Ακόμα πιο αποτρόπαιο θέαμα από τη φλεγόμενη απ’ άκρη σ’ άκρη Ελλάδα θα ήταν ένας επικοινωνιακός καβγάς, κατά το πρότυπο του ακραίου νεοφιλελεύθερου λαϊκισμού που δίδαξε πριν από τρία χρόνια ο κ. Μητσοτάκης. Επραξαν πολύ καλά τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που άφησαν αυτό το πεδίο του ανέξοδου και εγκληματικού πολιτικαντισμού στη δικαιοδοσία της ΝΔ. Γιατί μ’ αυτή τη στάση τους αναδεικνύεται με τον πιο ανάγλυφο τρόπο ο αδίσταχτος χαρακτήρας της νεοφιλελεύθερης δεξιάς.
Αλλοτινές κραυγές, τωρινή σιωπή
Οι αλλοτινές αντιπολιτευτικές κραυγές της για τις κυβερνητικές ευθύνες άλλων, ακούγονται σήμερα ακόμα πιο κούφιες στον απόηχο της ανευθυνότητας και της ανεμελιάς, με την οποία αντιμετωπίζουν τις δικές τους τωρινές ευθύνες για την πρωτοφανή καταστροφή που γνωρίζει ο τόπος. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του προπαγανδιστικού επιτελείου, ο κόσμος μάτια και μυαλό έχει και καταλαβαίνει. Η επίμονα επαναλαμβανόμενη αποτίμηση ότι, ευτυχώς, αποφύγαμε μέχρι στιγμής τα ανθρώπινα θύματα, έχει προφανώς αντίκρισμα που κανείς δεν πρέπει να υποτιμήσει. Μόνο που το ασήκωτο βάρος της φυσικής καταστροφής που συντελείται, δεν παύει να βαραίνει, τελικά και άμεσα, τα ίδια τα ανθρώπινα όντα, για τα οποία δίνεται η μάχη με τη φωτιά, σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα. Τον τρόπο ζωής, την υγεία τους και την ίδια την επιβίωσή τους. Η ανεμελιά της πρωθυπουργικής διαπίστωσης ότι «το δάσος θα ξαναγίνει» (πράγμα καθόλου βέβαιο, όπως δείχνει η πείρα), εκτός από πολιτικά άστοχη λόγω κυνισμού, είναι και εγκληματικά λανθασμένη. Ακριβώς γιατί υπονοεί μια αντίληψη εξαιρετικά επικίνδυνη, που τείνει να παγιωθεί – συνειδητά ή μη, αδιάφορο.
Στρατηγικό δόγμα η μοιρολατρία
Αν αξίζει, λοιπόν, να τα βάλει κάποιος με την κυβέρνηση και να μην την αφήσει σε χλωρό κλαρί, ακόμα και τούτη την ώρα που καίγονται τα πάντα, είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο: διότι, χάρη σε ένα συνδυασμό δουλικής σιωπής των περισσότερων ηλεκτρονικών και έντυπων μέσων και ζωτικής ανάγκης της κυβέρνησης να μην αναζητήσει κατά οποιοδήποτε τρόπο τις αιτίες- ευθύνες της τεράστιας καταστροφής, τείνει πια να επιβληθεί σαν επίσημο στρατηγικό δόγμα η μοιρολατρία. Το συμπέρασμα που μας καλούν να βγάλουμε, είναι ότι όλα έγιναν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο (δεν κουράστηκαν να μας λένε όλες αυτές τις μέρες πως έγινε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό), το συμπέρασμα είναι πως οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται, ούτε προληπτικά ούτε κατασταλτικά. Ο,τι είναι να καεί, θα καεί («το δάσος θα ξαναγίνει»…) Η φωτιά θα σταματήσει είτε στη θάλασσα, είτε όταν δεν θα έχει τίποτα άλλο να κάψει. Ας σώσουμε, λοιπόν, οτιδήποτε αξίζει να σωθεί. Κι αυτό δεν είναι μόνο οικολογικά απαράδεκτο, είναι και κοινωνικά και οικονομικά καταστροφικό σαν αντίληψη.
Είναι η πρώτη φορά στα χρονικά τέτοιου μεγέθους καταστροφών, που δεν σημειώνεται η παραμικρή απόπειρα αναζήτησης των αιτίων του φαινομένου, των επιλογών που το γιγάντωσαν, των κενών πολιτικής στην αντιμετώπισή του, που μπορεί να το επαναλάβουν ακόμα τρομερότερο και καταστροφικότερο μπροστά στα μάτια μας.
Οι ειδικοί των φυσικών καταστροφών και της διαχείρισης των σχετικών κρίσεων, που συχνά τους ακούγαμε να έχουν πακέτα λύσεων ή «λύσεων», σιωπούν.
Οσοι έχουν υποχρέωση να εκτιμήσουν τι έχουν αποδώσει οι αλλαγές που επιχειρήθηκαν στον τρόπο οργάνωσης των σχετικών υπηρεσιών και στην υλοποίηση των σχεδιασμών επί του πεδίου, αρκούνται να υποστηρίζουν ότι είμασταν καλά προετοιμασμένοι (Χρυσοχοϊδης) και να αλληλοσυγχαίρονται.
Οσοι διαπιστώνουν διά γυμνού οφθαλμού την ανεπάρκεια των πυροσβεστικών μέσων και του σχετικού ανθρώπινου δυναμικού, απορούν που δεν γίνεται ο παραμικρός σχετικός υπαινιγμός γι’ αυτή. Η εργώδης προσπάθεια να πνιγεί στη γένεσή της κάθε δυνατότητα κριτικής της κυβέρνησης, τείνει να πνίξει την αυταπόδεικτη ανάγκη να μιλήσουμε για το εξόφθαλμο πρόβλημα – και έτσι να μην αποπειραθούμε ποτέ τη λύση του.
Αν συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με τη γενική κινητοποίηση που είχε πραγματοποιηθεί το 2007, στις καταστροφικές πυρκαγιές της Ηλείας, και τις μελέτες που εκπονήθηκαν τότε, με τη συμβολή και του ΕΜΠ (και δεν αξιοποιήθηκαν ουσιαστικά), μπορούμε να διαπιστώσουμε την κραυγαλέα διαφορά.
Να μη συνηθίσουμε το δηλητήριο
Είναι μια πραγματικότητα που δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση. Αν επικρατήσει αυτή η μοιρολατρική αντίληψη, θα μας προσβάλει ο μιθριδατισμός που ανέχεται όλο και μεγαλύτερες δόσεις αυτού του δηλητήριου: ότι αυτά που γίνονται, γίνονταν ανέκαθεν και θα ξαναγίνουν στο μέλλον, γιατί είναι αναπόφευκτο, είναι κάτι φυσικό – όπως οι κοινωνικές ανισότητες και διακρίσεις. Κι αυτή είναι μια ζημιά που δεν θα πληρωθεί μόνο από τη ΝΔ, ούτε θα ωφελήσει κατ’ αντιδιαστολή την αξιωματική αντιπολίτευση. Ο τόπος και οι άνθρωποί του θα ζημιωθούν αθεράπευτα, ή θα ωφεληθούν αν την καταπολεμήσουμε.
Από αυτή τη σκοπιά χρειάζεται να ανοίξει η δημόσια συζήτηση εδώ και τώρα, κι ας καπνίζουν ακόμα τα αποκαϊδια, γιατί, χωρίς αυτή τη δημόσια συζήτηση και αντιπαραβολή προτάσεων, το αποτέλεσμα θα είναι να καίγεται κάθε τόσο οτιδήποτε μπορεί να καεί και ο καπνός από τ’ αποκαϊδια θα μας φαίνεται πια σαν οξυγόνο. Αυτή την ευθύνη οφείλουμε να την απευθύνουμε- και να την αποδώσουμε, αν δεν θέλει να την αναλάβει – στην κυβέρνηση. Δεν αρκεί να καταγγείλουμε την «ανικανότητά» της ή τη συνειδητή πολιτική της. Χρειάζεται να θέσουμε σε κίνηση εκείνες τις – κοινωνικές, επιστημονικές, πολιτικές, κινηματικές – δυνάμεις, που θα κάνουν αναπόφευκτη την αναζήτηση ενός νέου αποτελεσματικού σχεδίου δράσης. Το χειρότερο που θα μπορούσε να συμβεί, θα ήταν να συνεχίσουμε ως συνήθως, σαν να μην τρέχει τίποτα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή