«Το κράτος δεν εκβιάζεται». Τα λόγια αυτά τα ακούσαμε άπειρες φορές τις τελευταίες εβδομάδες, με αφορμή την πολυήμερη απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα. Το ερώτημα, όμως, είναι πώς μπορεί ένα κράτος, για την ακρίβεια μια κυβέρνηση, να νιώθει ότι εκβιάζεται από έναν φυλακισμένο απεργό πείνας; Η αστεία δικαιολογία που ακουγόταν αυτές τις μέρες, ήταν πως, αν υποχωρήσει η κυβέρνηση, τότε θα πολλαπλασιαστούν οι απεργίες πείνας των κρατουμένων και θα μπορεί έτσι να αποφασίζει ο κάθε καταδικασμένος πού θα εκτίσει την ποινή του. Παραβλέποντας το γεγονός ότι εκ του νόμου προβλέπονται συγκεκριμένες περιπτώσεις, και ουκ ολίγες, που ο κρατούμενος δικαιούται να ζητήσει αλλαγή φυλακής, η δικαιολογία αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προτροπή τής ίδιας της κυβέρνησης στους νομικούς παραστάτες του απεργού, όταν η κατάσταση φαινόταν να φτάνει σε αδιέξοδο βλαπτικό και για την ίδια: δηλαδή να ασκηθούν ένδικα μέσα σαν λύση εκτόνωσης.
Νομικά τερτίπια – πολιτικές ακροβασίες
Ανεξάρτητα από το αν υπήρχαν νομικά οι προϋποθέσεις υποβολής ενός παρόμοιου αιτήματος από την πρώτη μέρα ή διαμορφώθηκαν εκ των υστέρων με κυβερνητική ευθύνη, από πολιτική άποψη η παραδοχή αυτή σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να νιώθει η κυβέρνηση ότι εκβιάζεται. Γνωρίζει ότι υπάρχει κι άλλη λύση, αν όχι λύσεις, πέρα από το κατασκευασμένο δίλημμα «υποχώρηση στον εκβιασμό» ή θάνατος του απεργού πείνας. Γιατί, λοιπόν, άλλοτε αφήνει να οδηγούνται τα πράγματα σε αδιέξοδο κι άλλοτε εμφανίζεται να αναζητεί σιωπηρά και να προτείνει δημόσια λύσεις απεμπλοκής; Δεν έχει καταλήξει σε οριστικό και αμετακίνητο συμπέρασμα, έχει εσωτερικό πρόβλημα, ή δέχεται και εξωτερικές πιέσεις;
Η κυβέρνηση της ΝΔ, πάντως, φαίνεται πως θεωρεί ότι η όξυνση, η καλλιέργεια της έντασης σ’ αυτό το πεδίο, μπορεί να της προσκομίσει πολιτικά οφέλη. Πρώτα απ’ όλα, η ηγεσία της ΝΔ έχει σταθερά στραμμένο το βλέμμα της προς τα δεξιά της, με την έγνοια πώς θα μειώσει τις πιθανές εκλογικές απώλειες προς σχήματα της άκρας δεξιάς. Με την επίδειξη αδιαλλαξίας στέλνει σήμα σ’ ένα διεκδικούμενο από την άκρα δεξιά τμήμα του εκλογικού σώματος: αν θέλουν μια κυβέρνηση με πυγμή, τη ΝΔ πρέπει να στηρίξουν. Και γενικότερα ενισχύει τα συντηρητικότερα αντανακλαστικά στην κοινωνία, καθώς και την επικοινωνία της με τα αντίστοιχα στρώματα.
Τυχοδιωκτικά διχαστικοί
Από την άλλη, πιστεύει πως έχει μια πολύ καλή ευκαιρία να ενισχύσει την αντι-ΣΥΡΙΖΑ εκστρατεία, που για πολλούς λόγους μπάζει νερά τελευταία. Παρουσιάζοντας την ορθή και για λόγους αρχής επιβαλλόμενη θέση υπέρ της προστασίας της ζωής του απεργού πείνας, όποιο κι αν είναι το έγκλημα που τον βαραίνει, καθώς και υπέρ της διαφύλαξης των δικαιωμάτων που του παρέχει ο νόμος, σαν μεροληψία υπέρ των απόψεων και της τρομοκρατικής δράσης της 17Ν, θεωρεί ότι βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να συκοφαντήσει την αξιωματική αντιπολίτευση και τον Αλ. Τσίπρα προσωπικά. Γι’ αυτό και η κυβερνητική προπαγάνδα συγκεντρώνει αποκλειστικά τα πυρά εναντίον τους, παρότι σύσσωμη η αντιπολίτευση βρέθηκε απέναντί της. Στόχος της η διχαστική απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ.
Υπάρχουν, βέβαια, και συγκυριακοί λόγοι σοβαροί, που εξηγούν την όξυνση σ’ αυτό το πεδίο: η υπόθεση Λιγνάδη, που πρέπει να φύγει από το πρώτο πλάνο, και η προαναγγελθείσα με θόρυβο σοβαρή επιδείνωση στο μέτωπο της πανδημίας και της οικονομίας, που πρέπει με κάτι να αντισταθμιστεί.
Η τακτική αυτή, όπως όλες οι παρόμοιες, μπορεί να προσκομίσει οφέλη, αλλά ενέχει και τον κίνδυνο να ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Η καλλιέργεια του διχασμού μέσα στο κοινωνικό σώμα, που αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή της, οδηγείται στα άκρα μέσα από μια διαδικασία ανατροφοδότησής του. Ο κίνδυνος γίνεται ορατός ακόμη και στα μάτια στελεχών της κυβερνητικής παράταξης. Το ενδεχόμενο να υπάρξει, λόγω της εσκεμμένης κυβερνητικής αδιαλλαξίας, ένας νεκρός απεργός πείνας σε χώρα της Ευρώπης μετά από σαράντα χρόνια, είναι υπαρκτό. Αλλά ακόμα πιο σαφής στη σκέψη πολλών είναι ο κίνδυνος να προκαλέσει μονιμότερες βλάβες και απρόβλεπτες η τυχοδιωκτική τακτική του διχασμού. Όχι μόνο στο πολιτικό πεδίο, αλλά και στο κοινωνικό σώμα.
Επικίνδυνοι για την κοινωνία και τη δημοκρατία
Είναι χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο άρθρο του διευθυντή τής «Καθημερινής» (3/3/2021) γραμμένο μία μέρα πριν από την υποβολή του αιτήματος διακοπής της έκτισης της ποινής του Δ. Κουφοντίνα, τον οποίο αναφέρει, σε αντίθεση με όσους φαίνεται να αδιαφορούν αν θα καταλήξει, ως «άνθρωπο που παλεύει για τη ζωή του». Και παρατηρεί: «Οι αντίπαλοί μας τρίβουν τα χέρια τους, όταν βλέπουν ένα λαό βαθιά διχασμένο και μια χώρα να αυτοαναφλέγεται χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Εχουμε κάνει μεγάλη ζημιά στον εαυτό μας στο παρελθόν. Αυτή τη φορά είναι ανάγκη να επιδείξουμε αίσθηση ευθύνης και αυτοσυγκράτησης». Είναι αδύνατο να ισχυριστεί κάποιος ότι τα λόγια αυτά δεν έχουν κύριο αποδέκτη την ίδια την κυβέρνηση.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την κυβέρνηση; Πώς τη μια μέρα υποδεικνύει ως μέθοδο απεμπλοκής την προσφυγή στα ένδικα μέσα και την άλλη τα ακυρώνει η ίδια με τις παρεμβάσεις της; Είτε βρίσκεται σε βέρτιγκο, είτε υπό πίεση, είτε, πιθανότερα, κερδοσκοπεί προκειμένου να αποκομίσει το μέγιστο πολιτικό όφελος από τη διχαστική όξυνση, είναι επικίνδυνη για την κοινωνία και για τη δημοκρατία. Οι νομικοί συμπαραστάτες του Δ. Κουφοντίνα έδειξαν την προθυμία τους να αξιοποιήσουν την πιθανή δυνατότητα εξόδου από το θανατηφόρο αδιέξοδο και τώρα αφήνονται μετέωροι νιώθοντας εξαπατημένοι. Θα επικρατήσει τελικά η κυνική εκτίμηση ότι η μεγιστοποίηση του πολιτικού κέρδους πραγματοποιείται με την επίδειξη θανατηφόρας πυγμής; Γιατί το βήμα από την άλλη πλευρά έχει γίνει, δεν υπάρχει πια αυτό το πρόσχημα.
Η κυβέρνηση δεν παίζει τώρα μόνο με τη ζωή ενός φυλακισμένου απεργού πείνας, παίζει με τη φωτιά του διχασμού. Δεν βάζει απέναντί της τους «υποστηρικτές της τρομοκρατίας», όπως επιμένει ακόμα να χαρακτηρίζει όσους διαφωνούν με τις επιλογές της. Βιάζει την κοινωνία να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ’ αυτούς που θα θεωρούν την απεργία πείνας ενός κρατουμένου κοινωνικά ανεκτή αυτοκτονική επιλογή κάθε κρατούμενου, και σε εκείνους που τη βλέπουν σαν επαναφορά της θανατικής ποινής από το παράθυρο, που καταρρακώνει κάθε έννοια υπερίσχυσης του νόμου (γιατί αυτό σημαίνει «κράτος δικαίου» και όχι κράτος που έχει νόμους). Αυτό, πάντως, που τελικά φαίνεται να υπερισχύει στη ΝΔ, είναι ένα επικίνδυνο μίγμα αυταρχισμού, κυνισμού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
ΠηΠηγή Η Εποχή