ΣΥΡΙΖΑ

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Ο σκοπός υποδεικνύει τα μέσα

Αν αποτελεί κοινή παραδοχή πως ούτε το μέγεθος, ούτε οι λειτουργίες, ούτε τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ είναι αντίστοιχα με το βάρος της εκλογικής επιρροής του και τα καθήκοντα ενός κόμματος που βρισκόταν ως χθες και επιδιώκει άμεσα να ξαναβρεθεί στην κυβέρνηση, τότε ποιο είναι το κρίσιμο βήμα που πρέπει να κάνει σήμερα αυτό το κόμμα, ώστε να μπορέσει να αντιστοιχηθεί με τις προκλήσεις που έχει μπροστά του;
Θα ήταν ταυτολογία να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό διαπιστώνοντας ότι έχει ανάγκη από οργανωτική ανάπτυξη και ανασυγκρότηση. Αφού όλοι συμφωνούμε σ΄ αυτό, και μάλιστα συχνά αναζητούμε εξήγηση και ευθύνες γιατί αυτό δεν συνέβη την τελευταία πενταετία –τουλάχιστον, ας τελειώνουμε με τα ψευτοδιλήμματα που διατυπώνονται γύρω από τη διαπίστωση αυτή.
Εκείνο, όμως, με το οποίο δεν έχουμε καν αρχίσει να αναμετριόμαστε, είναι η προγραμματική (ανα)συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, λόγω κυρίως των συνθηκών που τον ανέδειξαν τάχιστα σε κόμμα που διεκδικεί την κυβέρνηση, βρέθηκε να κυβερνά με τον ελάχιστο προγραμματικό εξοπλισμό. Χρειάστηκε, λοιπόν, να προχωρήσει «βλέποντας και κάνοντας» σε πολλά κρίσιμα σημεία. Ευτυχώς, οι επιλογές που έκανε σε κρίσιμες καμπές, ήταν γενικά σωστές.
Τώρα, βρίσκεται στην εξίσου απαιτητική θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, χωρίς να έχει επεξεργαστεί τον αντίστοιχο προγραμματικό εξοπλισμό του, που θα του επιτρέψει να ανταποκριθεί στα νέα καθήκοντά του και θα τον κάνει ικανό να επιστρέψει στην κυβέρνηση, με τη θέληση του λαού, περισσότερο έτοιμος και έμπειρος για τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις του ως κόμμα της αριστεράς. Αν αυτό δεν το κατακτήσει από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν θα το διαθέτει ούτε την ώρα που θα βρεθεί ξανά στην κυβέρνηση, μόνος του ή με συμμάχους.

Με αίσθηση συνολικής ευθύνης και στην αντιπολίτευση

Τώρα χρειάζεται να χαράξει άμεσα μια αποτελεσματική αντιπολιτευτική τακτική με στόχο πρώτα απ΄ όλα την υπεράσπιση των κατακτήσεων που ήδη απειλούνται ή έχουν κιόλας δεχθεί σαρωτική επίθεση, και, ταυτόχρονα, την επεξεργασία ενός κυβερνητικού προγράμματος που, εκκινώντας από αυτόν το βασικό στόχο, θα προϊδεάζει και θα πείθει για την ανάγκη και τη δυνατότητα δρομολόγησης ριζικότερων προοδευτικών τομών, με όπλο την εμπειρία της πρώτης θητείας και την κριτική αποτίμησή της και με κατεύθυνση, τελικά, την υπέρβαση των υπαρχουσών σχέσεων κυριαρχίας και ηγεμονίας.
Όταν, λοιπόν, μιλάμε για την ανάγκη προγραμματικής (ανα)συγκρότησης, εννοούμε κάτι πολύ περισσότερο και σημαντικότερο από την επεξεργασία ενός τρέχοντος εκλογικού ή κυβερνητικού προγράμματος. Μιλάμε για την απόκτηση εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και των παλιών και νέων μελών του της συνείδησης του σημαντικού ρόλου που έχουν να παίξουν στη διαμόρφωση του παρόντος και του μέλλοντος της ελληνικής κοινωνίας, της χώρας.
Κατακτώντας τη συλλογική γνώση και τη συλλογική εμπειρία που απαιτεί η επιδίωξη αυτής της προγραμματικής συγκρότησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα διαμορφώνει παράλληλα, με βάση τις απαιτήσεις που προκύπτουν από αυτήν, και τη μορφή, τη δομή, τη λειτουργία του, θα προσδιορίσει τις ιδιότητες του μέλους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσει του –υποχρεώσεις προς την κοινωνία και όχι μόνο προς το κόμμα. Αν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά δεν αντιστοιχούν με τις ανάγκες της προγραμματικής συγκρότησής του, η αποτυχία θα απειλεί κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ και αποτελεσματικότητας της δράσης του, που είναι αναγκαίες.
Ας περάσουμε, όμως, σε μια δεύτερη και εξίσου σημαντική, αν όχι σημαντικότερη, αναγκαία παραδοχή. Μπορεί να έχουμε άμεση ανάγκη από μια εξειδίκευση της προγραμματικής συγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, όμως η γενική στρατηγική στην οποία εντάσσεται, είναι δεδομένη: είναι η στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου. Αν αυτή η παραδοχή δεν είναι κοινή, τότε μάλλον είναι αδύνατη πρακτικά η γενικότερη συζήτηση.

Επικαιρότητα του δημοκρατικού δρόμου

Τα βασικά στοιχεία αυτής της στρατηγικής, βέβαια, έχουν διαμορφωθεί σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Διαφορετικοί διεθνείς συσχετισμοί, διαφορετικά αντίπαλα γεωστρατηγικά συμφέροντα, εργατικό κίνημα σε άνοδο, νέα κινήματα σε ανάπτυξη, ανεξαρτησιακά κινήματα, αριστερά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα με αποφασιστικό ρόλο στις εξελίξεις στις χώρες τους και στον κόσμο ολόκληρο.
Ο δημοκρατικός δρόμος, με βάση αυτές τις συνθήκες, γινόταν αντιληπτός σαν μια σχετικά σύντομη (στο πλαίσιο του ιστορικού χρόνου), προβλέψιμη πολιτικά (αν και όχι απλή και εύκολη), ανεπίστρεπτη (μακροπρόθεσμα) διαδικασία μετάβασης από τον καπιταλισμό σε ένα αντίπαλο σ΄ αυτόν και διαφορετικά δομημένο κοινωνικό σύστημα, με σταθερά μεταβαλλόμενες υπέρ των υποτελών τάξεων σχέσεις κυριαρχίας και ηγεμονίας.
Στις σημερινές, εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, η πραγματικότητα καθιστά τη διαδικασία μετάβασης πολύ περισσότερο σύνθετη,με μεγαλύτερη διάρκεια, συχνές μεταπτώσεις και οπισθοδρομήσεις.
Η επικαιροποίηση της στρατηγικής του δημοκρατικού δρόμου είναι, συνεπώς, αναγκαία. Διαφορετικά κινδυνεύει να απομειωθεί και να εκφυλιστεί (στο μυαλό κάποιων αυτό έχει ήδη συμβεί) σε καρικατούρα συμμετοχής τής αριστεράς σε μια «κανονική» διαδικασία εναλλαγής στην εξουσία, όπου το πέρασμά της από την κυβέρνηση δεν επιφέρει οποιαδήποτε σημαντική αλλαγή, πολύ περισσότερο διαρθρωτική, στους όρους ύπαρξης των εργαζόμενων τάξεων και της μεγάλης πλειονότητας του πληθυσμού.
Ένα κόμμα ενταγμένο στη στρατηγική του δημοκρατικού δρόμου οφείλει σήμερα πολύ περισσότερο να φροντίζει για την αποτελεσματικότητα των αλλαγών που προωθεί ως κυβέρνηση και την υπεράσπισή τους, όταν αποχωρεί από αυτήν.

Δύναμη υπεράσπισης των κατακτήσεων

Τόσο οι επιλογές του στο κυβερνητικό πρόγραμμα όσο και οι επιλογές του στην αντιπολιτευτική στρατηγική και τακτική καθορίζονται από αυτό το στοιχείο. Η κοινωνία και τα κινήματα, με ευθύνη της αριστεράς, χρειάζεται να εθίζονται σ΄ αυτό το νέο περιβάλλον και να εκπαιδεύονται όχι μόνο στη διεκδίκηση και την αντίσταση, αλλά κυρίως στην υπεράσπιση των κατακτήσεων, των αλλαγών. Αυτό από την πλευρά της αριστεράς, εν προκειμένω του ΣΥΡΙΖΑ, απαιτεί όχι μόνο πιο επεξεργασμένες τακτικές και πολιτικές συμμαχιών, αλλά και θεσμικές κατοχυρώσεις των κατακτήσεων και παρεμβάσεις με στόχο τη μεσοπρόθεσμη αλλαγή νοοτροπιών.
Και, κυρίως, απαιτεί νέα, ουσιαστικότερη και βαθύτερη σχέση με το κοινωνικό γίγνεσθαι, με τα κινήματα, με τους κοινωνικούς φορείς, με τους κοινωνικούς αντίπαλους της υπάρχουσας πραγματικότητας.
Οι επιλογές, οι προτεραιότητες, οι ιεραρχήσεις μιας κυβέρνησης με την ηγεμονία της αριστεράς ή με ισχυρή, αποφασιστικής σημασίας συμμετοχή της στην κυβέρνηση οφείλουν να προσαρμόζονται σ΄ αυτή τη στρατηγική.
Οι πολιτικές, θεσμικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες χρειάζεται να σχεδιάζονται με σαφή ιεράρχηση σε συνεργασία με τους εκπροσώπους των κοινωνικών φορέων.
Να επιλέγεται η κατάλληλη τακτική για την εξουδετέρωση των επιπτώσεων του δυσμενούς περιβάλλοντος στο εσωτερικό και διεθνώς.
Να αντιμετωπίζεται εκ των προτέρων ο βέβαιος ρεβανσισμός σε ενδεχόμενη εναλλαγή στην κυβέρνηση δίνοντας προτεραιότητα και πολιτικό βάρος σε αλλαγές που μπορούν να κατοχυρωθούν θεσμικά και με κοινωνική στήριξη, ώστε να ανατρέπονται δύσκολα. (Φανταστείτε, για παράδειγμα, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα, αν η έγνοια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την κατάσταση στα μέσα ενημέρωσης (και ειδικότερα στην ΕΡΤ) δεν περιοριζόταν στη νομιμοποίηση της αδειοδότησης, αλλά έδινε βάρος σε θεσμικές αλλαγές, που ίσως άλλαζαν σε σημαντικό βαθμό το τοπίο).
Να προωθούνται αλλαγές που συμβαδίζουν με τις ανάγκες εκσυγχρονισμού και κατοχυρώνουν θεσμικά υποχρεώσεις κοινά αποδεκτές, που δύσκολα υπονομεύονται προπαγανδιστικά.
Να προτάσσονται αλλαγές ώριμες και ταυτόχρονα αποφασιστικής σημασίας, και όχι κυρίως όσες έχουν το μικρότερο εκλογικό κόστος. (Γιατί δεν θα μπορούσε να επιδειχθεί παρόμοια επιμονή, όπως για τη συμφωνία των Πρεσπών, και για άλλα ζητήματα).

Χαρακτηριστικά σύγχρονου κόμματος

Ποιες μπορεί να είναι οι επιλογές, οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις στη συγκρότηση, τη δομή και τη λειτουργία ενός κόμματος που εμπνέεται από μια τέτοια προγραμματική δέσμευση ενταγμένη σε μια τέτοια στρατηγική;
Αυτό που συχνά ακούμε, είναι πως τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και ότι αρκεί μια καλή κοινοβουλευτική παρουσία, μια κάποια ευφυής προεκλογική τακτική, ένα ικανοποιητικό ή και κάπως «τσιμπημένο» εκλογικό πρόγραμμα, και ένας προβεβλημένος ηγέτης. Επιμένουν να αγνοούν όσοι έχουν αυτή τη γνώμη πως, αν δεν εκλεγόταν στην ηγεσία της ΝΔ ο Κ. Μητσοτάκης, ένα πολιτικός χωρίς ιδιαίτερα επικοινωνιακά χαρίσματα, αλλά συγκεκριμένη αποστολή να διαμορφώσει συγκεκριμένη φυσιογνωμία για το κόμμα του και αντίστοιχη οργανωτική και πολιτικο-ιδεολογική συγκρότηση, δεν θα της αρκούσαν ούτε άλλοι τόσοι μιντιακοί βαρώνοι, για να της εξασφαλίσουν τη νίκη. Πρέπει κάποτε να αντιληφθούμε ότι τα λεγόμενα αστικά κόμματα έχουν πάψει προ πολλού να είναι απλώς αρχηγικά κόμματα χωρίς σπονδυλική στήλη, χωρίς κοινωνική σάρκα και οστά. Φροντίζουν περισσότερο κι από την αριστερά, ώστε να έχουν βαθιές ρίζες στο κοινωνικό σώμα και πόδι στον κρατικό μηχανισμό και τη διοίκηση και αυτοδιοίκηση. Εξίσου ισχυρή παρουσία και στα συνδικάτα.
Τι απ΄ όλα αυτά θα μπορούσε να θεραπεύσει η συζήτηση που λειψά διεξαγόταν –συχνά υπό την ”καθοδήγηση” εχθρικών μέσων– για τη μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ; Δυστυχώς, σχεδόν τίποτα, γιατί γίνεται εντελώς αφηρημένα και πολύ συχνά αποπροσανατολισμένα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, αν θέλει να αντιστοιχηθεί με τα καθήκοντα που του επιβάλει το μέγεθος της πολιτικής επιρροής του και το βάρος των προσδοκιών που έχουν εναποθέσει πάνω του εκατομμύρια πολίτες, χρειάζεται να αποκτήσει στέρεη δομή και επαρκή ιδεολογικό εξοπλισμό, πολιτικό πρόγραμμα στενά δεμένο με τους στόχους των κοινωνικών κινημάτων. Ένα κόμμα που δεν μπορεί να επεξεργαστεί τις ιεραρχήσεις του και τις τακτικές του εξίσου ικανοποιητικά κυβερνώντας ή αντιπολιτευόμενο, είναι βέβαιο ότι θα κάνει λάθη, που αν δεν είναι ολέθρια, θα διευκολύνουν οπωσδήποτε την επιτυχία των αντιπάλων.
Η αποφυγή αυτών των κινδύνων συνεπάγεται συγκεκριμένη δομή, καθοδηγητικά όργανα σε στενή και αμφίδρομη σχέση με τις οργανώσεις, αμφοτεροβαρή συλλογική πολιτική λειτουργία, συγκεκριμένη πολιτική ανάδειξης στελεχών με συνείδηση της αποστολής τους μέσα στην κοινωνία και τους φορείς της και όχι καρικατούρες κομματαρχών. Ένα κόμμα που απλώς επωφελείται από τη φθορά τού αντιπάλου, είναι καταστροφικός αναχρονισμός και οδηγεί όχι απλώς σε ήττες εκλογικές, που γενικά είναι και αυτές αναμενόμενες, αλλά σε μια παράδοση άνευ όρων στο σύστημα της αδιατάρακτης εναλλαγής στην εξουσία, σε μια κανονικότητα, όπου θα έχουν πράγματι δίκιο όσοι νεόσοφοι λένε ότι δεν έχει πια νόημα η διάκριση δεξιά – αριστερά.
Οι συνθήκες εχθρικού περιβάλλοντος που γενικά επικρατούν, η αστάθεια των αριστερών κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν την απροσχημάτιστη εχθρότητα, η συχνή εναλλαγή στην κυβέρνηση (σε αντίθεση με τις δεκαετίες και εικοσαετίες κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και ΝΔ) κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για ένα κόμμα που έχει συνείδηση της αποστολής του να είναι εξίσου αποτελεσματικό και στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση, να διατηρεί ζωντανή την απαραίτητη προγραμματική συνέχεια. (Για παράδειγμα, με ανακοινώσεις θα αντιμετωπίσουμε την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης; Ή με πρωτοβουλίες που κινητοποιούν τους άμεσα ενδιαφερόμενους και τους εκπροσώπους τους;)
Δεν είναι ο κομματοπατριωτισμός ή η κομματολαγνεία που επιβάλλουν μια τέτοια επιλογή ενός ικανοποιητικά οργανωμένου, ιδεολογικά συγκροτημένου και πολιτικά αποτελεσματικού κόμματος. Είναι οι αντικειμενικές συνθήκες.
Η ευνοϊκή περίοδος που ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ στο 36% πάνω σ΄ ένα κοινωνικό κύμα αγανάκτησης, δεν θα συνεχιζόταν επ΄ άπειρον. Τα αυθόρμητα ευνοϊκά στοιχεία της χρειάζεται να υποκατασταθούν με σχεδιασμένη αξιοποίηση της κοινωνικής δυναμικής και μετάφρασή της σε αποτελεσματική συλλογική δράση.

