Στην πρόσφατη Κεντρική Επιτροπή, μεταξύ των άλλων, συζητήθηκε εκτενώς το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. Είχε προηγηθεί το ταξίδι του Πάνου Καμμένου στις ΗΠΑ, οι δηλώσεις του περί αλλαγών στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης και φυσικά η πάγια απορριπτική θέση του για το Μακεδονικό. Ευνόητο -όσο και δικαιολογημένο- ήταν οι παραπάνω «πρωτοβουλίες» του υπουργού Άμυνας και προέδρου των ΑΝΕΛ να υποδαυλίσουν τοποθετήσεις εκ μέρους των μελών της ΚΕ για τη χρησιμότητα παράτασης της σύμπραξης με τους ΑΝΕΛ, όχι μόνο μετά τις εκλογές αλλά και για την παρούσα κοινοβουλευτική περίοδο. Η κόντρα Καμμένου-Κοτζιά και η παραίτηση του τελευταίου έκαναν περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ τη συζήτηση για τις συμμαχίες, αφού πολλοί, πλέον και ο ίδιος ο Νίκος Κοτζιάς, δικαιως, επερωτούν τη χρησιμότητα της συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ.
Ο κανόνας λέει πως το μείγμα της πολιτικής και τα κριτήρια με τα οποία είσαι διατεθειμένος να υπηρετήσεις τη νέα περίοδο υποδεικνύουν με ποιες πολιτικές δυνάμεις θα μπορούσες να το υλοποιήσεις. Με αυτό τον τρόπο, εξάλλου, δημιουργήθηκε η πολιτικά παράδοξη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ το 2015. Τότε η κύρια διαιρετική τομή ήταν «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» και με αυτή την έννοια η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ-Οικολόγων ήταν μονόδρομος. Κατά τη γνώμη μου αυτή η συμμαχία δε διαψεύστηκε εν τοις πράγμασι, αντίθετα και η έξοδος από τα Μνημόνια επιτεύχθηκε και σώθηκαν εκείνα που μπορούσαν να σωθούν στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων και έγιναν εμβληματικές τομές στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών, χωρίς μάλιστα αυτές οι τελευταίες να έχουν τη συγκατάθεση των ΑΝΕΛ. Ωστόσο, στην περίπτωση που οι ΑΝΕΛ επιλέξουν να μη στηρίξουν άλλο, η κυβέρνηση πρέπει να παρατείνει τη θητεία της για να ολοκληρώσει το έργο της, ακόμα και ως κυβέρνηση μειοψηφίας . Οι εμβληματικές προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που μένει και πρέπει να γίνουν για τους μισθούς, τις συντάξεις, το κοινωνικό κράτος, τις εργασιακές σχέσεις, το μεταναστευτικό και το μακεδονικό θα αφήσουν καθαρό αριστερό αποτύπωμα.
Κατά την άποψη μου στην συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής συναρθρώθηκε η πολιτική μεθοδολογία των συμμαχιών: να αποφύγεις το «κατά περίπτωση» και να μη σε τραβάει από τη μύτη (αποκλειστικά) το εκλογικό σκορ. Την ίδια στιγμή, τα κριτήρια που θα επικρατήσουν για συμπράξεις χρειάζεται να χαράξουν τη διαιρετική τομή που σε διαφοροποιεί από το νεοφιλελευθερισμό και τον παλιό πολιτικό κόσμο. Συνοπτικά τέθηκαν τρεις άξονες που καθορίζουν σήμερα το πλαίσιο των πολιτικών συμμαχιών: ο ταξικός, δηλαδή η κοινωνική προστασία της μισθωτής εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων. Ο δικαιωματικός φιλελευθερισμός και ο αντιεθνικισμός και αντιρατσισμός, με εμβληματικές προϋποθέσεις εδώ τη στάση στο προσφυγικό και το μακεδονικό. Είναι σαφές ότι με αυτά τα κριτήρια «κόβονται» οι ΑΝΕΛ ως προς την επίτευξη μιας μετεκλογικής συνεργασίας, αφού μένουν μετεξεταστέοι σε πολλά. Ωστόσο, προς τιμή τους, περνούν μετά το ταξικό και ένα ακόμη δύσκολο κριτήριο. Τη στάση τους στο προσφυγικό, με το οποίο διαχωρίζονται από το σύνολο της ρατσιστικής δεξιάς.
Στο ευρωπαϊκό πεδίο η γραμμή της Κόκκινο-Κόκκινο-Πράσινης συμμαχίας (δηλαδή η συμμαχία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη Σοσιαλδημοκρατία και τους Πράσινους) αποτελεί μια ρεαλιστική πολιτική πρόταση στο βαθμό που προσπαθεί να απαντήσει στο σκοταδιστικό άξονα Όρμπαν-Σαλβίνι-Λεπέν. Χρειάζεται παράλληλα να συνυπολογιστεί πως εκτός από τις δυνάμεις που εργάζονται για την «Ευρώπη-φρούριο» υπάρχουν και άλλοι που επιθυμούν τη διάλυση της και την επιστροφή στα έθνη- κράτη κ τους εθνικούς ανταγωνισμούς με επιδιαιτητές τις ΗΠΑ του Τραμπ και τη Ρωσία του Πούτιν. Ιδέες που γοητεύουν όχι μόνο τα Ακροδεξιά ακροατήρια αλλά και άλλους, ακόμα και « εντός των τοίχων»
Σε κάθε περίπτωση ισχύει η προϋπόθεση που έβαλε ο Αλέξης Τσίπρας στην προπαρασκευαστική σύνοδο του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο, δηλαδή η αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό και τη λιτότητα και η αλλαγή στάσης στο μεταναστευτικό. Αν το μεταφράσουμε αυτό στην εθνική πολιτική σκηνή, ιδιαίτερα στο αυτοδιοικητικό επίπεδο, συμμαχίες δεν μπορούν να γίνουν με βάση μόνο την πολιτική γεωγραφία, αλλά με το πρόγραμμα και με τις εμφάσεις στις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι χαρακτηριστική η υπογράμμιση του Δημήτρη Βίτσας στην ΚΕ, πως είναι αδιανόητο να υποστηρίξουμε αυτοδιοικητικά σχήματα που αντιμετωπίζουν εχθρικά τα κέντρα υποδοχής μεταναστών. Δεν είναι άγνωστο, λοιπόν, πως υπάρχουν τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας που σμίγουν με τη συντήρηση κ είναι απρόθυμα να πάρουν διαζύγιο από την ομηρία τους, παρόλο που τους κοστίζει εκλογικά στα όρια της πολιτικής εξαφάνισης σε πολλές περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και το ΚΙΝΑΛ.
Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που σήμερα φαίνεται αμετακίνητο τη επόμενη εξανεμίζεται από την πίεση των αντικειμενικών κ υποκειμενικών συνθηκών. Σε αυτό εξάλλου έγκειται και η αισιοδοξία της πολιτικής βούλησης .
Ο Χριστόφορος Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ και βουλευτής στη Β Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ.
Πηγή: Newpost