Μετωπική σύγκρουση για τη διαχείριση της κρίσης, αλλεπάλληλα σκληρά πρόστιμα στη Siemens, στη Volkswagen, με πιο πρόσφατη περίπτωση την Deutsche Bank, κοριοί της NSA στο κινητό της Μέρκελ, αυτή ήταν αθροιστικά η εικόνα των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Γερμανίας στη διάρκεια της θητείας Ομπάμα. Δύο σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ στα όρια της ψυχροπολεμικής καχυποψίας, δύο χώρες, οι οποίες πριν από περίπου δύο δεκαετίες πρόβαλλαν να είναι Συνεταίροι στην Ηγεμονία (Partners in Leadership), όπως είχαν προτείνει ο Τζορτζ Μπους πατήρ και ο Μπιλ Κλίντον.
Σήμερα η καγκελάριος Μέρκελ, αλλά και η πολιτική ελίτ της Γερμανίας πλειοψηφικά βλέπουν την ανάληψη της προεδρίας από τον Τραμπ σαν ευκαιρία νομιμοποίησης μιας συνολικής χειραφέτησης από την Ουάσιγκτον. Την Πέμπτη 12.1 η Μέρκελ δήλωσε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση πρέπει να αυξήσει τη συνεργασία σε θέματα άμυνας και ασφάλειας καθώς δεν υπάρχει «εγγύηση μονιμότητας» στις σχέσεις με τις ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, η Γερμανία δίνει την εντύπωση ότι είναι έτοιμη να αναλάβει το κόστος και τις ευθύνες μιας συνολικής χειραφέτησης της ΕΕ από την «ομπρέλα ασφάλειας» των ΗΠΑ και εύλογα τίθεται το ερώτημα αν η παραπάνω ρητορική έχει αντίκρισμα.
Την άνοιξη του 2003, στη σκιά της τελικής επεξεργασίας της γαλλογερμανικής πρότασης για συνταγματική συνθήκη, οι Σρέντερ και Σιράκ συγκρούστηκαν με τον Μπους εν όψει τη επικείμενης εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ με έναν σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα (Γαλλία, Γερμανία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο) έτοιμο να πάρει τα ρίσκα μιας πλήρους χειραφέτησης στην Ασφάλεια και την Αμυνα από την Ουάσιγκτον. Τότε υπήρχε μια συναντίληψη για την περαιτέρω εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, κάτι που σήμερα προβάλλει σαν μακρινό παρελθόν. Σήμερα ουσιαστική χειραφέτηση της Γερμανίας και της ΕΕ από τις ΗΠΑ προϋποθέτει την πλήρη συμμετοχή και συνεισφορά τόσο της Γαλλίας όσο και της Βρετανίας που είναι οι ισχυρότερες στρατιωτικές δυνάμεις στη Γηραιά Ηπειρο, έχουν πυρηνικά όπλα και είναι μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η Γαλλία βρίσκεται σε μια πρωτοφανή εσωτερική πολιτική περιδίνηση, με τη μόνιμη λιτότητα που έχει επιβάλει το Βερολίνο να αποσταθεροποιεί το πολιτικό σκηνικό, με τη Λεπέν να έχει κλειδώσει την παρουσία της στον δεύτερο γύρο της προεδρικής εκλογής και τη Βρετανία να έχει εγκλωβισθεί σε μια λαϊκή εντολή υπέρ του Brexit, την οποία δεν ξέρουν πώς να διαχειρισθούν ούτε στο Λονδίνο, αλλά ούτε και στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Η αντίφαση δεν έχει προηγούμενο: Η Γερμανία αφήνει να εννοηθεί ότι θέλει να ηγηθεί της χειραφέτησης μιας ΕΕ-Ευρωζώνης στην εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, της οποίας έχει τραβήξει χειρόφρενο από την άνοιξη του 2010. Η Γερμανία, που αρνήθηκε την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου με τον Νότο της Ευρωζώνης, φιλοδοξεί σήμερα να υποκαταστήσει την εγγύηση των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή ασφάλεια καθώς δεν τη θεωρεί επαρκώς αξιόπιστη!
Παρά την αντίφαση η Μέρκελ θα βρει συνομιλητές στη Γαλλία τους Μακρόν-Φιγιόν, που μαζί με τον Ολάντ επενδύουν σε μία ακόμη γαλλογερμανική αυταπάτη, την προσδοκία ότι μέσω της αμυντικής συνεργασίας θα προκύψει μια συνολική δυναμική πολιτικής ενοποίησης που αργά ή γρήγορα θα πλαισιώσει την Ευρωζώνη και θα τη διαχειρισθεί με πολιτικά κριτήρια. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη δεν διαιρείται, δεν μπορεί να τη θεωρούν στο Βερολίνο αδιανόητη, ως προς την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, τον κοινό δανεισμό και τη μεταφορά πόρων και να τη θέτουν ως προτεραιότητα στην πολιτική Αμυνας και Ασφάλειας, αλλά και στη διαχείριση του Προσφυγικού. Η ευκαιρία Τραμπ μοιάζει να έχει χαθεί προκαταβολικά από το Βερολίνο…
Γιώργος Καπόπουλος
Πηγή: Left.gr