Για πρώτη φορά στα δύο χρόνια με κυβέρνηση της ΝΔ, καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις μια ισχυρή αντίθεση στις βασικές επιλογές της (χειρισμός της πανδημίας, αντεργατικός νόμος – και έπεται η επικουρική ασφάλιση). Στο μέγαρο Μαξίμου, όμως, δεν φαίνεται να επανεξετάζουν τους σχεδιασμούς τους. Αντίθετα, επιταχύνουν την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματός τους. Θα πρέπει ή να αισθάνονται πολύ σίγουροι για τον εαυτό τους και για τη στήριξη που τους προσφέρουν τα ερείσματά τους, ή να βιάζονται για να προλάβουν τέτοιες αρνητικές διαθέσεις. Η ζωή θα δείξει…
Η αλήθεια είναι, όπως εύστοχα έχει παρατηρηθεί, ότι αν η πρόθεση ψήφου αποτελεί μια φωτογραφία της στιγμής, τα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων προϊδεάζουν για τις στιγμές που έρχονται. Αυτά τα εξηντάρια τοις εκατό της αντίθεσης, που επαναλαμβάνονται, δεν προαναγγέλλουν εύκολες μέρες για τη ΝΔ.
Δύσκολα για τη ΝΔ, εύκολα για την αντιπολίτευση;
Δεν σημαίνει πως έρχονται, από αυτό και μόνο το λόγο, καλύτερες μέρες για την αντιπολίτευση. Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο υπό ορισμένες συνθήκες, καθώς η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματικού σχήματος και η ανάδειξη νέων δυνάμεων και νέων συσχετισμών στη δεκαετία 2010-2020 δεν ευνοεί τον αυτοματισμό όπου ό,τι χάνει ο ένας πόλος το κερδίζει ο άλλος. Τα πράγματα έχουν γίνει αρκετά πιο σύνθετα και πολύπλοκα. Τόσο στην πολιτική όσο και στην κοινωνία.
Στην πρόσφατη συζήτηση για τον αντεργατικό νόμο στη Βουλή, ο κ. Μητσοτάκης, επιχειρώντας να απαντήσει εξυπνακίστικα στον Αλ. Τσίπρα που του είχε θυμίσει την εκλογική ήττα του πατρός Μητσοτάκη μετά τη σύντομη ανάδειξή του στην πρωθυπουργία, είπε: «Δεν είστε Ανδρέας Παπανδρέου, κύριε Τσίπρα». Δεν είναι η πρώτη φορά που ένας ρηχός πολιτικός δεν κατανοεί τι εννοεί. Ούτε και η τελευταία. Ο Τσίπρας δεν είναι Παπανδρέου όχι γιατί δεν θα μπορούσε τάχα να κερδίσει τον Μητσοτάκη, αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία δεν είναι ΠΑΣΟΚ. Και γιατί η ιστορία δεν συνηθίζει να επαναλαμβάνεται ούτε όταν μοιάζει να το κάνει. Το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, εκκινώντας από το έδαφος του προοδευτικού κέντρου, επένδυσε ένα ώριμο δημοκρατικό αίτημα απαλλαγής από την κυριαρχία της δεξιάς με σοσιαλιστικά και αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα, ενσωματώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο στο πολιτικό του σχέδιο καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα και αποκλεισμένες μερίδες του εκλογικού σώματος με αριστερό προσανατολισμό.
Σε τι διαφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε και πέτυχε κάτι ουσιαστικά διαφορετικό. Εκκινώντας από το έδαφος της αριστεράς και συσπειρώνοντας ευρύτερες δυνάμεις της, απευθύνθηκε σε μια κοινωνία σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, στην προσπάθειά της να αντιδράσει στη μνημονιακή λιτότητα που της επιβλήθηκε, και μπόρεσε έτσι να συναντηθεί με κοινωνικά στρώματα και μερίδες του εκλογικού σώματος, που προέρχονταν τόσο από την κατά παράδοση επιρροή της αριστεράς όσο και από τη γενικότερη δημοκρατική και αντιδεξιά παράδοση, που αποδεσμεύτηκαν από την επιρροή του παραλλαγμένου πια από τη σύμπραξη με τη ΝΔ ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται για ουσιαστική διαφορά, που έχει αναπόφευκτα αποτελέσματα τόσο ως προς τη διαμόρφωση της δικής του ταυτότητας και κοινωνικής και εκλογικής επιρροής, όσο και ως προς τη σχέση του με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις. Χρειάζεται μια εξήγηση το γεγονός ότι τον αντιμετωπίζουν όλοι σαν απειλή.
Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες διεύρυνσης της κοινωνικής και πολιτικής επιρροής του ορίζονται από τις υπάρχουσες συνθήκες, που δεν ευνοούν την απρόσκοπτη επέκταση προς κάθε κατεύθυνση, όπως την περίοδο της ακραίας πολιτικής ρευστότητας. Τυχόν άμβλυνση των ριζοσπαστικών και αριστερών χαρακτηριστικών με στόχο την απεύθυνση σε πιο κεντρώα τμήματα του εκλογικού σώματος, μπορεί να υπερακοντιστεί από απώλειες προς τα αριστερά, όπου υφίστανται και διεκδικούν χώρο υπαρκτά κόμματα. Ενώ δεν είναι καθόλου βέβαιο, σε μια τέτοια περίπτωση, ότι η εκλογική επιρροή τού Κινήματος Αλλαγής, αν μειωθεί, θα μειωθεί προς όφελος του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, η διατήρηση και η προβολή των χαρακτηριστικών αυτών δεν είναι αυτονόητο ότι θα επιδράσει αρνητικά στην επιρροή του ΚΚΕ και του ΜΕΡΑ25, που μπορούν να διασφαλίσουν έναν σκληρό εκλογικό πυρήνα. Αν μπορεί να διεκδικηθεί μια καθαρή προστιθέμενη αξία, είναι η ενεργοποίηση και η ανάκτηση της εμπιστοσύνης στρωμάτων και κατηγοριών που τείνουν στην αποχή.
Ένα νέο πλειοψηφικό ρεύμα
Για να μη μακρηγορούμε, αν δούμε το χάρτη και την κατάσταση των δυνάμεων της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, το λογικό συμπέρασμα είναι ότι, χωρίς οι επιμέρους πολιτικές δυνάμεις να απαρνηθούν τις φυσιολογικές ανταγωνιστικές σχέσεις τους, μπορούν να αμφισβητήσουν άμεσα την πλειοψηφία της ΝΔ (που στην πραγματικότητα είναι μειοψηφία…) με την υπόσχεση αναζήτησης μιας προοδευτικής κυβέρνησης συνεργασίας με βάση μια πειστική προγραμματική συμφωνία. Μόνο έτσι μπορούν, όλοι και ο καθένας ξεχωριστά, να ωφεληθούν από ένα κύμα καλλιέργειας της εμπιστοσύνης σε ένα εναλλακτικό κυβερνητικό πρόγραμμα, αντίπαλο του προγράμματος της ΝΔ, που μπορεί να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα.
Την πρωτοβουλία και την ευθύνη για έναν τέτοιο στόχο δεν μπορεί παρά να την έχει –από τη θέση του– το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ως κόμμα της αριστεράς θα δώσει και τον τόνο στο εγχείρημα. Πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα μείνει σε δηλώσεις χωρίς αντίκρισμα, αλλά θα κάνει δημόσια γνωστή την επιλογή του –και ο καθένας ας αναλάβει τις ευθύνες του– αναπροσαρμόζοντας ανάλογα την τακτική του απέναντι στα άλλα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Από τα οποία δεν μπορεί να προσδοκά μικροκομματικά οφέλη επιδιώκοντας την απομείωσή τους, αλλά θα διεκδικεί σαν πραγματική ηγέτιδα πολιτική δύναμη το μερίδιο που της αναλογεί από την οικοδόμηση αυτού του πλειοψηφικού ρεύματος. Μια τέτοια ρητή επιλογή και στρατηγική διάταξη θα απαντήσει με το μόνο τρόπο που αρμόζει στην αριστερά, με μια συνεκτική πολιτική συμμαχιών, και σε αβάσιμα διλήμματα που αναζωπυρώνονται κάθε τόσο: άνοιγμα προς το κέντρο ή ριζοσπαστικό εναλλακτικό πρόγραμμα;
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή