα.
Δημοκρατία στη λήψη αποφάσεων
Η συζήτηση επικεντρώνεται στη διεύρυνση, προσέλκυση και λιγότερο στην ανασυγκρότηση, την κοινωνική γείωση του, αρκετά μεγαλύτερου πλέον, κόμματος. Παραμελώντας το ποιοτικό στοιχείο δεν υπάρχει ο κίνδυνος να γίνουμε διπλάσιο μεν, αλλά το ίδιο με πριν κόμμα;
Το να μεγαλώσει ένα κόμμα, να γίνει διπλάσιο, πολλαπλάσιο, πράγματι, δεν σημαίνει ότι είναι αρκετό στις μέρες μας. Δεν διαρκεί, εξάλλου, αν δεν επιλύσουμε πολλές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, να υπογραμμίσουμε εμπράκτως με σχέδιο και προτεραιότητες ότι για ένα αριστερό κόμμα η πρωτεύουσα υποχρέωση είναι η σύνδεση με την κοινωνία, τόσο στις θεσμικές της μορφές –συνδικάτα, αυτοδιοίκηση, επαγγελματικές ενώσεις- όσο και στην αθέσμιτη κίνηση της κοινωνίας: τα κινήματα πόλης, τις οικολογικές πρωτοβουλίες, τις αντιαυταρχικές και αντικατασταλτικές κινήσεις, τις εναλλακτικές δομές. Μα πάνω από όλα, να επιλύσουμε τα ζητήματα δημοκρατίας και πολιτικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Κανείς δεν γοητεύεται στο να συμμετέχει ως παιδί για όλες τις δουλειές και οι αποφάσεις στα κρίσιμα να είναι στην αρμοδιότητα του αρχηγού και ενός κύκλου στελεχιακού δυναμικού.
Υπάρχουν ζητήματα στο κόμμα, ιδεολογικά, προγραμματικά, συμμαχιών κ.ά., που να δικαιολογούν σοβαρές διαφωνίες ή και αντιπαραθέσεις; Στο δημόσιο διάλογο δεν φαίνεται να υπάρχουν. Θα περίμενε κανείς μεγαλύτερη ψυχραιμία και προσέγγιση των ζητημάτων και προβλημάτων που τίθενται, με την ιστορικά αντίστοιχη ευθύνη να σταθεροποιηθεί και αναπτυχθεί το κόμμα της σύγχρονης Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Υπάρχουν ζητήματα για αυτοκριτική, αναστοχασμό, προγραμματική αναθεώρηση: πρόχειρα θα έλεγα τις θέσεις μας για τα ενεργειακά, τις διεθνείς σχέσεις και τις διεθνείς συμμαχίες, τις εξορύξεις και τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς για τους δρόμους της ενέργειας, τη φορολογία και την αναδιανομή εισοδημάτων. Μόνο που μέχρι τώρα δεν γίνεται κουβέντα γι’ αυτά. Πρόσφατα στελέχη μας, πχ, άφησαν υπαινιγμούς εις βάρος του οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και προσωπικά για τον Τσακαλώτο, αναφαίρετο δικαίωμα τους. Γρήγορα, όμως, κατάλαβαν ότι η κριτική τους είχε παραλήπτες το σύνολο της κυβέρνησης, το οικονομικό της επιτελείο και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Τα ιδεολογικά ζητήματα είναι ακόμα πιο πολύπλοκα, με την έννοια ότι δεν είναι αρκετό να δείχνεις το βάθος του ουρανού, αλλά να παρεμβαίνεις στην ιδεολογία της καθημερινότητας, να παρεμβαίνεις ιδεολογικά, αξιακά και παραδειγματικά σε μια κοινωνία που δέχεται ριπές σκοταδισμού, φόβου και νεοσυντηρητισμού, που αναπολεί στα παλιά, τα πατρογονικά, χαμένες ταυτότητες και κοινότητες.
Δεν υπάρχει εσωτερικός εχθρός
Υπάρχει μια αντίφαση που ανιχνεύεται όχι τόσο στο θεσμισμένο διάλογο και τα όργανα, αλλά στα περιθώριά τους. Συνεχίζεται η δαιμονοποίηση των 53+, αλλά τα ρεπορτάζ που την αναπαράγουν δεν καταφέρνουν να βρουν κατάλληλο υλικό σε ομιλίες και άρθρα στελεχών του ρεύματος. Μάλιστα, παρόμοιες συμβολές γίνονται από πολλές και ποικίλες πλευρές του κόμματος και στελέχη βάσης.
Δεν είναι παράδοξο, ούτε πρωτότυπο ένα ρεύμα ιδεών να δέχεται επιθέσεις από τους έξω και κριτική από μέσα. Το παράξενο θα ήταν να υπήρχε αφωνία, να σε αγνοούν. Λέω ότι θα ήταν παράξενο, γιατί οι 53+ παράγουν πολιτικό λόγο, πολιτικό επιχείρημα και ταυτόχρονα σαφήνεια στην ιδεολογία και τη θεωρία. Έχετε δίκιο ότι υπάρχουν συγκλίσεις, κοινές εκτιμήσεις και ταυτίσεις για το παρελθόν και το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ, την πολιτική ύλη, δηλαδή, του Συνεδρίου, από πολύ περισσότερο κόσμο από αυτόν που αναφέρεται στους 53+. Δείγμα πολιτικής ωριμότητας, κατά τη γνώμη μου, αφού πολύς κόσμος, μέλη και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ, δεν δέχονται την κατασκευή του εσωτερικού εχθρού, δοκιμάζουν ιδέες και κρίνουν συμπεριφορές. Δεν είναι, επίσης, πρωτοφανές δημοσιογραφικά συγκροτήματα να ανακαλύπτουν μάχες χαρακωμάτων, αιματοχυσίες, εμφύλιους στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Τη δουλειά τους κάνουν και όταν τα ρεπορτάζ τους δεν ταιριάζουν με την πραγματικότητα, τόσο χειρότερο για τη δημοσιογραφία και την αλήθεια.
Δικαιούται ένα μέλος ή ένας φίλος του κόμματος να έχει αιφνιδιαστεί ή παραξενευτεί όταν ακούει τα περί δημοψηφίσματος; Τεσσεράμισι χρόνια το κόμμα και η κυβέρνηση δεν προσέφυγε σ’ αυτό το θεσμό. Επίσης, ακούει ότι πρώτα αποφασίστηκε η ιδέα του «δημοψηφίσματος» και μετά αναζητείται το θέμα. Ή ότι πηγαίνουμε σε συνέδριο, που θα αποφασίσει διάφορα θέματα, το προκαταλαμβάνουμε. Ποια η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα;
Να διευκρινίσω από την αρχή ότι είμαι υπέρ των εσωκομματικών δημοψηφισμάτων, όπως και κάθε άλλου τρόπου που αυξάνει τη συμμετοχή των μελών στη λήψη των αποφάσεων. Δεν μου αρέσουν τα κούφια δημοψηφίσματα, που εκλαμβάνονται συνήθως ως επικοινωνιακό τρικ. Τα σπουδαία πολιτικά θέματα αξίζουν. Το ζήτημα είναι ότι αυτά θα συζητηθούν εκτενώς στην προσυνεδριακή διαδικασία και στο ίδιο το Συνέδριο. Καταλαβαίνω, βέβαια, ότι δεν είναι μικρό πράγμα η τόνωση του πολιτικού ενδιαφέροντος του κόσμου που μας παρακολουθεί, αν θέλετε και ως ένα σήμα δημοκρατίας και συμμετοχής, ένα μήνυμα ότι τα λάθη του παρελθόντος δεν θα επαναληφθούν. Δεν συμφωνώ, όμως, σε εσωκομματικό δημοψήφισμα για το όνομα του κόμματος. Όχι μόνο γιατί είναι στην ύλη του συνεδρίου, αλλά γιατί επίσης δημιουργεί τεχνική πόλωση, εντάσεις και άγονα δίπολα. Δεν μου αρέσει η αλλαγή του ονόματος του κόμματος, δεν αλλάζεις το ισχυρό brand name, όπως λέει και ο Αλέξης. Σε προηγούμενη ΚΕ θύμισα ότι στο παρελθόν και άλλες φορές προσθέσαμε πράγματα στον τίτλο μας. Ποιος τα θυμάται; Ποιος θυμάται τον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ; Οι επικοινωνιολόγοι λένε ότι όσο πιο πολύ μεγαλώνεις τον τίτλο, τόσο περισσότερο δείχνεις επικοινωνιακή αμηχανία και μικρή εμπιστοσύνη στην ταυτότητα σου.
Πηγή: Η Εποχή