Άνοιγμα και ρίζωμα στην κοινωνία

Το ζήτημα δεν είναι πόσο θα ανοιχτεί ο ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία και στους ψηφοφόρους του. Το άνοιγμα αυτό πρέπει να είναι το μεγαλύτερο δυνατό και με όλα τα πρόσφορα μέσα. Όταν σ΄ ένα μάλλον απομονωμένο χωριό 175 ουσιαστικά άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι ψηφίζουν ΣΥΡΙΖΑ, δεν νοείται να μην μπορεί, να μη έχει ήδη συγκροτηθεί μια οργάνωση με διψήφιο αριθμό μελών. Πρέπει, όμως, κάποιος να δουλέψει γι΄ αυτό. Εκείνο που χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε, είναι πως δεν αρκεί να λογίζεται κάποιος μέλος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να νιώθει και ο ίδιος, να λειτουργεί και να δρα ως μέλος. Όχι να αναλώνεται σε συζητήσεις χωρίς πρακτική απόληξη ή να μεταλαμβάνει της κομματικής γραφειοκρατίας, αλλά να υπάρχει, να κάνει αισθητή την παρουσία του ως ενεργός αριστερός πολίτης στον κοινωνικό του χώρο, εκεί που ζει και εργάζεται, εκεί που συναντά τα ενδιαφέροντά του, μέσα στο γενικό πλαίσιο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλιώς δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί η άλλη μεγάλη αναντιστοιχία, να ψηφίζουν κοντά στα δύο εκατομμύρια πολίτες τον ΣΥΡΙΖΑ στις βουλευτικές εκλογές, και στην αυτοδιοίκηση ή στα συνδικάτα, εκεί που κρίνεται μεγάλο μέρος της τύχης όλων μας, να μη συναντούμε στις κάλπες ούτε το ένα δέκατο από αυτό το σύνολο φίλα προσκείμενων στην αριστερά ψηφοφόρων.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή